Anna May Wong: Η πρώτη Κινεζοαμερικανίδα star του Hollywood
Η Anna May Wong ήταν η Forrest Gump του Hollywood. Γεννημένη στο κέντρο του Los Angeles, το 1905, πριν η πόλη μεταμορφωθεί σε παγκόσμιο κέντρο κινηματογράφου, υπήρξε μέρος μερικών από τις πιο καθοριστικές στιγμές της βιομηχανίας. Έγινε σταρ του βωβού κινηματογράφου προτού ο κώδικας του Hays (Hays Code)* απαγορεύσει στους έγχρωμους ηθοποιούς να υποδύονται ρομαντικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους δίπλα σε λευκούς ηθοποιούς. Υιοθέτησε την κουλτούρα των flappers με ενθουσιασμό, επηρεάζοντας τη μόδα με κινεζικές πινελιές και το 1922 πρωταγωνίστησε στην πρώτη μεγάλη έγχρωμη ταινία.
Απογοητευμένη από τους περιοριστικούς ρόλους που της πρόσφερε το Hollywood, μετακόμισε στην Ευρώπη, όπου οι ανερχόμενοι σκηνοθέτες του γερμανικού κινηματογράφου γοητεύτηκαν από την παρουσία της στην οθόνη και δημιούργησαν ταινίες γύρω από αυτήν. Δεκαετίες αργότερα, υπερασπίστηκε την ιδέα ότι οι Ασιάτες ηθοποιοί θα έπρεπε να παίζουν ασιατικούς ρόλους αντί να χρησιμοποιούνται λευκοί ηθοποιοί με κίτρινο μέικ-απ (yellowface). Στη δεκαετία του 1950, μεταπήδησε στην τηλεόραση, γινόμενη η πρώτη Αμερικανοασιάτισσα που ηγήθηκε τηλεοπτικής σειράς. Λίγο πριν τον θάνατό της, το 1961, επρόκειτο να συμμετάσχει στην πρώτη ταινία του Hollywood με cast αποκλειστικά ασιατικό.
Ωστόσο, οι επιτυχίες της ήρθαν – όχι χάρη στο Hollywood. Ως Αμερικανοασιάτισσα περιοριζόταν σε στερεοτυπικούς χαρακτήρες, αλλά έπρεπε να ισορροπήσει στην αντίφαση του να είναι στην εμφάνιση «υπερβολικά Ασιάτισσα», αλλά «όχι αρκετά Ασιάτισσα» στη φωνή. Ως πέμπτης γενιάς Αμερικανίδα και γηγενής Καλιφορνέζα, η προφορά της δεν διέφερε από εκείνη των άλλων flappers του Los Angeles, κάτι που ενοχλούσε τους κριτικούς που περίμεναν μια πιο «εξωτική» χροιά.
Από παιδί, η Wong ήθελε να παίζει σε ταινίες. Βλέποντας κινηματογραφικά συνεργεία να ξεφυτρώνουν στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη πόλη της, ήξερε πως ανήκε εκεί. Και μόλις απέκτησε τους πρώτους της ρόλους ως κομπάρσος, έγινε αμέσως ξεκάθαρο ότι είχε δίκιο: η κάμερα την αγαπούσε.
Η κινηματογραφική γοητεία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Δεν είναι η ομορφιά (αν και η ομορφιά βοηθά) ούτε η καλή υποκριτική (αυτά τα δύο συνδυάζονται). Η Marylin Monroe την είχε, ο Marlon Brando την είχε και η Anna May Wong την είχε σε αφθονία. Με τα κατάμαυρα μαλλιά της και τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της, είχε μια εντυπωσιακή παρουσία στην οθόνη, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Είχε τον ακαθόριστο παράγοντα «it» που κάνει έναν ηθοποιό ακαταμάχητο στον φακό – και γι' αυτό, σε μια εποχή που το Hollywood απεχθανόταν τη διαφορετικότητα, εκείνη έγινε star.
Η πορεία προς τη δόξα και οι απογοητεύσεις
Η Wong έκανε το μεγάλο της άλμα το 1922, όταν πρωταγωνίστησε στο The Toll of the Sea, τη δεύτερη ταινία που παρήγαγε η Technicolor και την πρώτη που έφτασε στο ευρύ κοινό. Οι κριτικοί εκθείασαν την ερμηνεία της ως της προδομένης ερωμένης ενός λευκού άνδρα, λέγοντας πως «κουβάλησε την ταινία στην πλάτη της» και πως επέδειξε «πραγματική αυτοσυγκράτηση και λεπτότητα, κάτι που μόνο μια αληθινή καλλιτέχνης μπορεί να πετύχει». Ένας κριτικός δήλωσε ενθουσιασμένος πως «θα έπρεπε να τη βλέπουμε ξανά και ξανά στη μεγάλη οθόνη».
Ο Douglas Fairbanks, ο επονομαζόμενος «King of Hollywood», συμφώνησε. Την επέλεξε για το The Thief of Bagdad, όπου αν και υποδυόταν μια δολοπλόκο σκλάβα, έγινε αδιαμφισβήτητα star. Παρά τη δημοτικότητά της, όμως, τα studios αρνούνταν να της δώσουν ρόλους που δεν αναπαρήγαγαν ασιατικά στερεότυπα. Αφού πέρασε τη δεκαετία του 1920 στην Ευρώπη, επέστρεψε στις ΗΠΑ και πέτυχε στο Shanghai Express του Josef von Sternberg δίπλα στην Marlene Dietrich.
Ωστόσο, μια τεράστια απογοήτευση την οδήγησε ξανά μακριά από το Hollywood. Το επιτυχημένο μυθιστόρημα The Good Earth, που αφορούσε μια οικογένεια στην αγροτική Κίνα, έμελλε να γίνει ταινία. Ήταν η τέλεια ευκαιρία για την μοναδική Κινεζοαμερικανίδα star να λάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όμως, το studio έδωσε τον ρόλο στην Luise Rainer, μία λευκή ηθοποιό με κίτρινο μέικ-απ (yellowface).
Συντετριμμένη, η Wong ταξίδεψε στην Κίνα για πρώτη φορά, κινηματογραφώντας το 10μηνο ταξίδι της. Εκεί, οι θαυμαστές της, την υποδέχθηκαν με αγάπη, αλλά και με οργισμένες διαμαρτυρίες για τους στερεοτυπικούς ρόλους που της ανέθεταν στην Αμερική. Επιστρέφοντας, έκανε μια νέα συμφωνία με την Paramount και πρωταγωνίστησε σε Β-movies, όπου είχε τη δυνατότητα να παίζει πιο ολοκληρωμένους ρόλους, όπως στο Daughter of Shanghai (1937), όπου υποδύθηκε μια δυναμική ηρωίδα.
Στη δεκαετία του 1950, πρωταγωνίστησε στη δική της τηλεοπτική σειρά, The Gallery of Madame Liu-Tsong, όπου έλυνε εγκλήματα τέχνης σε όλο τον κόσμο. Η υγεία της όμως επιδεινώθηκε λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και το 1961, λίγο πριν τη μεγάλη της επιστροφή στη μεγάλη οθόνη, έφυγε από τη ζωή.
Η κληρονομιά της Wong
Σήμερα, πάνω από έναν αιώνα μετά τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, οι ταινίες με Ασιάτες και Αμερικανοασιάτες πρωταγωνιστές παραμένουν σπάνιες. Όμως, όταν εμφανίζονται ταινίες όπως το Everything Everywhere All at Once και το Past Lives, αξίζει να θυμόμαστε την Anna May Wong – την πρωτοπόρο που άνοιξε τον δρόμο, ακόμα κι αν ελάχιστοι ήταν εκεί για να το αναγνωρίσουν τότε.
Της Lilly Hardman
Μετάφραση: Γιώργος Μπιλικάς
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Credits φωτογραφίας της Anna May Wong © Nickolas Muray Photo Archives
* Ο κώδικας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών (Motion Picture Production Code) ήταν ένα σύνολο βιομηχανικών κατευθυντήριων γραμμών για την αυτολογοκρισία του περιεχομένου στις ταινίες, που εφαρμόστηκε στις περισσότερες κινηματογραφικές παραγωγές των μεγάλων studios στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1934 έως το 1968. Είναι ευρύτερα γνωστός ως κώδικας Hays (Hays Code), από τον Will H. Hays, πρόεδρο της Ένωσης Παραγωγών και Διανομέων Κινηματογράφου της Αμερικής (Motion Picture Producers and Distributors of America - MPPDA) από το 1922 έως το 1945. Υπό την ηγεσία του Hays, η MPPDA –η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ένωση Κινηματογραφικών Ταινιών της Αμερικής (MPAA) και στη συνέχεια σε Ένωση Κινηματογραφικών Ταινιών (MPA)– υιοθέτησε τον Hays Code το 1930 και άρχισε να τον επιβάλλει αυστηρά το 1934. Ο Hays Code καθόριζε το αποδεκτό και το μη αποδεκτό περιεχόμενο στις ταινίες που προορίζονταν για το κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1934 έως το 1954, η εφαρμογή του Hays Code συνδέθηκε στενά με τον Joseph Breen, ο οποίος διορίστηκε από τον Hays ως διαχειριστής υπεύθυνος για την τήρησή του στο Hollywood. Η κινηματογραφική βιομηχανία ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές του Hays Code μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, αλλά η επιρροή του άρχισε να εξασθενεί λόγω του συνδυασμού παραγόντων, όπως η άνοδος της τηλεόρασης, η επιρροή ξένων ταινιών, η δράση σκηνοθετών (όπως ο Otto Preminger), που δοκίμαζαν τα όρια, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Το 1968, μετά από αρκετά χρόνια επιβολής, ο Hays Code αντικαταστάθηκε από το σύστημα ταξινόμησης ταινιών της MPAA, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.