Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Από τις στάχτες της Καντάνου * 4ος όροφος * Τα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης * Ιόντα θανάτου * Ο βυθός αλλιώς * Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν * Μ' ένα ζευγάρι σαγιονάρες * Το ταξίδι μιας στιγμής ** Διηγήματα: Backpack: Ιστορίες χίμαιρες * Πέτα μακριά, Πέπε ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Το ξενοδοχείο της αυτοπραγμάτωσης * λοιπόν, * Ναι, αρνούμαι * Η άλλη πλευρά *** Παιδικά: Από τη σοφίτα στα άστρα *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas

Το πέρασμα της Γκρόπας

Το πέρασμα της Γκρόπας

Ήταν 25 Ιανουαρίου του 1891, της χρονιάς με τη μεγάλη βαρυχειμωνιά, που σημάδεψε τα τέλη του 19ου αιώνα. Τα άφθονα χιόνια είχαν παρασύρει στην περιοχή του Ασπροπόταμου, στη Θεσσαλία, περισσότερα από 90 σπίτια, κάτω από τα ερείπια των οποίων βρήκαν οικτρό θάνατο είκοσι και πλέον άνθρωποι και εκατοντάδες αιγοπρόβατα και άλλα ζώα.
Σ' ένα καφενείο των Τρικάλων οι θαμώνες με τους ναργιλέδες, συνωστισμένοι γύρω από πύρινες εστίες, προσπαθούσαν να ζεσταθούν ενώ έξω χιόνιζε ασταμάτητα. Σε μια γωνιά, ένας μοναχικός θαμώνας καθόταν νωχελικά και, στηρίζοντας τον δεξιό αγκώνα του στο τραπέζι, παρατηρούσε έξω τις νιφάδες του χιονιού, που έπεφταν στριφογυρίζοντας κι αυτές νωχελικά, για να συναντήσουν το κατάλευκο χαλί, που σκέπαζε την πόλη των Τρικάλων.
Σκεφτόταν και λυπόταν, εκ του ασφαλούς, αυτούς που ήταν αναγκασμένοι να οδοιπορούν την ημέρα εκείνη και μάλιστα πάνω στα βουνά. Σε λίγο παρουσιάστηκε μπροστά του ο κλητήρας της Νομαρχίας και του είπε πως τον ήθελε ο κύριος νομάρχης. Ο νωχελικός θαμώνας του καφενείου ήταν ο γνωστός λογοτέχνης Χρήστος Χρηστοβασίλης, υπάλληλος τότε της Νομαρχίας Τρικάλων, που τον καλούσε ο νομάρχης για να του αναθέσει μια πραγματικά δύσκολη αποστολή.


Μια δύσκολη αποστολή

Στις 13 Ιανουαρίου 1891, στις βουλευτικές εκλογές, ο αντιπρόσωπος της Νομαρχίας με το εκλογικό υλικό δεν κατάφερε να φθάσει στην πρωτεύουσα του τότε Δήμου Κοθωνίων, στη Βιτσίστα, τη σημερινή Μεσοχώρα. Η σφοδρή κακοκαιρία με τις έντονες χιονοπτώσεις στάθηκε η αιτία να διακοπεί η συγκοινωνία με τα ορεινά χωριά της Πίνδου.
Και τώρα ο νομάρχης επέλεξε τον Χρηστοβασίλη, τον μόνο, όπως του είπε, πεζοπόρο από τους υπαλλήλους της Νομαρχίας, που οδοιπορούσε πολύ καλά, για να μεταφέρει αυτός το εκλογικό υλικό από τα Τρίκαλα στη Μεσοχώρα ως «διοικητικός αντιπρόσωπος του εκλογικού τμήματος του Δήμου Κοθωνίων».
Ο Χρηστοβασίλης έμεινε εμβρόντητος. «Δεν εφοβούμην», γράφει, «ούτε την πεζοπορίαν, ούτε τας καθ' οδόν στερήσεις και κακουχίας, όσον το ψύχος, τας αφθόνους χιόνας και το παντελώς διακεκομμένον της συγκοινωνίας. Δεν ήτο καθόλου παίξε γέλασε μετάβασις ανθρώπου από Τρικκάλων εις Βιτσίσταν τότε, αφού μάλιστα και το θέρος μεταβαίνων τις εκεί κινδυνεύει ένεκα της μη υπάρξεως οδών, αλλά μονοπατιών επί αποκρήμνων βράχων και κρημνών».
Αυτά τα μονοπάτια, χαραγμένα στους απόκρημνους βράχους και γκρεμούς, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Χρηστοβασίλης, φόβιζαν όλους τους οδοιπόρους. Πρόκειται για το τρομερό πέρασμα της Γκρόπας, που ήταν γνωστή ως το πιο δύσκολο πέρασμα ορεινού δρόμου στην Ελλάδα, το οποίο συνέδεε τους κατοίκους των ορεινών χωριών με τον θεσσαλικό κάμπο.


