Η Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένα είδος «πνευματικής» αυτοβιογραφίας, μια αναφορά σχετικά με τους στόχους και τις προσπάθειες του συγγραφέα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Συνομιλεί με την Ελένη του Ομήρου, με τον Αλέξη Ζορμπά, με τον παππού του, με τους γονείς του και κάνει έναν ιδιότυπο απολογισμό ζωής και σκέψης. Ο Τάκης Χρυσικάκος, λοιπόν, μετέτρεψε αυτό το δυνατό και υπέροχο κείμενο σε έναν μονόλογο γεμάτο συναισθήματα και ανατροπές, με ένα φινάλε που λυγίζει καρδιές.
«Ρίχνω στερνή ματιά, ποιον ν' αποχαιρετήσω;», αναρωτιέται ο Νίκος Καζαντζάκης, που απευθύνεται στον Ελ Γκρέκο, μιας και γεννήθηκαν στο ίδιο χώμα. «Μια ψυχή πληγιασμένη κι απροσκύνητη» ψάχνει για να της ξομολογηθεί. Απευθύνεται επομένως στον παππού του, αναλύει τον χαρακτήρα του, περιγράφει τη μορφή του και θυμάται την ευχή του: «Φτάσε όπου μπορείς!». Κι όταν του ζητάει «Μια ευχή πιο κρητική, παππού;», παίρνει την απόκριση «Φτάσε όπου δεν μπορείς», «Όπου αστοχήσεις, φύγε κι αν πετύχεις, γύρισε». Στη συνέχεια, ο Νίκος Καζαντζάκης μνημονεύει τους γονείς του, τον πατέρα του με τον οποίο ήταν εχθροί αλλά μετά τον θάνατό του τον αγάπησε και τη μάνα του, «μια άγια γυναίκα που επί πενήντα χρόνια κοιμόταν με το χνώτο του λιόντα» πλάι της. Μικρά και μεγάλα περιστατικά της καθημερινότητας του συγγραφέα από το Κάστρο (το Ηράκλειο), σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν ραδιόφωνα και τηλέφωνα και η ζωή κυλούσε αθόρυβα, ζωντανεύουν με μια εκπληκτική παραστατικότητα. Γέλιο και κλάμα, συγκίνηση και δέος ξεπηδούν διαδοχικά μέσα από τα λόγια του συγγραφέα και μέσα από τη δυνατή ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου. Η Ελένη του Ομήρου (ίσως έμμεση αναφορά στη δική του Ελένη), η πρώτη επαφή με το θέατρο αλλά και η πρώτη με τον θάνατο, με ένα γεγονός που τον τραυμάτισε ψυχικά, η Ελλάδα και η ευθύνη της («το φως στην Ελλάδα είναι άυλο πνεύμα», σε μια χώρα «γεωγραφικό και ψυχικό σταυροδρόμι του κόσμου»), ο Οδυσσέας με τον Νικηφόρο Φωκά και τον Χριστό («τρεις μορφές που αγωνίζονται μέσα μου»), το γράψιμο («με αυτό προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την αναξιότητά μου») και ο σκοπός του που είναι η λύτρωση, ο ψυχικός του οδηγός Αλέξης Ζορμπάς, που άφησε σημάδια στην ψυχή του, ένας άντρας με την «πρωτόγονη ματιά που δίνει παρθενιά στα αιώνια στοιχεία» και άλλα πολλά ζωντανεύουν πάνω στη σκηνή μέσα από μια δυνατή ερμηνεία γεμάτη ποικίλα εκφραστικά μέσα.
