Νεφέλης Πηγή
Συγγνώμη που δεν ήμουν, λυπάμαι που δεν μπόρεσα, ζητάω άφεση που ήμουν βαθιά στο σκοτάδι, για την απουσία αγκαλιάς, για την ανεπάρκειά μου. Μένω μακριά γιατί φοβάμαι ότι θα τους απογοητεύσω για άλλη μια φορά όλους, απομακρύνομαι σιγά σιγά με μικρά βήματα, άλλες φορές σταθερά κι άλλες φορές τρεκλίζοντας, χάνοντας την ισορροπία μου, μα πάντα καταφέρνω να αποσύρομαι. Δεν ξέρεις πόσο θέλω να τους γοητεύσω, δεν θέλω να τα γκρεμίζω όλα, μα...
Τον σκέφτομαι συχνά, για τον θάνατο λέω, αλλά δεν έχω το θάρρος, φοβάμαι, σαν κάτι να περιμένω, σαν κάτι να με κρατάει εδώ.
Όλα παίρνουν τη θέση τους, μόνο εγώ μένω στο αόριστο απόμακρο, πάνω στον ίδιο καναπέ, με το ίδιο φλιτζάνι καφέ, με την ίδια μάρκα τσιγάρα χρόνια, πάντα υπάρχει μία απέραντη μοναξιά και μία αδυσώπητη σιωπή για τώρα και για πάντα...
Ερήμωσε ο τόπος, παρακμάζει το εδώ σε σκουριασμένες αναμνήσεις, ό,τι άγγιξες με το χέρι σου ακίνητο στέκει, άχρηστο πια, καμιά γωνιά δεν είναι κενή μα όλα είναι άδεια. Βαριεστημένα εργαλεία, ξεχασμένες τσάπες και μία αργοπορημένη επιθυμία, να ήταν τα πράγματα αλλιώς, να γίνουν τα πράγματα αλλιώς... Εκδιώχθηκα από χώρο ιερό και δεν υπάρχει γυρισμός, εξαργύρωσα και το τελευταίο νόμισμα που είχα στην τσέπη μου, δεν υπάρχει πια κανένα εισιτήριο. Πώς να κυλήσεις σε μία άγονη γραμμή; Πώς να βαδίσεις σε ένα άσπαρτο τόπο; Και αυτή η άνοιξη που γυρίζει πάντα κάθε φορά όλο και περισσότερο απάνθρωπη, πανηγυρίζει απροκάλυπτα, οργιάζει με πρωτοφανή σκληρότητα, καμιά ευσπλαχνία για τα όντα που την περιβάλλουν, έρχεται πάνω μου με τόση αγριότητα και συνάμα με τέτοια εύθραυστη ευαισθησία ουρλιάζοντας, από την άνοιξη θα πρέπει να παίρνουμε μαθήματα επανάστασης και βιαιότητας.
Μόνο η άνοιξη μπορεί να σε διδάξει πώς να μην σε καλουπώνουν γιατί μόνο αυτή ξέρει πώς να δραπετεύει πάντα και να βρίσκει διέξοδο με τον πιο ατίθασο τρόπο... Εγώ πάντα άνοιγα την πόρτα στην άνοιξη όσο κι αν με πονούσε αυτή η εποχή, εγώ την καλωσόριζα, εκείνη μούγκριζε από οργασμό και εγώ βογκούσα στα αναφιλητά μου, εκείνη στα χρώματα και εγώ στην μονοχρωμία του γκρίζου, εκείνη στο άπλετο φως και εγώ στο σκοτάδι, μου έδινε τον ακόλουθο της ηδονής της, τον πόνο, αυτό μου έδινε, έτσι είναι τα αντίθετα πάντα έλκονται...
Όλα τα αρώματα, όλα τα χρώματα με χτυπάνε αλύπητα, με καίνε σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά. Και αυτές οι άγριες βροχές της άνοιξης χτυπάνε ανελέητα, το χώμα, τα δέντρα, τα λουλούδια, επιδεικνύει η βροχή της τόση αχαλίνωτη ορμή που καμιά φορά αναρωτιέσαι πού βρίσκει τόση δύναμη μες στην πρωτόφαντη ομορφιά.
Έτσι για την διευκόλυνση της διήγησης να πούμε ότι η άνοιξη είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού, δεν μου κάνει καμία εντύπωση... Το ξύπνημά της από την χειμερία νάρκη είναι σαρωτικό και ταυτοχρόνως αναγεννάται και αναπτύσσεται με ρυθμούς που είναι αδύνατον να συλλάβεις. Η άνοιξη φέρει μία πρωτόγονη αισθητική, μα αν καθίσεις και την παρατηρήσεις και διαβάσεις τα κρυμμένα μηνύματα που στέλνει θα δεις ότι αυτή η αρχέγονη εκρηκτικότητά της εμπεριέχει την ακατάλυτη ευαισθησία του ακατέργαστου, του ανόθευτου. Ο βαρύς χειμώνας δεν είναι τίποτα μπροστά στη μανία που κουβαλάει μαζί της. Όσα χρόνια και αν περάσουν, πάντα άνοιξη θα είναι, πάντα θα λυσσάει καθώς εισβάλλει εντός μου και θα κατασπαράζει στο πέρασμά της τα σωθικά μου. Θα εφορμά εκεί για χρόνια, αιώνες, με την αχόρταγη ευφορία της, στάσιμη κανένα καλοκαίρι δεν θα την καλωσορίσει, για να κατευνάσει λίγο την ορμή της, θα παραμένει εκεί να τρώει τα μέσα μου ανεξάντλητα σκοτάδια, να ρέει σαν τις ρανίδες του σύμπαντος περιμένοντας κάποιος να τις γονιμοποιήσει.
Copyright © Νεφέλη Πηγή All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Ρόδης Κωνσταντόγλου [Florica’s Paradise, 2024]