Η Γκρόπα

Η Γκρόπα είναι μια ορεινή θέση στα όρια των νομών Τρικάλων και Καρδίτσας, ανάμεσα στις κορυφές Αυγό, βόρεια, (υψόμετρο 2.146 μ.) και Καραβούλα, νότια, (υψόμετρο 1.862 μ.).
Βρίσκεται πάνω από μια τεράστια χαράδρα, που χωρίζει την Πίνδο από τα Άγραφα και στο βάθος της κυλά το ρέμα της Γκρόπας, μήκους 7 χιλιομέτρων, το οποίο σχηματίζεται από πολλά ρυάκια, καταρράκτες και πηγές, που τα νερά τους κατεβαίνουν από τα γύρω απόκρημνα βουνά και, αφού περάσουν από το φαράγγι της Παλαιοκαρυάς, χύνονται στον Πορταϊκό ποταμό.
Το ρέμα περιβάλλεται από πυκνό παρόχθιο δάσος, που αποτελείται από διάφορα δέντρα, ενώ ψηλότερα, κάτω από τον γεμάτο σάρες γκρεμό της Γκρόπας, απλώνεται ένα ημιορεινό λιβάδι. Στην περιοχή φύονται πολλά είδη λουλουδιών, όπως ο γάλανθος, ο κόκκινος κρίνος, η ίριδα, η σιληνή και άλλα. Στο ρέμα της Γκρόπας ζουν πολλά πουλιά των παρόχθιων δασών, με κορυφαίο τον νεροκότσυφα, που έχει την ικανότητα να κολυμπά, αναζητώντας την τροφή του σε ορεινά ρέματα, αλλά δυστυχώς ανήκει στα είδη της ορνιθοπανίδας που απειλούνται με εξαφάνιση.
Σήμερα, το ρέμα είναι από τους καταλληλότερους βιότοπους για την παρατήρηση αυτού του πανέμορφου πουλιού, καθώς εδώ οι νεροκότσυφες δεν φοβούνται την ανθρώπινη παρουσία. Ακόμη, στο ρέμα και στη γύρω περιοχή ζουν αμφίβια, ερπετά, πολλά θηλαστικά και ψάρια. Η Γκρόπα είναι ο τόπος όπου η ομορφιά σμίγει με την αγριάδα.
Το επικίνδυνο στενό μονοπάτι, χαραγμένο πάνω στον βράχο, προχωράει παράλληλα με τη ροή του ρέματος. Στην πορεία του υπήρχαν αρκετές σκάλες, δηλαδή πολύ στενά, απόκρημνα, βραχώδη τμήματα του μονοπατιού, που ακόμα διατηρούνται. Η πιο γνωστή από αυτές ήταν η Σκάλα του Σίμου. Το μονοπάτι ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο του οδικού δικτύου του νομού Τρικάλων, ο φόβος και ο τρόμος πολλών γενεών, που αναγκάζονταν να το διαβούν. Ιστορίες μιλούν για ανθρώπους που γκρεμίστηκαν στο διάβα τους και για άλλους, που πάγωσαν από το κρύο κάποια χειμωνιάτικη νύχτα προσπαθώντας να φθάσουν στον κάμπο.
Ο σύγχρονος δρόμος, που οδηγεί από την Πύλη στη Μεσοχώρα, είχε τη δική του επικινδυνότητα στην περιοχή της Γκρόπας, όπως μαρτυρούν άλλωστε τα τρία εικονοστάσια δίπλα στον δρόμο, στο χείλος του γκρεμού. Το πρόβλημα ξεπεράστηκε και η δυσκολία στην ορεινή διάβαση της Γκρόπας πέρασε στην Ιστορία με τη διάνοιξη μιας σήραγγας στο μικρό βουνό Σπανουλάκι.