Ο Τάκης Χρυσικάκος μεταμορφώνεται από στιβαρό άντρα σε δειλό παιδί, κλαίει από αδυναμία, λύπη και οδύνη ή στήνεται στα πόδια του έτοιμος να αντιμετωπίσει το ριζικό του ή να περιγράψει την επόμενη σκηνή, αλλάζει φωνές όταν αφηγείται σκηνές με συνομιλητές του, καμπουριάζει όταν νιώθει το βάρος των όσων λέει, τεντώνεται όταν γεμίζει χρέος και ευθύνη απέναντι σε όσα περιγράφει. Με συνεχή έλεγχο πάνω στην εκφραστικότητα, στο συναίσθημα, στην κίνηση, στη στάση του σώματος, στην ένταση της φωνής, χωρίς υπερβολές και αναμενόμενες ευκολίες, ο Τάκης Χρυσικάκος μεταμορφώνεται υποκριτικά σε Νίκο Καζαντζάκη, στον λογοτέχνη που προσπαθεί να λυτρωθεί με το γράψιμο, όπως έγραψα πριν, και ταυτόχρονα στον άντρα που αγωνίζεται να βρει τα δικά του πατήματα μέσα από το παρελθόν της οικογένειάς του και μέσα από τις δύσκολες, μα και τρυφερές, στιγμές του παρόντος του. Κι όλο αυτό κλιμακώνεται σταδιακά από πράξη σε πράξη, γιγαντώνεται μπροστά στα μάτια μας χωρίς υπερβολές και ακρότητες κι από λόγο σε λόγο είναι λες και ψηλώνει ο ηθοποιός, με αποτέλεσμα όταν φτάνουμε στο τέλος, στη φράση «Ένας δρόμος οδηγεί στον Θεό, ο ανήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός» να πέφτει μια πρωτόφαντη σιγή στο κοινό, που παρακολουθεί τον καμπουριασμένο (μα ικανοποιημένο άραγε;) Τάκη Χρυσικάκο-Νίκο Καζαντζάκη να απομακρύνεται με αργό βήμα.
Η θεατρική προσαρμογή, η σκηνοθεσία και τα εικαστικά είναι του ίδιου του ηθοποιού που κατάφερε, με τη βοήθεια της Εμμανουέλας Αλεξίου, να στήσει ένα καζαντζακικό σύμπαν χωρίς να κουράζει και χωρίς να φλυαρεί. Πιστεύω ακράδαντα πως είναι μια παράσταση που μπορεί να την παρακολουθήσει ο οποιοσδήποτε, ακόμη κι αν είναι διαποτισμένη από το πνεύμα και τη φιλοσοφία του μεγάλου συγγραφέα. Ο Τάκης Χρυσικάκος μας συστήνει απλά και εύληπτα τον Νίκο Καζαντζάκη, χάρη στην επιλογή των κειμένων και την αξιοσημείωτη ερμηνεία του, έχοντας σημαντική βοήθεια από τη μουσική και τα τραγούδια που επέλεξε ο Χαΐνης Δημήτρης Αποστολάκης. Βρήκα επίσης ωραία την επιλογή των φωτογραφιών που εναλλάσσονταν στον τοίχο κατά τη διάρκεια των μουσικών τραγουδιών ανάμεσα στις πράξεις και είχαν σχέση με το θέμα που μόλις αναφέρθηκε και ταυτόχρονα σιγοτραγουδούσα κι εγώ με τον Ψαραντώνη, με τον Νίκο Ξυλούρη, με τους Χαΐνηδες τα ποικίλα τραγούδια που συντρόφευαν τις εντυπώσεις που μας γεννούσαν τα λόγια και η ερμηνεία. Θ' ανεβώ στον ουρανό, Είχα μια αγάπη μια φορά, Αγρίμια κι αγριμάκια μου και τόσα άλλα. Και πώς ταίριαξαν οι στίχοι του Ακροβάτη με τη ζωή του Χριστού, τι όμορφος και αναπάντεχος παραλληλισμός!
Η Αναφορά στον Γκρέκο είναι μια δυνατή και αξέχαστη ερμηνευτικά και σκηνοθετικά παράσταση, με έναν Τάκη Χρυσικάκο να δίνει τον καλύτερό του εαυτό και να παρουσιάζει έναν Νίκο Καζαντζάκη σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, άνθρωπο και ψυχή, σώμα και πνεύμα, με μια ερμηνεία γεμάτη ποικίλα εκφραστικά μέσα και μια επιλογή κειμένων που προκαλούν συγκίνηση και ζεστασιά στον θεατή. Ένα δυνατό διαχρονικό κείμενο, ένας υπέροχος και σκληρά δουλεμένος ρόλος, ένας σημαντικός ηθοποιός.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου