Γιώργου Μπιλικά
Είπα να κάνω μια βόλτα στον κήπο αυτή τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα και να περπατήσω στο γκαζόν, να δω τα λουλούδια και τα δέντρα, να ακούσω τα νερά που τρέχουν στα ρυάκια και τέλος πάντων, όλα αυτά τα πράγματα που μπορεί να χαρεί κανείς όταν αποφασίζει να βρεθεί σε έναν κήπο. Περπατούσα και σκεφτόμουνα διάφορα. Μου έκανε εντύπωση που δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω. Ερημιά. Παντού ερημιά. Τα τραυματισμένα λουλούδια κρέμονταν από τα δέντρα και καθώς περνούσα δίπλα από τα δροσερά και κρυστάλλινα νερά, κάποιος με άγγιξε στην πλάτη. Γύρισα να δω και ήταν ο φύλακας.
«Με συγχωρείτε», μου είπε, «αλλά δεν μπορείτε να συνεχίσετε τον περίπατό σας. Δεν υπάρχει κανείς εδώ και ο κηπουρός έχει φύγει».
Λένε ότι η προσευχή έχει τη δύναμη να βοηθήσει, αλλά κι αυτό τελικά δεν βοηθάει, γιατί όλοι στις προσευχές το ρίξανε. Έτσι γίνεται πάντα, γιατί το μυαλό του ανθρώπου κατοικείται από κακά πνεύματα. Όσο κι αν προσπαθείς ρε μάνα να αγαπάς τους άλλους, τα πράγματα δυστυχώς δεν πάνε καλά. Ωραία, εγώ τον αγαπάω τον άλλον. Αυτός όμως με αγαπάει; Αφού έτσι όπως με κοιτάζει είναι έτοιμος να με κατασπαράξει και να με συμπαθάς, αλλά δεν θα του γυρίσω και το άλλο μάγουλο, γιατί δεν έχω καμία διάθεση να γίνω μάρτυρας. Οι μάρτυρες πεθάνανε στις αρένες της Ρώμης και μας τελειώσανε.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος».
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα από αυτές τις σκέψεις και το στόμα μου ξεράθηκε. Ούτε να κοιμηθεί δεν μπορεί πλέον κανείς. Όπου σε βρει ο αντίπαλος θα σε πιάσει και χωρίς να λογαριάσει αν είσαι νέος, γέρος, γυναίκα, παιδί, βρέφος, θα σε σφάξει.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές».
Όλος ο κόσμος γέμισε κερδοσκόπους και –αφού η γη είναι στρογγυλή και γυρίζουν γύρω γύρω– τους βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας. Πώς να στοχαστεί το μυαλό; Υπάρχει χρόνος για κάτι τέτοιο;
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας».
Μας εξουσιάζουν και μας συντρίβουν στο όνομα της κερδοσκοπίας και κάθε στιγμή μας ραγίζουν... μας ραγίζουν... μας ραγίζουν! Και έρχεται ο άλλος και με σκοτώνει και λέει ότι εκδικείται τον θάνατο του πατέρα του και αύριο θα τον σκοτώσει το δικό μου παιδί που θα εκδικηθεί τον δικό μου θάνατο και πάει λέγοντας.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας. Κάποια μέρα όμως δεν θα πρέπει επιτέλους να χαρούμε;»
Όλοι είμαστε πιστοί και αγαπημένοι αρκεί να ανήκουμε στην ίδια ομάδα. Όμως το δυστύχημα παραμένει και δεν το βλέπουμε. Δεν υπάρχουν βωμοί σ' αυτόν τον μοναχικό και μακρύ δρόμο που τραβάμε.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας. Κάποια μέρα όμως δεν θα πρέπει επιτέλους να χαρούμε; Ή μήπως είναι το μυαλό μου που μου κάνει παιχνίδια;»
Έτσι που έχουμε καταντήσει δεν ξέρω αν είναι τουλάχιστον εφικτή η βοήθεια από τον ουρανό. Και δεν εννοώ σώνει και καλά θεϊκή βοήθεια, γιατί κι αυτός ακόμα ο θεός είναι ανύπαρκτος. Πού στο διάολο είναι; Και εάν –όπως λένε– υπάρχει, πώς επιτρέπει να γίνονται όλα αυτά που γίνονται και μάλιστα στον... κήπο του; Αλλά θα μου πεις ότι λείπει. Έτσι δεν είπε ο φύλακας; Ε μα τι να κάνει ο... κηπουρός; Έτσι που του καταντήσαμε τον κήπο του, τα παράτησε κι έφυγε.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας. Κάποια μέρα όμως δεν θα πρέπει επιτέλους να χαρούμε; Ή μήπως είναι το μυαλό μου που μου κάνει παιχνίδια; Εκτός και αν δεχτώ ότι το μουλάρι μου και το άλογό μου ήταν από πάντα άρρωστα και τυφλά».
