Πώς σας ήρθε η ιδέα; Πώς προέκυψε η συλλογή Μήτρα Ουρμπάνα; Τι πυροδότησε την έμπνευση;
Χρίστος Τσιαήλης: Καταρχάς θα ήθελα να πω ότι αυτό το βιβλίο δεν γράφτηκε φέτος, δεν είναι από εκείνα τα βιβλία που συλλαμβάνονται και γράφονται ως συνέχεια μιας πρόσφατης έμπνευσης. Έγραφα κατά καιρούς εκατόλεξα, αποκλειστικά για πόλεις, εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια αραιά και όποτε πρόκυπτε έμπνευση.
Γιατί εκατόλεξα; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός πίσω από την επιλογή;
Χ.Τ.: Θα μπορούσα να το ονομάσω και μια εμμονή, μια ψύχωση. Θυμάμαι ότι το βασικό αίτιο που είχα αποφασίσει από την αρχή να επιλέξω τη φόρμα αυτή, για να αναφερθώ στις πόλεις, είναι επειδή αισθανόμουν την πόλη όχι ως κάτι στρογγυλεμένο κι αυθόρμητο ως χώρο, αλλά ως μια τετραγωνισμένη, καλά κουρδισμένη οντότητα, πιεστική και αν την προσωποποιούσαμε θα λέγαμε ότι έχει την ανάγκη να επιβάλλει στους ανθρώπους κανόνες. Αισθανόμουνα πάντα ότι για να επιβιώσεις και να είσαι αποδεχτός πρέπει να συγχρονίζεσαι με τον ρυθμό και να ακολουθείς τα βήματα ενός αδήλωτου χορού. Στους δρόμους της πόλης βλέπουμε κάποτε ανθρώπους να περπατάνε αργά και αναρωτιόμαστε αν είναι εντάξει. Η πόλη φέρνει περισσότερους περιορισμούς από όσους μπορεί να συλλάβει το μυαλό του ανθρώπου. Και ένα εκατόλεξο, τετράγωνο σε μια μορφή τέλειας παραγράφου, εξέφραζε με διάφορους τρόπους αυτό το πειθήνιο πλαίσιο.
Συνέβαινε από την αρχή κάτι περίεργο, δεν θυμάμαι αν μου είχε συμβεί από το πρώτο εκατόλεξο, μα την ώρα που το εμπνεόμουνα, πριν το γράψω, κάπως το έλεγα μέσα μου, το δοκίμαζα μέσα στο μυαλό μου, σε εκείνο το σημείο που δημιουργώ από πριν ό,τι θα γράψω, έπιανα τον ρυθμό της πόλης που φανταζόμουνα αλλά και τη συνθήκη και την κατάσταση που με είχε εμπνεύσει, και το έγραφα απνευστί. Και μου έβγαινε όλο το νόημα σε αυτό το πλαίσιο των 100 λέξεων – πετύχαινα πάντα από 95 ως 105 περίπου λέξεις. Και μερικές φορές πετύχαινα και 98 λέξεις, θυμάμαι. Λίγα μου έφυγαν περισσότερο πάνω ή κάτω από αυτό. Και μου έτυχε επίσης να εμπνευστώ ένα εκατόλεξο και να το δουλεύω μέσα στο μυαλό μου ως και έξι μήνες, να μην το γράφω, να μην πάρω καμία σημείωση, να γράφω διάφορα άλλα λογοτεχνικά, άσχετα με τα εκατόλεξα, και να μου έρχεται μια στιγμή να το γράψω αυτό που είχα εμπνευστεί, μήνες μετά. Και αυτό θα κρατούσε την κρίσιμη μάζα των περίπου 100 λέξεων. Ήταν ένα κλείδωμα του εγκεφάλου μου που δεν άλλαζε, ούτε και προσπαθούσα να το αλλάξω, βεβαίως. Μου άρεσε η πρόκληση.