Το πέρασμα της Γκρόπας

Η επίπονη οδοιπορία

Αλλά, ας επιστρέψουμε σ' εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα, στη συνάντηση του νομάρχη Τρικάλων με τον Χρηστοβασίλη, που παρακαλεί τον νομάρχη να αναθέσει σε άλλον τη μετάβαση στη Βιτσίστα, ως διοικητικού αντιπροσώπου για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Η παράκλησή του δεν έγινε δεκτή και ο νομάρχης τού ανακοίνωσε ότι έπρεπε να ξεκινήσει το πρωί της επόμενης μέρας, γιατί είχε να διανύσει τετραήμερη πεζοπορία και έπρεπε να φθάσει στον προορισμό του τρεις τέσσερις μέρες πριν από την 3η Φεβρουαρίου, ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, για να ενημερωθεί ο δήμαρχος και να καλέσει τους εκλογείς σε ψηφοφορία.
Περίλυπος ο Χρηστοβασίλης, που έπρεπε να υπερπηδήσει, όπως λέει, «δυσπρόσιτα όρη κεκαλυμμένα υπό χιόνων 7-10 μέτρων πάχους», σε μεγάλο υψόμετρο και με θερμοκρασία αρκετά κάτω του μηδενός, άρχισε να ετοιμάζεται γι' αυτό το επώδυνο ταξίδι, αμφισβητώντας ακόμη και την επιστροφή του.
Για τη μακριά και επίπονη οδοιπορία του θεωρούσε χρήσιμα, όπως γράφει «μίαν κάππαν καλήν, έν κολώβιον, έν ζεύγος μάλλινων χειροκτίων, έν ζεύγος περιποδίων εξ ερίου αιγός, έν ζεύγος τσαρουχίων και τέσσαρας φιάλας κονιάκ Καμπά εντός δύο στρατιωτικών υδριών».
Ξεκίνησε το Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 1891, από τα Τρίκαλα, στις 2 μ.μ., με μια άμαξα κι έναν χωροφύλακα για συνοδό, με προορισμό την Πόρτα ή Πόρτα - Παζάρ, τη σημερινή Πύλη, όπου έφθασε στις 6 μ.μ. Εκεί διανυκτέρευσε στο ξενοδοχείο του Σπυρίδωνος Ντόκου και πήρε αποθαρρυντικές πληροφορίες «περί τού δυσκόλου τής διαβάσεως τής υψηλής κορυφής Κρόπας».
Το ίδιο βράδυ είδε στο όνειρό του ότι πότε περνούσε την κορυφή της Γκρόπας επιτυχώς και πότε δεν τα κατάφερνε και επέστρεφε στα Τρίκαλα «εν μέσω τών γελώτων τών φιλοσκωμόνων Τρικκαλινών και της θλίψεως του κ. νομάρχου».
Την επομένη, Κυριακή, 27 Ιανουαρίου, ξεκίνησε για την Παλαιοκαρυά, με τον χωροφύλακα και δύο ανθρώπους που πήρε από την Πύλη, έναν για να μεταφέρει τις αποσκευές του κι έναν οδηγό για να τους οδηγήσει, με τα πόδια πλέον, με ασφάλεια στον προορισμό τους, επειδή λόγω της σφοδρής χιονόπτωσης σκεπάστηκε ο δρόμος και μόνο ένας καλός γνώστης της περιοχής μπορούσε να οδοιπορήσει μέσα στα χιόνια. Κρέμασε μάλιστα κι ένα θερμόμετρο τοίχου στην πλάτη του οδηγού, για να βλέπει τη θερμοκρασία και άρχισαν να ανηφορίζουν. Η ώρα ήταν 9:30 ακριβώς και το θερμόμετρο έδειχνε 3 βαθμούς υπό το μηδέν, «ο δε ουρανός εχιόνιζεν, εχιόνιζεν, εχιόνιζεν»!
Πέρασαν τη μονότοξη γέφυρα του Πορταϊκού ποταμού και πιο ψηλά τη γέφυρα και τον μύλο της Παλαιοκαρυάς κι έφθασαν ακόμη ψηλότερα στην Άνω Παλαιοκαρυά, πλησιέστερα στο δύσκολο πέρασμα της Γκρόπας, από τη διάβαση της οποίας εξαρτιόταν η επιτυχία της αποστολής στη Βιτσίστα. Διανυκτέρευσαν στον ξενώνα του Βασίλη Γώγου και, πριν κοιμηθούν, αναφέρθηκαν στη διάβαση της Γκρόπας. Ήταν κάτι που διαρκώς στριφογύριζε στο μυαλό του Χρηστοβασίλη. Γράφει ο ίδιος: «Επί τέλους εστρέψαμεν την ομιλίαν μας εις το ζήτημα τής διαβάσεως της Κρόπας, αλλά πάντες μετ' ενδοιασμού μοί απεκρίθησαν. Έγυρα τήν κεφαλήν μου επί τινος προσκεφαλαίου, ίνα ανετώτερον σκεφθώ περί τού πρακτέου αύριον».
Ξημέρωσε η Δευτέρα 28 Ιανουαρίου και τα μέλη της αποστολής συνέχισαν την ανοδική πορεία τους στο χιονισμένο τοπίο, ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγούσε στη Γκρόπα. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν στην ύπαιθρο και το πρωί τα σκεπάσματά τους είχαν μια πιθαμή χιόνι. Βρίσκονταν πλέον πολύ κοντά στη Γκρόπα. Ήταν 8 η ώρα το πρωί της Τρίτης 29 Ιανουαρίου όταν ξεκίνησαν «εν πλήρει προθυμία και φαιδρότητι» και σε λίγο έφθασαν στη Γκρόπα. Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο τον Χρηστοβασίλη να μας αφηγηθεί τη συνέχεια του οδοιπορικού τους, όμως με μεταφορά του κειμένου του στη δημοτική γλώσσα, για να γίνει ευκολοδιάβαστο από όλους τους αναγνώστες.