Η ταλαιπωρία των ανθρώπων είναι ατέλειωτη. Κάθε γωνιά και κάθε σχισμή της γης έχει τα δάκρυά της. Κι όταν έγραψα παραπάνω για ουράνια βοήθεια, το έγραψα με την έννοια του φωτός, γιατί δεν μπορεί... κάπου θα υπάρχει ένα φως. Το νιώθω.
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας. Κάποια μέρα όμως δεν θα πρέπει επιτέλους να χαρούμε; Ή μήπως είναι το μυαλό μου που μου κάνει παιχνίδια; Εκτός και αν δεχτώ ότι το μουλάρι μου και το άλογό μου ήταν από πάντα άρρωστα και τυφλά. Τα μάτια μου είναι πάντως καθαρά και βλέπω καλά. Γιατί ο άνθρωπος καταστρέφει τον πλανήτη και αυτοκαταστρέφεται;»
Είπα να κάνω μια βόλτα στον κήπο αυτή τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα και να περπατήσω στο γκαζόν, να δω τα λουλούδια και τα δέντρα, να ακούσω τα νερά που τρέχουν στα ρυάκια και τέλος πάντων, όλα αυτά τα πράγματα που μπορεί να χαρεί κανείς όταν αποφασίζει να βρεθεί σε έναν κήπο. Περπατούσα και σκεφτόμουνα διάφορα. Μου έκανε εντύπωση που δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω. Ερημιά. Παντού ερημιά. Τα τραυματισμένα λουλούδια κρέμονταν από τα δέντρα και καθώς περνούσα δίπλα από τα δροσερά και κρυστάλλινα νερά, κάποιος με άγγιξε στην πλάτη. Γύρισα να δω και ήταν ο φύλακας.
«Με συγχωρείτε», μου είπε, «αλλά δεν μπορείτε να συνεχίσετε τον περίπατό σας. Δεν υπάρχει κανείς εδώ και ο κηπουρός έχει φύγει».
«Ε, μα μόνο έτσι εξηγείται αυτή η εγκατάλειψη».
«Είπατε κάτι;»
«Τι να πω για τη θλίψη του κόσμου; Όταν όμως ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι, όλοι θα προσεύχονται για έλεος με ασαφείς και μυστηριώδεις προσευχές, λες και πρόκειται για επιδημία πανούκλας. Κάποια μέρα όμως δεν θα πρέπει επιτέλους να χαρούμε; Ή μήπως είναι το μυαλό μου που μου κάνει παιχνίδια; Εκτός και αν δεχτώ ότι το μουλάρι μου και το άλογό μου ήταν από πάντα άρρωστα και τυφλά. Τα μάτια μου είναι πάντως καθαρά και βλέπω καλά. Γιατί ο άνθρωπος καταστρέφει τον πλανήτη και αυτοκαταστρέφεται; Γιατί ο ένας σκοτώνει τον άλλο; Μήπως πρόκειται για το τέλος του κόσμου;»
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η θλίψη του κόσμου περιλαμβάνεται στην ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Μπιλικά Blue Note.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Γεωργιάννας Νταλάρα [από την ατομική της έκθεση Art Saves the Planet]