Διακρίνουμε μια ποικιλία υφών (χωρίς στίξη, χωρίς τελικό νι, χωρίς τελείες, χωρίς ρήματα ή, το αντίθετο, μόνο με ρήματα ή μόνο με ερωτήσεις κ.ο.κ.) αν και όλα τα κείμενα έχουν κοινό παρονομαστή την πόλη (κι ας είναι διαφορετική αυτή η πόλη). Το στοιχείο αυτό αποτελεί μια συνειδητή (προ-)επιλογή ή απλώς προέκυψε με κάποιον τρόπο;
Χ.Τ.: Εκτός από τον περιορισμό στον αριθμό λέξεων, μιλάμε και για μια σωρεία άλλων, ειδικών περιορισμών. Άλλα εκατόλεξα φτιαγμένα μόνο με ρήματα, άλλα χωρίς παύσεις, άλλα χωρίς καθόλου σημεία στίξης, μόνο κόμματα, σε τρεις περιόδους, με ίχνος διαλόγου, και ό,τι άλλο μου ταίριαζε στο κάθε διαφορετικό εκατόλεξο. Όπως το εμπνεόμουνα ερχόταν και ο περιορισμός.
Από την αρχή η δημιουργία αυτών των εκατόλεξων ήταν ένα πείραμα γλώσσας. Όπως πάντα το είχα στο μυαλό μου, ήθελα η συλλογή να εκφράζει και τους περιορισμούς που επιβάλλει η αστική συμβίωση κι αυτό το πέτυχα σε μεγάλο βαθμό και με τους περιορισμούς στη γραμματική των εκατόλεξων. Στην υποσυνείδητη μνήμη μου έχω και την ένταση της βιασύνης όταν επισκέπτομαι πόλεις αφού δουλεύω την ίδια μέρα σε δυο πόλεις και διαφορετικά σχολεία, αλλά και στα ταξίδια μου, όταν τρέχω να προλάβω να δω όλα τα σημαντικά σημεία, αλλά και να μπω και στις στενές γειτονιές, να πάω στα μουσεία, μια με τα πόδια, μια με το τραμ, μια με το μετρό... Είναι όμως και ένα άλλο είδος περιορισμού. Όλοι νομίζουμε ότι επειδή μαζεύονται κατά χιλιάδες άνθρωποι σε μια πόλη, σε πολλές μεγαλουπόλεις κατά εκατομμύρια, ότι ενισχύονται οι δεσμοί, ότι οι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι μαζί, παντού εναγκαλισμοί, αγαλλίαση. Δεν λέω, συμβαίνει και αυτό, δεν είναι ποτέ χειρότερη η πόλη από το χωριό, όμως στην πόλη συμβαίνει και κάτι άλλο. Αναγκαστικά αυξάνονται οι κανόνες, αυξάνεται η ανάγκη της πολιτείας να επιβάλει την τάξη, αυξάνεται η επιφύλαξη, ο φόβος του εγκλήματος, όλα είναι υπέρτονα ανάλογα και με την αύξηση της μάζας του πλήθους. Κι όλα αυτά προκαλούσαν πάντα στο μυαλό μου έκρηξη, μια ανάγκη να εκφράσω το μυστήριο του παράδοξου που θέλει την αύξηση του πλήθους να μειώνει την ένταση της επικοινωνίας. Η ανάγκη για εξήγηση του παράδοξου ξαναξυπνούσε όταν επιχειρούσα να γράψω ένα καινούριο εκατόλεξο, πολλές φορές αφηνόμουνα στις υπερρεαλιστικές καταβολές της γραφής μου για να εκφράσω αυτό που αισθανόμουν. Η γραμματική και η σύνταξη ήταν ισχυρά εργαλεία για να δημιουργήσω αδιέξοδα νοήματος μέσα στο κάθε τετραγωνισμένο εκατόλεξο. Όταν αφαιρούσα τα ρήματα από ένα εκατόλεξο αισθανόμουνα ότι αφαιρούσα τη δράση, αφόπλιζα μια ολόκληρη πολιτεία, σαν να ασκούσα δύναμη. Όταν έκανα το αντίθετο και έγραφα ένα εκατόλεξο αποκλειστικά με ρήματα έδινα αυτή την ιδιαίτερη δύναμη της πόλης να οδηγεί τον άνθρωπο στον αυτόματο πιλότο, να μην μπορεί να αντιδράσει. Είδα τις πόλεις σαν ψυχοπαγίδες. Και μίλησα για μεγάλες και μικρές πόλεις με συμπυκνωμένα εκατομμύρια ψυχών, που άλλες δεν είχαν καν γεννηθεί ακόμη, άλλες πέθαναν σ' εκείνες τις φανταστικές πολιτείες αιώνες τώρα, μα όλες οι ψυχές αυτές, στρυμωγμένες στην περίεργη γραμματική μου έσπρωχναν και σπρώχνουν ακόμη να δραπετεύσουν.
