Είδα τον Καθρέφτη της Σαμ Χόλκροφτ στο Space Baby, αφού παρευρέθηκα στην επίσημη της παράστασης, και απόλαυσα το απίστευτο αυτό έργο που «μιλάει» πολλαπλά αφού, πέρα από τους συμβολισμούς και το κοινωνικό του μήνυμα, πέρα από τον σχολιασμό του και τον ανθρώπινο παράγοντα, πέρα από τους ξεκάθαρους, ανάγλυφους χαρακτήρες που διαθέτει, το έργο αυτό διαθέτει και πλοκή με συνεχείς εξελίξεις και ανατροπές.
Λίγοι συγγραφείς έχουν καταφέρει να μιλήσουν αλληγορικά ή παραβολικά για ένα θέμα μέσα από μια κοινωνική ιστορία, χωρίς να μειώσουν την πλοκή τους, χωρίς να υποπέσουν σε αφηγηματικές ευκολίες, χωρίς να χρησιμοποιήσουν κλισέ, στερεότυπα ή πρότυπα από άλλα έργα και χωρίς να οδηγηθούν σε μία παιδική ή εφηβική παράσταση. Όλα αυτά μαζί ισχύουν στο έργο της Χόλκροφτ συν μια θεματική που αγγίζει άπαντες (σε σχέση με την καταχρηστική εξουσία και την τυραννία) αλλά ακόμα περισσότερο τους λάτρεις της τέχνης και δη της δραματικής (ένεκα της κριτικής που ασκεί στο θέατρο αλλά και επειδή ανιχνεύει τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης).
Στην υπόθεση έχουμε μια ομάδα καλλιτεχνών που ανεβάζει ένα απαγορευμένο έργο αφού το υπουργείο δεν του παρέχει τη σχετική άδεια στο πλαίσιο του απολυταρχισμού και της λογοκρισίας μιας κυβέρνησης που δεν προσδιορίζεται (ούτε ο χρόνος προσδιορίζεται, ούτε ο τόπος). Η απλή αυτή συνθήκη, σταδιακά και όσο προχωρά η αφήγηση, μετατρέπεται σε μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία για τον θεατή.
Καταρχάς, το έργο είναι διαδραστικό (με τον τρόπο του) συμπεριλαμβάνοντας τους θεατές στη δράση (εξάλλου οι θεατές είναι αυτονόητοι σε μια τέτοια υπόθεση) και παράλληλα, τους κάνει συνένοχους μιας παρανομίας που θα έχει έναν αντίκτυπο (ή τίμημα) για τον θίασο, άρα και για τους ίδιους. Ουσιαστικά όμως, φέρνει το κοινό μέσα στην υπόθεση, δημιουργεί ταύτιση και συνεκδοχικά συμπάθεια για τους χαρακτήρες.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αργότερα θα καταλάβουμε πως οι χαρακτήρες του έργου δεν είναι φανταστικοί, ούτε οι καταστάσεις που βιώνουν. Θα δούμε πως σε αυτό το έργο (στο έργο της υπόθεσης) δεν υπάρχει μυθοπλασία και φυσικά, όπως σε όλα τα αληθινά γεγονότα, ο αντίκτυπος για το κοινό είναι μεγαλύτερος. Οπότε, η Χόλκροφτ καταφέρνει, μέσω μιας μυθοπλασίας, να δημιουργήσει προσομοίωση πραγματικότητας που, με τη σειρά της, μεγιστοποιεί τις εντυπώσεις. Κι αυτό δεν θα είχε τόση σημασία αν δεν ήταν τα συγκεκριμένα ζητήματα που θίγονται στο κείμενο και περισσότερο το θέμα περί ορίων ζωής και τέχνης.
Είναι ένα ζήτημα που μας έχει απασχολήσει πολλάκις διαχρονικά και στο μέγιστο βαθμό σε ό,τι αφορά στο θέατρο, αφού από τη μια λέμε πως η τέχνη του θεάτρου βασίζεται στην αλήθεια ενώ από την άλλη χειροκροτάμε ιλουστρασιόν εκδοχές της ζωής – ζωών που θα θέλαμε να υπάρχουν (ίσως για να έχουμε την ευκαιρία να τις ζήσουμε) αλλά ξέρουμε μέσα μας πόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Το έργο της Χόλκροφτ δίνει μια σφαλιάρα σε όλους εκείνους τους, υπεραγαπημένους μεν, καλοβαλμένους και λουστραρισμένους ήρωες δε και σε κάθε αυταπάτη τους. Θα έλεγα ότι πρόκειται για δείγμα ρεαλισμού ή και νεορεαλισμού ακόμα, καθώς τα πρόσωπα είναι αρκετά τσακαλωμένα και ταλαιπωρημένα από το καθεστώς. Επίσης, η συγγραφέας προτάσσει –ανάμεσα στις αράδες– και το ερώτημα τι τελικά θέλουμε: έναν πλασματικό κόσμο ώστε να ταξιδέψουμε νοητά με το ιδανικό κι άπιαστο, το ωραίο και πολυπόθητο ή μία αντανάκλαση της πραγματικότητας με όλη τη βία και βρομιά που την χαρακτηρίζει; Έχουμε ανάγκη την αυταπάτη ή μήπως υπάρχει μεγαλύτερη χρεία ν' αντικρίσουμε την αλήθεια;
Βέβαια, το έργο σχολιάζει και κάθε τυραννική μορφή εξουσίας, κάθε περιορισμό του ανθρώπου σε ατομικό, συλλογικό, καλλιτεχνικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο όπως και τη βιομηχανία του θεάματος (πώς λειτουργεί, πώς σκέφτεται...) κι εντέλει, σε αφήνει προβληματισμένο και πλουσιότερο.
Όλοι οι συντελεστές στάθηκαν επάξια στο ύψος των προκλήσεων και εν κατακλείδι, κερδήθηκε το στοίχημα.