Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Τα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης * Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν * Το ταξίδι μιας στιγμής * Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Ναι, αρνούμαι * 62 ποιήματα *** Παιδικά: Από τη σοφίτα στα άστρα * Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Εγκυκλοπαίδεια: Rock Around... Troubadours

Οι βοηθοί του Θεού (ή αλλιώς, Milky Way)

Γιώργου Μπιλικά

Βάσως Γεωργιάδου [έργο από την ατομική της έκθεση «Τα όνειρα που σου έδωσαν φτερά»]

Καθώς έπεσε η νύχτα και το κρύο είχε κι αυτό υποχωρήσει, ο Ορφέας απέφυγε να συναντήσει τον Φανγκ και δεν έμεινε ούτε μαζί με την Κύρα. Την φρόντισε και την περιποιήθηκε να νιώθει καλά και άνετα και ύστερα βγήκε έξω. Του είπε, άλλωστε, και εκείνη ότι ήθελε να μείνει μόνη.
«Πώς είσαι;»
«Ίσως καλύτερα, αλλά θέλω να μείνω μόνη για λίγο».
«Κι εγώ θα βγω έξω. Θέλω να περπατήσω».
«Λες και δεν χόρτασες περπάτημα τόσους μήνες, ε;»
«Δεν θα πάω μακριά. Αν με χρειαστείς φώναξέ με».
Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και βγήκε. Ένιωσε να τον καλεί το σκοτάδι της νύχτας, αν και δεν υπήρχε πιο μεγάλο σκοτάδι απ' αυτό που ένιωθε μέσα του.
Τι συνέβη όμως έτσι ξαφνικά; Τι άλλαξε;
«Κάτι θα γίνει».
Πήρε μια βαθιά αναπνοή εισπνέοντας τον αέρα με τη μοναδική μυρωδιά της νύχτας κάτω από το φεγγαρόφωτο. Από όλες τις μυρωδιές που μπορεί να θυμάται κανείς, από τη μυρωδιά ενός νόστιμου φαγητού που σιγοψήνεται στη φωτιά και από τη μυρωδιά του ξύλου που σιγοκαίει στο τζάκι μέχρι τη μυρωδιά του ζεστού κορμιού μιας γυναίκας που κοιμάται δίπλα του κάτω από τα σκεπάσματα, η μυρωδιά της νύχτας είναι αλλιώτικη κάτω από το φεγγαρόφωτο. Κάποιοι λένε πως είναι θέμα του πώς θα εισπνεύσει κανείς τον αέρα, μα είναι βέβαιο ότι το φεγγάρι φωτίζει την ελπίδα του απελπισμένου και, δίνοντας έμφαση στις σκιές, τις ντύνει με το μυστήριο που αναζητάει ο ερευνητής στην ανάσα του και στο βλέμμα του. Και το άσχημο προαίσθημα του Ορφέα ήταν εκεί.
«Κάτι θα γίνει».
Η πεδιάδα ήταν ομαλή με χαμηλή βλάστηση. Βάδιζε με τις σκέψεις και τα ερωτηματικά να του τρυπάνε το μυαλό.
«Κάτι θα γίνει αλλά τι; Τι έπαθε η Κύρα; Πόσο άρρωστη είναι άραγε; Τι μπορώ να κάνω για να τη βοηθήσω;»
«Μη ρωτάς πολλά. Όπου να 'ναι, το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται».
«Αμήν Δία μου».
«Το μετάνιωσες;»
«Ποιο πράγμα;»
«Που ήρθες εδώ».
«Όχι βέβαια. Πώς τόλμησες να το σκεφτείς αυτό;»
«Έκανα απλά μία ερώτηση. Όλα είναι ανθρώπινα».
«Μα γιατί με έδιωξε;»
«Δεν σε έδιωξε. Σου είπε ότι θέλει να μείνει για λίγο μόνη».
«Και εσύ, πού το ξέρεις; Ήσουνα μπροστά;»
«Μου αρέσει το χιούμορ σου, γιατί θα πει ότι δεν το βάζεις κάτω».