Το πέρασμα της Γκρόπας

«Μετά από μισή ώρα οδοιπορία φθάσαμε στη Σκάλα του Σίμου. Η Σκάλα του Σίμου είναι ένας πολύ απότομος γκρεμός, 200-250 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού, που από χθες, μετά την Κρύα Βρύση, ακολουθούσαμε τη δεξιά του όχθη και, βαδίζοντας παράλληλα μ' αυτόν, πότε από τη μια και πότε από την άλλη όχθη, θα φθάναμε τελικά στη Βιτσίστα. Στη Σκάλα του Σίμου κυριολεκτικά δεν υπάρχει δρόμος, παρά μόνο ένα πολύ στενό μονοπάτι, από το οποίο με δυσκολία μπορεί να περάσει μια κατσίκα. Δύο κατσίκες μαζί δεν μπορούν να περάσουν, παρά η μια κατόπιν της άλλης. Το παραμικρό ολίσθημα κοστίζει μια ζωή. Χάος προς τα πάνω, χάος προς τα κάτω!
Ήταν φόβος και τρόμος μόνο που την έβλεπε κανείς, πολύ περισσότερο αν ήταν αναγκασμένος να την περάσει! Ονομάστηκε Σκάλα του Σίμου, όπως με πληροφόρησαν οι συνοδοί μου, διότι ένας διαβάτης, που ονομαζόταν Σίμος, καθώς περνούσε τη Σκάλα αυτή γλίστρησε, έπεσε στο ποτάμι κι έγινε κομμάτια.
Μπροστά στη Σκάλα του Σίμου δειλιάσαμε όλοι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, διότι ή από εκεί θα περνούσαμε ή μέσα από το ποτάμι, αλλά αυτό ήταν δύσκολο ή μάλλον αδύνατον, αφού ο ποταμός αλλού μεν ήταν καλυμμένος από πολλές δεκάδες μέτρα χιόνι, πάνω στο οποίο εύκολα μπορούσαμε να βαδίσουμε, αλλού δε ήταν λίγο ή καθόλου καλυμμένος και αλλού διέκοπταν την ομαλή κοίτη του καταρράκτες 10, 20 και 30 μέτρων ύψους!
Ήμασταν αναγκασμένοι, είτε θέλαμε είτε όχι, να περάσουμε τη Σκάλα του Σίμου και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αλλά ποιος είχε το θάρρος να περάσει πρώτος; Για μισή και πλέον ώρα κοιτάζαμε τη φοβερή Σκάλα, δίχως να προφέρουμε λέξη και ίσως να μέναμε πολύ ακόμη κοιτάζοντάς την σιωπηλοί, αν δεν διέκοπτε τη σιωπή ο πιο τολμηρός από τους οδηγούς μας, ο Γώγος Σκληβανίτης. Ο Γώγος ήταν ο πιο συμπαθητικός τύπος της συνοδείας. Αυτός ήταν ο πιο ακούραστος και απτόητος απ' όλους σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας από την Παλαιοκαρυά μέχρι εδώ. Εάν δεν είχε γεννηθεί άνθρωπος, οπωσδήποτε θα είχε γεννηθεί ζαρκάδι. "Εγώ θα πάω μπροστά", φώναξε αποφασιστικά και το βλέμμα του φανέρωνε όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Πέταξε καταγής την κάπα του, έβγαλε τις κλάπες και βγήκε μπροστά. Γύρισε την πλάτη του στο χάος του γκρεμού και προχωρούσε, βαδίζοντας καρκινοειδώς, προς την αριστερή πλευρά, ενώ με τα πόδια του σχημάτιζε βαθιές πατημασιές, αλλά ήταν ακόμη πολύ μακριά από το πιο επικίνδυνο σημείο, όπου σχηματιζόταν ένα είδος ακρωτηρίου.
Προχωρούσε ο Γώγος και τα βλέμματα όλων καρφώνονταν πάνω του, προχωρούσε ο Γώγος και οι καρδιές όλων χτυπούσαν από συγκίνηση, μήπως το παραμικρό γλίστρημα ή η απώλεια της ισορροπίας του κατέστρεφαν τη ζωή. Εν τούτοις, ο Γώγος προχωρούσε, προχωρούσε, σαν εξασκημένος ακροβάτης, μέχρι που έφθασε στο πιο επικίνδυνο σημείο, στο απότομο ακρωτήριο, όπου είχε πέσει ο δυστυχής Σίμος.