Τα κείμενα που αποτελούν τη συλλογή με τις ιδιαιτερότητες που έχουν –χωρίς στίξη ή χωρίς ρήματα (για παράδειγμα)– δεν μπορούν να λογιστούν ως διηγήματα ή ένα άλλο είδος πεζογραφίας. Οπότε, τα έργα του βιβλίου μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο ποιητικά. Θεωρείτε πως η εύπλαστη ελληνική γλώσσα, που δείναται να προσφέρει καινοτόμα συντακτικά σχήματα, είναι ανοιχτή σε πολλούς πειραματισμούς;
Χ.Τ.: Η ελληνική γλώσσα, έτσι όπως είναι φτιαγμένη από έναν συνδυασμό σύγχρονων αλλά και αρχαίων συντακτικών και γραμματικών κανόνων, είναι ανοικτή για σωρεία πειραματισμών. Έχει περισσότερα σημεία στίξης από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα και οι σύνθετες λέξεις της δημιουργούνται βάσει κανόνων και με γνώμονα το νόημα. Το σπάσιμο των κανόνων αυτών δημιουργεί νέες προοπτικές νοήματος. Ο Saussure, ο πατέρας της σημειολογίας και πρωτοπόρος της σύγχρονης γλωσσολογίας, θεωρούσε το φωνολογικό και νοηματικό σημείο κάθε λέξης ή συνδυασμού λέξεων συμβατικό και όχι αμετάβλητο. Οι διαφορετικές γραμματικές δομές αλλάζουν το νόημα όμοιων λέξεων σε διαφορετικά περιβάλλοντα και η ποίηση είναι ένα γλωσσολογικό περιβάλλον που προσφέρεται για πειραματισμό. Όταν «πειράζεις» τον γλωσσολογικό χώρο του πεζού λόγου, βεβαίως, αναπόφευκτα όπως πολύ σωστά το θέτεις, δημιουργείς ποίηση, ποιείς μια καινοτομία.
Πώς θα περιγράφατε το βιβλίο με μία λέξη ή με μία φράση;
Χ.Τ.: Θα έλεγα ότι είναι είναι ένα βιβλίο με τούβλα που ξέπεσαν από το κτίσιμο μιας υπερπόλης που θα φιλοξενούσε όλη την ανθρωπότητα.