Ξαφνικά ένιωσε επιθυμία να ξαπλώσει πάνω στο χώμα και το έκανε. Ξαπλωμένος έτσι, άφησε τη σκέψη του να ταξιδέψει στο βρεφικό του περιστατικό με την κοκκινομάλλα, τις ώρες που πέρναγε στην αγκαλιά της μάνας του όταν τον έπαιρνε στα πόδια της για να τον κάνει μπάνιο και το καμάρι που είδε στα μάτια του πατέρα του όταν τον είδε για πρώτη φορά στην τηλεόραση με τη μπάντα του σε εκείνο το φεστιβάλ. Εκείνο το μεγαλείο, η θέρμη και το κέφι του παρελθόντος, η ευθυμία και η χαρά της ζωής του τότε, συντρίβονταν κάτω από τις συνθήκες της παρούσας κατάστασής του. Οδήγησε τη σκέψη του κάπου αλλού και έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος ήρθε ξανά στο μυαλό του η κοκκινομάλλα του βρεφικού του περιστατικού. Την είδε να σκύβει από πάνω του και να φυσάει μέσα στο στόμα του σαν να του έδινε πνοή.
«Πώς σώθηκα ρε μάνα;»
«Δεν ξέρω παιδί μου. Ούτε οι γιατροί δεν μπόρεσαν να μας πουν. Έτσι ξαφνικά, πήρες τα πάνω σου».
Είδε την κοκκινομάλλα να σκύβει και να του ψιθυρίζει στο αφτί.
«Η πνοή που έχεις είναι η δική μου πνοή».
Άκουγε πολλές φορές μέσα στο μυαλό του αυτή την ατάκα, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή της. Δεν έδινε σημασία και μετά την ξεχνούσε.
Τώρα ήταν η πρώτη φορά που εντόπισε την πηγή. Αλλά δεν ήταν μόνο η ατάκα. Ήταν και η περίεργη μελωδία που του σιγοτραγουδούσε. Το νανούρισμα που του έλεγε και που δεν το θυμήθηκε ποτέ του όλα αυτά τα χρόνια. Απόψε όμως, κάτω από τα αστέρια, το νανούρισμα απέκτησε στίχο και μελωδία κι ήταν το ίδιο με αυτό που η Κύρα είχε τραγουδήσει στο συμπόσιο του Φανγκ.
Ύπνο γλυκό κι ύπνο ελαφρύ
μωρό μου εσύ κοιμήσου.
Να κλείσεις τα ματάκια σου
ευτυχισμένο να 'σαι.
Καλότυχο το πλάγιασμα
και το ξημέρωμά σου,
Και τραγουδώντας σου αυτά,
σε γλυκονανουρίζω.
Κοιμάσαι τώρα εσύ μωρό
ύπνος γλυκός σε πήρε.
Ανατρίχιασε. Η αδυναμία να αφήνει κανείς να τον βυθίζουν οι σκέψεις του είναι ανθρώπινη και ο Ορφέας ένιωθε εξουθενωμένος. Δεν μπορούσε όμως να ανοίξει ούτε τα μάτια του, και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε και το σώμα του. Πολλές φορές είχε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, αλλά πάντοτε κατάφερνε να κουνήσει έστω το σώμα του. Και όσες φορές βρίσκονταν κοντά στον θάνατο, πάντα κατάφερνε να γλιτώνει.
«Είχες την κοκκινομάλλα κοντά».
«Ναι, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε».
«Το τραγούδι σου έλειπε. Το νανούρισμα. Μέχρι που μεγάλωσες και δεν το χρειαζόσουν πια, οπότε το έδιωξες από το μυαλό σου».
«Κι απόψε; Τι συνέβη απόψε και ήρθε στη σκέψη μου;»
«Απόψε ένιωσες μικρός κάτω από τον τεράστιο ουρανό. Ένιωσες βρέφος».
Κατάφερε τελικά να ανοίξει τα μάτια του, αλλά τον θάμπωσε το φως των αστεριών στον καθαρό ουρανό. Δεν είχε τίποτα άλλο πάνω του και γύρω του παρά μόνο τα αστέρια που τον έλουζαν με το φως τους.

Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου που χτυπούσε και είδε τον εαυτό του να βγαίνει από το μπάνιο, να τρέχει να το σηκώσει και να πέφτει στο δάπεδο. Η κιθάρα έπεσε μαζί του και ο υπόκωφος ήχος της σκέπασε τα πάντα και πήρε μορφή και σχήμα ακαθόριστο, σκοτεινό και σκέπασε την πεδιάδα και τον ουρανό και το φεγγάρι και τα αστέρια και, τώρα, ετοιμαζόταν να σκεπάσει και τον ίδιο.
Ένιωθε να βουλιάζει μέσα στα μαύρα νερά της Χάρυβδης. Θα τρελαινόταν και έπρεπε να το σταματήσει τώρα! Πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο και ούρλιαξε με όλη του την ψυχή βγάζοντας μία μανιασμένη κραυγή που, όταν τελείωσε, τον άφησε χωρίς ανάσα. Αμέσως όμως πήρε μια βαθιά αναπνοή και ένιωσε πάλι τη μυρωδιά της νύχτας, καθώς το φεγγάρι και τα αστέρια τον έντυσαν ξανά με το φως τους. Η ψυχή του επέστρεψε ξανά στις σωματικές του κοιλότητες και ο Ορφέας έμεινε εκεί όλη την υπόλοιπη νύχτα χαζεύοντας την πεδιάδα και ακούγοντας τη σιωπή με θαυμασμό.
«Ευλογία!»
Ένας απαλός ήχος του απέσπασε την προσοχή. Δεν έδωσε σημασία, αλλά αμέσως ο ήχος επαναλήφθηκε και τον ένιωσε πολύ κοντά του. Έσκυψε αθόρυβα και ακούμπησε το πρόσωπό του όσο μπορούσε πιο κοντά στο σημείο όπου νόμισε ότι άκουσε τον ανεπαίσθητο αυτόν ήχο και διέκρινε ένα πολύ μικρό σκαθάρι να σπρώχνει ένα μικροσκοπικό μόριο χώματος στην κορυφή μιας λακκούβας που είχε σκάψει και που προφανώς του πήρε μια ολόκληρη ζωή για να το καταφέρει.
Παρακολουθώντας το σκαθάρι αυτό, ένιωσε σαν ένα άλλο μόριο χώματος μέσα στο αχανές και απέραντο σύμπαν και αυτός, ο Σίσυφος του μικρόκοσμου, του επιβεβαίωνε ότι είναι το καλύτερο παράδειγμα της επιμονής και του πείσματος για ζωή.
«Δεν μπορεί να είναι αλλιώς, γιατί όλα τα όντα είναι εξίσου εξελιγμένα και οτιδήποτε υπάρχει είναι μέρος ενός ολόκληρου συστήματος. Είναι πολύ πιθανό ένα άλλο ον, πολύ πιο μεγάλο από εμένα, να με βλέπει τώρα σαν ένα άλλο μικρό σκαθάρι. Ένα μόριο στο σύμπαν είμαι κι εγώ όπως και το σκαθάρι, και η ύπαρξή μας βασίζεται στην υγεία του όλου. Δεν γίνεται να βλάψει κάποιος το σύνολο χωρίς να βλάψει τον εαυτό του. Τι είναι στο κάτω κάτω ο άνθρωπος χωρίς τα ζώα; Αν τυχόν εξαφανιστούν όλα τα ζώα, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μία μεγάλη πνευματική ερημιά. Γιατί αυτό που θα συμβεί στα ζώα, σε λίγο θα συμβεί και στον άνθρωπο. Όλα τα πράγματα είναι αλληλένδετα. Δεν ύφανε ο άνθρωπος το νήμα της ζωής. Ο άνθρωπος είναι μόνο μια κλωστή κι αν κάνει κάτι στο νήμα θα είναι σαν να το κάνει στον ίδιο του τον εαυτό.