Εκεί τα βρήκε σκούρα ο Γώγος και στάθηκε ακίνητος, σαν άγαλμα, συλλογιζόμενος. Επιτέλους, τον είδαμε να βγάζει από το σελάχι του τη χατζάρα του και άρχισε να πελεκά τον σκληρό πάγο, που κάλυπτε τον βράχο. Επί μια και πλέον ώρα ο ατρόμητος, στην καρδιά και τις δυνάμεις, Γώγος στεκόταν στο χείλος της αβύσσου πελεκώντας το κρύσταλλο για να ανοίξει δρόμο, μετά έστριψε και τον χάσαμε από τα μάτια μας.
Ρίγος διαπέρασε τα μέλη μας από συγκίνηση, μη γνωρίζοντας αν ο Γώγος, όταν έστριψε, μπόρεσε να στηριχθεί στα πόδια του ή έπεσε μέσα στην άβυσσο. Ενώ ήμασταν φοβερά συγκινημένοι, ξαφνικά ξεπρόβαλλε από το ακρωτήριο το κεφάλι του Γώγου και μας κάλεσε με στεντόρεια φωνή. Μπήκα επικεφαλής της συνοδείας και άρχισα να βαδίζω πάνω στα βήματα του Γώγου. Βαδίζαμε όλοι, ο ένας κατόπιν του άλλου, προχωρώντας καρκινοειδώς προς τα αριστερά, έχοντας την πλάτη μας στραμμένη προς την άβυσσο, διότι διαφορετικά δεν ήταν δυνατή η πορεία μας προς τα εμπρός.
Προχωρώντας έτσι, φθάσαμε στο ακρωτήριο και μπορώ να καυχηθώ ότι το πέρασα χωρίς τη βοήθεια του Γώγου, ο οποίος βοήθησε όλους τους άλλους συνοδοιπόρους μας, και κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να το περάσει χωρίς τη βοήθειά του. Υπήρξαν όμως και κάποιοι, οι οποίοι κατά τη διάβαση του ακρωτηρίου άρχισαν να κλαίνε, αλλά αυτοί δεν ήταν περισσότεροι από τρεις. Έτσι, λοιπόν, περάσαμε και τη Σκάλα του Σίμου σώοι και αβλαβείς, κάνοντας τρεις ολόκληρες ώρες για τη διάβασή της, μολονότι το μήκος της δεν υπερέβαινε τα 200 μέτρα!
Μετά από αυτό συνεχίσαμε την πορεία μας πιο ξεκούραστα από πριν, αφού και ο δρόμος μας ήταν κατηφορικός και το χιόνι είχε σταματήσει και το στρωμένο στο έδαφος χιόνι, που ήταν πολλά μέτρα ύψος, ήταν σκληρό και φεύγαμε τρέχοντας.
Πεινούσαμε φοβερά και η ώρα ήταν 1 μ.μ. όταν φθάσαμε σε μια άλλη σκάλα, η οποία κάποτε συγκρινόταν με τη Σκάλα του Σίμου, μολονότι το μήκος της ήταν διπλάσιο εκείνης.
Ήμασταν όλοι στη σκάλα και βαδίζαμε αλυσιδωτά, ο ένας κατόπιν του άλλου, προσέχοντας μη γλιστρήσουμε, χωρίς να έχουμε την παραμικρή αμφιβολία για την ασφαλή διάβασή μας, όταν ένας φοβερός κρότος από ψηλά έστρεψε προς τα πάνω την προσοχή μας. Θεέ του ελέους!
Πελώριες χιονοστιβάδες, που αποκόπηκαν ψηλά από το βουνό, κατρακυλούσαν φοβερές, παρασύροντας κάθε τι που τύχαινε μπροστά τους, ανοίγοντας βαθείς λάκκους στο διάβα τους. Κραυγές απελπισίας βγήκαν από τα στόματα όλων. Μαζευτήκαμε όλοι σε δύο σημεία, οι μισοί κοντά στον πρώτο και οι άλλοι μισοί κοντά στον τελευταίο, αφήνοντας κενό χάσμα ανάμεσά μας, από το οποίο κατρακυλώντας πέρασαν οι χιονοστιβάδες.
Μετά από αυτό, δοξάζοντας τον Θεό γιατί σωθήκαμε κι αυτή τη φορά, ενωθήκαμε σε μια αλυσίδα και προχωρήσαμε, έχοντας στραμμένα τα βλέμματά μας προς τα πάνω, όπου υπήρχε το ενδεχόμενο να πέσουν κι άλλες χιονοστιβάδες. Έτσι, βαδίζοντας πάντα στη δεξιά όχθη του μικρού ποταμού, που έχει το όνομα του χωριού Βαθυρρεύματος, που βρίσκεται μπροστά μας, φθάσαμε εδώ το σούρουπο, μετά από δέκα, περίπου, ώρες οδοιπορία, διάστημα που μπορούσαμε να διανύσουμε σε 2:30 μόνο ώρες, αφού περάσαμε 5-6 σκάλες μετά τη Σκάλα του Σίμου και αφού κινδυνεύσαμε μια φορά να καταπλακωθούμε από τις χιονοστιβάδες.»


