Γιάννη Σμίχελη
Όλα τα ποτάμια είναι υπόγεια
Η αλήθεια δεν στέκει ποτέ
Καλά κρυμμένη ρέει κρυστάλλινη ανέγγιχτη
Και μόνο να την υποψιαστώ μπορώ
Κι όμως την γνωρίζω
Πιστεύω όχι στον θεό αλλά στη διαίσθησή μου
Και η φύση μας έχει δώσει το χάρισμα
Ν' αφουγκραζόμαστε όχι μόνο το περιβάλλον
Γιατί η ενέργειά μας είναι αθάνατη
Και μετασχηματίζεται σε μορφές που μόνο την ανθρώπινη γνωρίζουμε
Και τις άλλες υποψιαζόμαστε
Επειδή προετοιμαζόμαστε για αυτές θέλοντας και μη
Είμαστε γεννήματα της ζωής και η ζωή του εαυτού της και των περιβαλλοντικών συνθηκών
Δεν υπάρχει τίποτα ανεξιχνίαστο σ' αυτό
Κι όμως το μυστηριώδες εμφωλεύει στην αναρχία
Βυθίζομαι όλο και περισσότερο στην σκοτεινή ουσία μου
Σαν ένας κόκκος μιας σιωπής περιεκτική όσο ένας σβώλος
Μνήμης
Φαντάζομαι πως δεν χρειάζεται να φαντάζομαι
Φαντάζομαι πώς να μ' αφουγκράζομαι
Το διαπασόν της ύπαρξής μου είναι η εσωφωνή μου
Και κυλάνε τα βουνά πάνω μου αφήνοντας το χάδι
Της αιώνιας κορμοστασιά τους
Η θάλασσα έχει την στιβαρότητα της εμπειρίας της
Μ' ένα βλέμμα στα μυστικά περάσματα της ενόρασης
Εγκαθιδρύσει
Λες κι είμαι ο ναός των αιωνίων μυστικών της
Απλώνομαι σε διαστάσεις δίχως να προλαβαίνω τον χώρο
Ν' αγγίξω
Και ο χρόνος ένα αιώνιο βρέφος στου μαστού μου
Τη λάμψη
Να πίνει το φως και να παραμένει πάντα νεογέννητο
Δεν λογαριάζω τα χρόνια είναι πέταλα ενός αθάνατου λουλουδιού
Άνθος της ροής με το ανεκτίμητο του άφθαρτου να
Φωλιάζει στις αναπνοές μου
Ντυμένος το αχνό φως της νύχτας
Στα κρύα σοκάκια της καρδιάς
Όπως τ' όνειρο στο κράσπεδο
Σαν γλάστρα από τον αέρα σπασμένο
Τα φύλλα ξερά· της ψυχής η σάρκα
Τρίζει από την στεγνή αίσθηση
Θρυμματίζονται τα συναισθήματα
Σαν νιφάδες της θλίψης πέφτουν στο χώμα
Ντύνουν το μονοπάτι του λαβύρινθου των εμμονικών επιθυμιών
Όλα ένας κύκλος που όλο ξεχειλώνει μα δεν σπάει ποτέ
Γίνομαι λάσπη, ένα μείγμα χωματένιων αναμνήσεων
με τη βροχή της έρημης καρδιάς
Βαριάς συννεφιάς ακίνητη, αγέρωχα απελπισμένη
Λίγο πριν μεταμορφωθεί σε σταγόνες
Βουβής κραυγής στα έγκατα του πουθενά
Τα πόδια έχουν την χάρη των κύκλων
Κυλάνε πάνω στα στάχυα της χαρμολύπης
Σαν να αλωνίζουν τις εικόνες δίχως ρίζες
Μένουν τα χέλια ακίνητα, κουλουριασμένα γύρω από τους σπόρους της έκλαμψης
Κατά την βαθιά τους νάρκη λάμπουν σαν ξωτικά των αδιάλειπτων
Πέρα από το στέρεο έδαφος,
Εξαντλώντας την αντοχή της θάλασσας στην εξώσφαιρα των ανέμων
Εκεί που σβήνουν πάνω στο τίποτα σαν την εξουθενωμένη μελωδία που καταλήγει
Για να βιώσει το νόημά της πέρα από την σύνθεσή της
Κάπως έτσι κατηφόριζε από την πλαγιά ο τελευταίος στρατιώτης
Πριν αυτοκτονήσει με την τελευταία σφαίρα του
Πάνω στο αγαπημένο ακρογιάλι των τραγουδιών.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος τέταρτο: Ενδορίζωση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό έργο του Brian Almon [Codec].
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.