Κοίταξε άλλη μια φορά το σκαθάρι και άλλη μια τον ξάστερο ουρανό και θυμήθηκε ένα παραμύθι που το ήξερε από παιδί. Έκλεισε τα μάτια και το έφερε στο μυαλό του:
Κάποτε οι άνθρωποι είχαν μόνο τέσσερα φώτα για να φωτίζουν και να ζεσταίνουν τη Γη. Τα φώτα όμως αυτά ήταν μακριά, όχι μόνο από τη Γη αλλά και μεταξύ τους, και δεν μπορούσαν να τη ζεστάνουν.
Ο αέρας είχε πάντοτε την ίδια θερμοκρασία, και παρόλο που υπήρχε εναλλαγή μεταξύ ημέρας και νύχτας δεν συνέβαιναν εποχιακές αλλαγές. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έκαναν παράπονα στον Θεό ότι η ημέρα δεν κρατάει πολύ και θέλανε περισσότερο φως. Τότε ο Θεός έστειλε το φωτεινό Σκαθάρι να πηγαινοέρχεται από ανατολή σε δύση και την Πυγολαμπίδα από βορρά σε νότο. Για αρκετό καιρό το πλάνο αυτό λειτουργούσε καλά, αλλά και πάλι οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν ότι τα φώτα ήταν πολύ μικρά και τρεμόσβηναν. Έτσι ο Θεός, αφού συμβουλεύτηκε το συμβούλιο των σοφών, είπε στους βοηθούς του να του φέρουν μια μεγάλη επίπεδη πλάκα από το σκληρότερο και πιο ανθεκτικό πέτρωμα που θα μπορούσαν να βρουν. Αφού λοιπόν οι βοηθοί του επισκέφτηκαν όλα τα βουνά, επέστρεψαν με ένα μεγάλο κομμάτι χαλαζία, που είχε διπλάσιο μήκος απ' όσο πλάτος, και όταν τον τοποθέτησαν μπροστά στον Θεό, αυτός αποφάσισε ότι ήταν αρκετά μεγάλος για να φτιάξει δυο τροχούς με το ίδιο μέγεθος. Ήθελε να φτιάξει τέσσερις, αλλά η πέτρα που του έφεραν έφτανε μόνο για δύο και έτσι χάραξε δύο μεγάλους κύκλους πάνω στην πλάκα και όλοι άρχισαν να δουλεύουν με πέτρινα σφυριά και πυρόλιθους, κόβοντας τους δυο όμοιους τροχούς μέχρι που τελικά οι δυο κυκλικοί επίπεδοι δίσκοι ετοιμάστηκαν για τον σκοπό τους. Στον πρώτο έβαλαν μια μάσκα με χρώμα μπλε για να παράγει φως και ζέστη και κατόπιν κρέμασαν κόκκινα κοράλλια γύρω από τους άξονες. Ένα κέρατο κρεμάστηκε σε κάθε του πλευρά για να προσφέρει την αστραπή και τη βροχή και δέθηκαν επάνω του φτερά από αετούς και άλλα πουλιά για να τον μεταφέρουν στον ουρανό και να διασκορπίσει τις ακτίνες του φωτός στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Αφού λοιπόν ο Θεός και οι βοηθοί του έστειλαν τον πρώτο δίσκο στον ουρανό, επέστρεψαν για να διακοσμήσουν και τον δεύτερο πέτρινο δίσκο, που είχε το ίδιο μέγεθος με τον πρώτο. Αυτή τη φορά όμως δεν χρειάζονταν η πέτρα να δίνει ζέστη και φως, αλλά έπρεπε να φέρνει κρύο και υγρασία. Έτσι στόλισαν τη μάσκα της δεύτερης πέτρας με λευκά όστρακα, έβαλαν μια ταινία από κίτρινη γύρη και έφτιαξαν έναν άξονα από κόκκινο κοράλλι. Έδεσαν επάνω του φτερά από κίσσα, γεράκι της νύχτας και πελαργό για να αντέχει το βάρος του και στα κέρατά του υπήρχε ο κεραυνός και οι αύρες. Έστειλαν λοιπόν και αυτόν τον δίσκο στον ουρανό και ο Θεός σκέφτηκε ότι τώρα θα έπρεπε να είναι όλοι ικανοποιημένοι.
Οι άνθρωποι όμως, διαμαρτυρήθηκαν ξανά. Είπαν ότι αν ο Ήλιος μένει συνέχεια στο ίδιο μέρος, θα είναι μόνιμα καλοκαίρι στην περιοχή εκείνη και παντοτινός χειμώνας στην άλλη. Ο Ήλιος και η Σελήνη –είπαν– πρέπει να κινούνται στον ουρανό. Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Ο Ήλιος ήταν μόνο πέτρα και καθόλου πνεύμα. Πώς να κινηθεί; Το ίδιο και η Σελήνη. Τότε πλησίασαν δύο γέροι σοφοί, έδωσαν το πνεύμα τους στον Ήλιο και στη Σελήνη και αμέσως οι δυο δίσκοι έδειξαν σημεία ζωής και άρχισαν να κινούνται, αλλά δεν ήξεραν προς ποια κατεύθυνση να πάνε. Τότε ο Θεός τους έδωσε να δέσουν στην ουρά τους από δώδεκα φτερά αετού που θα τους έδειχναν τον δρόμο.
Ο Ήλιος ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε το ταξίδι στον ουρανό ενώ η Σελήνη περίμενε όλη την ημέρα, μέχρι που ο Ήλιος ολοκλήρωσε τη δική του πορεία και έδωσε τη θέση του στη Σελήνη. Στην κουβέρτα όμως που είχαν φτιάξει τους δύο δίσκους, είχαν μείνει πάρα πολλά κομματάκια πέτρας κάθε μεγέθους και σχήματος, μαζί με τη σκόνη που δημιουργήθηκε και ο Θεός αποφάσισε να δώσει πιο πολλά φώτα στον ουρανό και έτσι οι βοηθοί του πήραν ξανά τα σφυριά και τα εργαλεία τους για να δώσουν σχήμα στα άστρα που θα έλαμπαν μόνο τη νύχτα. Όταν όλα τα αστέρια ήταν έτοιμα να πάρουν τη θέση τους στον ουρανό, τότε ο Θεός δημιούργησε ένα σχέδιο του ουρανού πάνω στο χώμα και έδωσε εντολή στους βοηθούς του να πάρει ο καθένας από μία μεγάλη σκάλα και να τοποθετήσουν τα αστέρια στον ουρανό σύμφωνα με το σχέδιο που είχε φτιάξει. Ύστερα πήρε την κουβέρτα, την τίναξε και η σκόνη που είχε μείνει επάνω της ανέβηκε στον ουρανό και δημιούργησε τον γαλαξία...