Η άφιξη στη Βιτσίστα

Αυτό ήταν το περιπετειώδες πέρασμα της τρομερής Γκρόπας εκείνον τον βαρύ χειμώνα, στις αρχές του 1891, όπως μας το περιγράφει γλαφυρά ο επικεφαλής της αποστολής της Νομαρχίας Τρικάλων Χρήστος Χρηστοβασίλης. Τα μέλη της αποστολής έφθασαν  «σώα και αβλαβή» στο Βαθύρρευμα, όπου διανυκτέρευσαν μοιρασμένα σε καλύβες του χωριού, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Χρηστοβασίλης, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι οι κάτοικοι αυτού του μικρού ορεινού χωριού αγνοούσαν τελείως το πετρέλαιο.
Την επόμενη μέρα ο Χρηστοβασίλης και η 14μελής συνοδεία του συνέχισαν τη δύσκολη πορεία τους, βαδίζοντας πότε από τη μια και πότε από την άλλη όχθη του ποταμού, ενώ χιόνιζε χωρίς σταματημό. Μετά από δίωρη «ποταμοπορεία» έφθασαν στον μύλο της Βιτσίστας και μετά από 5 λεπτών ανήφορο μπήκαν στο χωριό που βρισκόταν «επί τής κατωφερείας τού όρους Κωλοσφύτζωρα και της αριστεράς τού Αχελώου όχθης, απέναντι ακριβώς τού υψηλοτέρου όρους τού Ασπροποταμίου Δοκίμη».
Ήταν η ώρα 3 μ.μ. της Τετάρτης 30 Ιανουαρίου 1891, που επιτέλους έφθασαν στον προορισμό τους, μετά από περιπετειώδη πορεία πέντε ημερών από την πόλη των Τρικάλων. Στη Βιτσίστα, ο Χρηστοβασίλης φιλοξενήθηκε εξαιρετικά από τον δήμαρχο Χ. Χρηστίδη στο Δημαρχείο, σκεπτόμενος, όμως, την επιστροφή του, όπως γράφει, «ήτις θά μοί παρείχε διπλασίας δυσκολίας τών όσων υπέστην».

Το οδοιπορικό αυτό, ο Χρηστοβασίλης το κατέγραψε και το δημοσίευσε σε 8 συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις των Αθηνών, από τις 23 Φεβρουαρίου έως τις 5 Απριλίου 1891, με τίτλο «Από Τρικκάλων εις Βιτσίσταν εν καιρώ χειμώνος: Οδοιπορικαί σημειώσεις ενός διοικητικού αντιπροσώπου». Το οδοιπορικό αναδημοσιεύθηκε το 2017, στην ετήσια περιοδική έκδοση του Φίλος Τρικάλων ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ, τόμος 36.