Υπάρχει κάποιο έργο στο βιβλίο που να το ξεχωρίζετε για κάποιο λόγο; Ή να το αγαπάτε περισσότερο; Και γιατί;
Χ.Τ.: Δεν δείναμαι να απαντήσω αυτή την ερώτηση. Όλα τα εκατόλεξά μου γράφτηκαν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, σε ιδιαίτερες στιγμές, αποτελούν τούβλα μνήμης κι αν αδικήσω ή ξεχωρίσω έστω και ένα απειλείται η συνοχή της δομής μου.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ως δημιουργό με μία λέξη καθώς, σχεδόν πάντοτε, έχετε να προτείνετε κάτι καινούργιο;
Χ.Τ.: Νομίζω είμαι ένας μισότρελος επιστήμονας σε ένα υπόγειο με πειραματικούς σωλήνες, ζυγιστήρια, θερμόμετρα, μικροσκόπια και αναδευτήρια, ανεβαίνω επάνω στους δρόμους και στις συνεστιάσεις ανθρώπων, μαζεύω εμπνεύσεις από τα προβλήματα και τις χαρές που ακούω και κατεβαίνω στο υπόγειο, ρίχνω σε όλα αυτά τα εργαλεία και τις συσκευές τις ιδέες μου με σκοπό να φτιάξω νέες εφευρέσεις που αναπαριστούν όσα είδα. Πολλές φορές οι εφευρέσεις αυτές δεν θα βρουν εταιρεία να τις στηρίξει γιατί όπως δηλώνουν «τους λείπει η εμπορική προοπτική», αλλά εγώ θέλω να ανακαλύψω τη μηχανή του χρόνου κι έτσι συνεχίζω. Κάπως έτσι είμαι.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή;
Χ.Τ.: Πιστεύω ότι πολλοί συγγραφείς της εποχής μας μιμούνται ο ένας τον άλλο. Μόλις κάνει κάποιος συγγραφέας επιτυχία είτε στον ελληνικό χώρο είτε στο παγκόσμιο «χρηματιστήριο» της λογοτεχνίας, σπεύδουν εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες συγγραφείς να μιμηθούν. Το αποτέλεσμα είναι να διαβάζεις ένα βιβλίο και να σε βαράνε στο κούτελο δεκάδες ντε ζαβού, ότι αυτό και το άλλο κάπου τα έχεις δει ξανά, πρόσφατα, κάπου το διάβασες κάπως διαφορετικό. Αυτό δεν μου αρέσει όταν μου συμβαίνει. Και επίσης εκδίδονται τόσο πολλά βιβλία τα τελευταία χρόνια με τις σύγχρονες μεθόδους, που είναι δύσκολο να ακολουθεί κανείς, αλλά και ακόμα δυσκολότερο να επιλέξεις σωστά τα βιβλία που έχουν κάτι καινούριο να σου προσφέρουν. Από την άλλη, ελπίζω να συνεχιστεί αυτή η παραγωγή, για να πηγαίνει κόντρα στον εθισμό του ανθρώπου στην τεχνολογία και στο φως της οθόνης. Το φως μιας σελίδας γεμάτης μελάνι είναι πιο υγιές.
Ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης μίλησε για –και με αφορμή– την ποιητική του συλλογή Μήτρα Ουρμπάνα: Εκατόλεξα για τις πολιτείες του κόσμου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Ο δημιουργός αυτός αποτελεί μία κατηγορία από μόνος του. Πρόκειται για ξεχωριστή πένα που μας προσφέρει πάντα κάτι καινό, έξω από το κουτί –κατά τη γνωστή έκφραση– και πέρα από πεπατημένες ή άλλες οικείες φόρμες και συντακτικά σχήματα. Ο κύριος Τσιαήλης, από τη μια παραδίδεται σε κάθε ιδέα, έμπνευση ή οραματισμό του, αφού φαίνεται ανοιχτός σε όλα, κι από την άλλη αισθάνομαι ότι διακατέχεται και από μια εσκεμμένη αναζήτηση τρόπων συγγραφής, δομών, σχημάτων κ.ο.κ. Ως αποτέλεσμα, μας έχει ήδη προσφέρει έναν αριθμό βιβλίων που προκαλούν το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον, που εξάπτουν τη φιλαναγνωσία δίνοντας πάντα κάτι νέο, κάτι έξω από τους κανόνες/«κανόνες» και που, αν μη τι άλλο, μας θέτουν σε κίνηση, αφού προτάσσουν στοιχεία (λεκτικά, δομικά κ.ο.κ.) που, ως καινόφερτα, κεντρίζουν επιζητώντας την προσοχή μας. Εν τάχει, θυμίζω το Ούγκα: Οστικοί ιστορισμοί, το Ψωμί, και τα ΣυμΠτώματα.
Πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που προσφέρει ποικιλία δομών, εξάπτει το ενδιαφέρον κάνοντάς σε συνεχώς να ανακαλύπτεις τις υφές και τους χρωματισμούς που έχει αφήσει σε κάθε κείμενό του.