«Τώρα οι νόμοι, που θα χρειαστούν οι άνθρωποι, έχουν αποτυπωθεί στον ουρανό και όλοι μπορούν να τους δουν. Ένας άνθρωπος από κάθε γενιά πρέπει να μαθαίνει αυτούς τους νόμους ώστε να τους εξηγεί και στους υπόλοιπους και όταν αυτός γεράσει, πρέπει να μεταφέρει τη γνώση αυτή σε έναν νεότερο που θα είναι ο επόμενος δάσκαλος. Οι εντολές που είναι γραμμένες στα άστρα πρέπει να είναι σεβαστές παντοτινά».

Η φωνή διέκοψε τον ειρμό του και τον ξάφνιασε αλλά ανοίγοντας τα μάτια του, αντίκρισε την Κύρα. Στεκόταν απέναντί του και έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Έδειχνε καλύτερα και στο πρόσωπό της είχε την πιο γλυκιά έκφραση που είχε δει ποτέ του. Και τότε, όλα τα αστέρια που, με τόσο κόπο, είχαν ανεβάσει στον ουρανό οι βοηθοί του Θεού, ήρθαν και φώλιασαν μέσα στα μάτια της.
«Ποια είναι η Θεά που βλέπω μπροστά μου;»
«Δεν φοβάσαι μήπως με δει ο Δίας και με ερωτευτεί;»
«Θα τον καρφώσω στην Ήρα και μετά δεν θα ξέρει πού να πάει να κρυφτεί».
Άνοιξε την αγκαλιά του και εκείνη τρύπωσε μέσα λες και ανήκε πάντα εκεί.
«Σαν να έχεις λίγο πυρετό νομίζω».
«Το ξέρω αγάπη μου, αλλά δεν με νοιάζει. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είμαι κοντά σου. Τι έκανες εδώ στη ερημιά μόνος;»
«Ήθελα να χαλαρώσω λίγο. Σκεφτόμουνα διάφορα. Πώς με βρήκες;»
«Σε άκουσα».
«Με άκουσες;»
«Ναι. Η πραγματική επαφή και η επικοινωνία είναι καθαρά εσωτερική και δεν χρειάζεται τίποτα εξωτερικό για να την απολαμβάνουμε, να τη συνειδητοποιούμε και να την αισθανόμαστε αφού τη ζούμε τώρα. Δεν περιμένουμε να τη ζήσουμε στο μέλλον, ούτε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τη ζούμε τώρα. Η πραγματική επαφή και επικοινωνία είναι βουβή, αλλά φωνάζει. Κι αυτό που φωνάζει είναι η ενότητα της. Είμαστε ήδη ενωμένοι, Ορφέα».
«Είναι εντυπωσιακό».
«Δεν το συνήθισες ακόμα;»
«Το συνήθισα. Δεν παύει όμως να είναι εντυπωσιακό».
«Η πραγματική επικοινωνία στερείται λόγων σε ανθρώπινο επίπεδο. Τα λόγια χρειάζονται μόνο όταν η επαφή δεν μπορεί να συνειδητοποιηθεί. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, τα λόγια χρειάζονται για την περιγραφή εσωτερικών ας πούμε βιωμάτων ή για μοίρασμα, μέσα από την ανάγκη που νιώθει κανείς να φωνάξει κάτι για εκτόνωση. Να φωνάξει κάτι που, αν δεν το πει, θα τον πνίξει».
«Σαν κι αυτό που θέλω να φωνάξω τώρα εγώ;»
«Ακριβώς».
«Το ξέρεις, ε;»
«Το ξέρω γιατί θέλω να το φωνάξω κι εγώ».
«Θέλεις να το φωνάξουμε μαζί;»
«Κάτσε να πάρω μια βαθιά αναπνοή».
«Έτοιμη;»
«Έτοιμη».
«Πάμε;»
«Πάμε».
«Σ' αγαπωωώ…»


Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Μπιλικά Κ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συμπαντικές διαδρομές (2016)
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Βάσως Γεωργιάδου [έργο από την ατομική της έκθεση «Τα όνειρα που σου έδωσαν φτερά»]