Το ανάθεμα

Κατά την έρευνά μου στο διαδίκτυο ξεχώρισα ένα σύγχρονο οδοιπορικό, που αναφέρεται στην περιοχή της Γκρόπας. Το οδοιπορικό αυτό πραγματοποιήθηκε 120 χρόνια μετά την αποστολή του Χρηστοβασίλη, στις 28 Μαΐου 2011, από 11 άτομα όλων των ηλικιών από την Αθήνα, τα Τρίκαλα και την Αγχίαλο, μέλη των Συλλόγων Αποδήμων Πολυνεριτών Τρικάλων και Βόλου.
Συναντήθηκαν όλοι νωρίς το πρωί στη θέση Σίμου με σκοπό να ακολουθήσουν το μονοπάτι που συνέδεε τα ορεινά χωριά της περιοχής με την Πύλη, σε ανάμνηση, όπως αναφέρουν, «εκείνης της δύσκολης και κοπιαστικής πορείας των παλαιοτέρων και γενικότερα των προγόνων μας», με προορισμό το Πολυνέρι.
Ας δούμε πώς περιγράφουν οι ίδιοι το δύσκολο οδοιπορικό τους: «Ξεκινήσαμε στις 8:30 το πρωί. Κατεβήκαμε στο ποτάμι, που είχε αρκετό νερό, και προχωρήσαμε να βρούμε κάποιο πέρασμα. Δύσκολο. Τελικά, με ευρεσιτεχνίες, τα καταφέραμε να περάσουμε απέναντι. Προχωρήσαμε προς τη θέση Σίμου ψάχνοντας να βρούμε το παλιό μονοπάτι. Τα χόρτα θέριεψαν παντού και ήταν γεμάτα δροσιά. Τα πόδια μας μούσκεψαν γρήγορα, αλλά το αντιμετωπίσαμε με χιούμορ. Το μονοπάτι βρέθηκε και ένας της παρέας, σε σταθερά σημεία, σχημάτιζε με σπρέι ένα βέλος που έδειχνε την κατεύθυνση του μονοπατιού. Κάποιες φορές ήταν δυσδιάκριτο και το χάναμε, αλλά το βρίσκαμε πάλι. Ανεβήκαμε έτσι, με κάποιες ολιγόλεπτες στάσεις, την ανηφόρα και φτάσαμε στη Λέουσα, στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής.
Ψάξαμε για το ανάθεμα, που παλιά υπήρχε εκεί, αλλά δεν υπήρχε πια. Το ανάθεμα ήταν ένας σωρός από πέτρες, που σχηματίστηκε, κατά την παράδοση, από τους διαβάτες, οι οποίοι έριχναν πέτρες, ως κατάρα, να μην ξανασυμβεί το κακό που κάποτε έγινε εκεί: πέθανε ένα ανδρόγυνο από το κρύο».
Τον ίδιο χρόνο, το 2011, τον Απρίλιο, μέλη του Συλλόγου Πεζοπορίας Ορειβασίας Τρικάλων πραγματοποίησαν ένα άλλο οδοιπορικό από την Άνω Παλαιοκαρυά στη Γκρόπα. Η περιγραφή της διαδρομής τους σε πολλά σημεία μοιάζει καταπληκτικά με την περιγραφή του Χρηστοβασίλη, πριν από 120 χρόνια. Γράφουν: «Αν σταθείτε πάνω από το φράγμα και παρατηρήσετε την απέναντι πλαγιά, θα δείτε χαραγμένο πάνω στην πέτρα ένα στενό μονοπάτι που κινείται παράλληλα με τη ροή του ποταμού [...] Στενό και απόκρημνο πλέον το μονοπάτι, μια πολύ λεπτή γραμμή, ίσα που χωρά ένα άτομο. Πάνω από τα κεφάλια μας ο τρομερός βράχος της Γκρόπας. Από το σώμα του αποκόπηκαν βράχια και λιθάρια που διακόπτουν τη συνέχεια του μονοπατιού και δυσκολεύουν το πέρασμά μας, που αρχίζει πλέον να γίνεται επικίνδυνο. Δέος είναι μια λέξη που αποδίδει ένα μέρος των συναισθημάτων που μας κατακλύζουν, όταν κοιτάζουμε χαμηλά, προς τον πάτο του φαραγγιού.». 
Δέος, αυτό το ανάμεικτο συναίσθημα ευλάβειας, σεβασμού, θαυμασμού και τρόμου, που προκύπτει από την αναγνώριση του μεγαλείου μιας υπέρτατης δύναμης, ένιωσα κι εγώ, όταν επισκέφθηκα την Γκρόπα. Με δέος αντίκρισα από ψηλά το συγκλονιστικό τοπίο με τις απότομες πλαγιές και τη βαθιά χαράδρα με το ρέμα, που συναντά χαμηλότερα τον Πορταϊκό, για να καταλήξει μαζί του στον Πηνειό ποταμό.
Ανακάλεσα στη μνήμη μου την περιγραφή του Χρηστοβασίλη για το τρομακτικό οδοιπορικό του 1891 και με τα «μάτια» της φαντασίας τον «είδα», με τον Γώγο και τα άλλα μέλη της αποστολής, να βαδίζουν αργά στο στενό μονοπάτι στην απότομη πελώρια πλαγιά, σαν μικροσκοπικές κουκκίδες στην απεραντοσύνη του βουνού. Ήταν μια εικόνα μοναδική. Αποφάσισα, λοιπόν, να ταξιδέψω κι εσάς στην άγρια ομορφιά της Γκρόπας, της Γκρόπας του χθες και του σήμερα.

Το πέρασμα της Γκρόπας

Ποιος ήταν ο Χρήστος Χρηστοβασίλης

Γεννήθηκε γύρω στα 1860, στο Σουλόπουλο του Καλαμά της Ηπείρου. Ήταν γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου. Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου, άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα, από τον οποίο πήρε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Χρηστοβασίλης.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και στη συνέχεια φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1875 συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο, δραπέτευσε και πήγε στην Κέρκυρα, απ' όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου, επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου.
Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, μετά όμως από νέα συμμετοχή του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία, όπου χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού με το ποίημα «Στ' αδέρφια μας». Αυτό το πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου.
Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έκανε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η καλύτερή μου αρχιχρονιά», που βραβεύτηκε στον διαγωνισμό της εφημερίδας Ακρόπολις, στην οποία εργάστηκε από το 1889 δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα. Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι.
Το 1899 ξεκίνησε, ως διευθυντής, τη συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη. Το 1909 έφυγε για τη Σμύρνη και το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα» από την Ακρόπολη κι έφυγε για τη γενέτειρά του. Εκεί εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες σχετικά με το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο το 1917. Το 1926 και το 1935 εκλέχθηκε βουλευτής Ιωαννίνων με το Λαϊκό Κόμμα.
Από το 1923 ως τον θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρώτικα φύλλα. Στο τέλος της ζωής του επισκέφθηκε πάλι την Αθήνα, όπου βραβεύθηκε για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση.

Το έργο του Χρηστοβασίλη, λαογραφικό, ιστορικό, πεζογραφικό, ποιητικό, γλωσσικό, δραματικό, μεταφραστικό είναι τεράστιο, ενώ μεγάλο μέρος του είναι δημοσιευμένο σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Το λογοτεχνικό του έργο είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με πολλά ειδυλλιακά και φυσιολατρικά στοιχεία. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι συνοδευτικές φωτογραφίες ανήκουν στον συντάκτη.
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί και στο περιοδικό Ξένιος Θεσσαλός, τ. 6, χειμώνας 2022

Πηγές:
Εφημερίδα Ακρόπολις, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Από Τρικκάλων εις Βιτσίναν εν καιρώ χειμώνος: Οδοιπορικαί σημειώσεις ενός διοικητικού αντιπροσώπου
Εν είδει προλόγου, αρ. φύλλου 3166, 23 Φεβρουαρίου 1891
Τρίκκαλα, Πόρτα, Τετράωρος εφ' αμάξης πορεία, αρ. φύλλου 3167, 24 Φεβρουαρίου 1891
Πόρτα, Παλαιοκαρυά, Ο αρχαιότερος βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας και αι αρχαιότεραι γέφυραι
Πόρτα, Παλαιοκαρυά, Δύο αρχαίαι γέφυραι
Σκάλα Σίμου, Βαθύρρευμα, Άγνοια πετρελαίου, αρ. φύλλου 3206, 4 Απριλίου 1891
Βαθύρρευμα, Βιτσίστα, αρ. φύλλου 3207, 5 Απριλίου 1891
Από την Παλαιοκαρυά στην Γκρόπα, trikalasport.gr, Σύλλογος Πεζοπορίας Ορειβασίας Τρικάλων
Οδοιπορικό... ανάμνησης, Γκρόπα, Πολυνέρι, polineri.gr
Ρέματα: Ρέμα Γκρόπας, naturagraeca.com
Γκρόπας «ανάβαση», ΚΑΠΡΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, kaprotrikalon.blogspot.com
Χρήστος Χρηστοβασίλης, biblionet.gr
Εφημερίδα Διάλογος, Τρίκαλα, Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017, σ.7