Καταφύγια του άμαχου πληθυσμού
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ο άμαχος πληθυσμός, δηλαδή τα γυναικόπαιδα, οι ασθενείς και οι ηλικιωμένοι υπέφεραν τα πάνδεινα όσο οι άντρες πολεμούσαν μακριά από τον τόπο τους. Οι άμαχοι ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στις επιδρομές, στην εκτεταμένη λεηλασία, στη σκλαβιά και στην αδυσώπητη σφαγή από τους Τούρκους και τους Αλβανούς.
Ταυτόχρονα, όμως, κινδύνευαν κι από τους ατίθασους Έλληνες αγωνιστές, που εύκολα έκαναν πλιάτσικο στα χωριά, λόγω αδυναμίας της σχεδόν ανύπαρκτης Κεντρικής Διοίκησης να τροφοδοτεί τα μαχόμενα σώματα των επαναστατημένων Ελλήνων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αναζήτηση χώρων καταφυγής, που παρείχαν ασφάλεια στους κατοίκους, κυρίως της υπαίθρου. Οι χώροι αυτοί στη Δυτική Στερεά Ελλάδα ονομάστηκαν αποκλείστρες, από το ρήμα αποκλείω και την παραγωγική κατάληξη -τρα.
Οι αποκλείστρες, λοιπόν, ήταν υπαίθριοι χώροι καταφυγής σε ημιορεινές ή ορεινές περιοχές, αλλά και βαλτονησίδες των λιμνών και των εκβολών ποταμών, καθώς και μικρά ή μεγάλα σπήλαια.
Τα χαρακτηριστικά κάθε αποκλείστρας ήταν η οχυρωμένη θέση της σε περίκλειστη περιοχή, απροσπέλαστη από τον εχθρό, σχεδόν απόρθητη, με μία μόνο είσοδο, που μπορούσε να φρουρηθεί αποτελεσματικά από λίγους άνδρες, όπου μπορούσαν να εγκατασταθούν και να διαβιώσουν χιλιάδες ψυχές.
Στις αποκλείστρες αναφέρονται κάποιες προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού, όπως: «καλότυχα τα βουνά, πόσες ψυχές θα σώσουν» και «καλότυχοι που θα είναι στα βουνά, θ' ακούν τον πόλεμο και δεν θα τον βλέπουν.».
Αποκλείστρες υπήρχαν μόνο στη Στερεά Ελλάδα, ενώ στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και στα νησιά οι κάτοικοι κατέφευγαν σε σπήλαια στις ορεινές περιοχές. Ο Αμερικανός φιλέλληνας Σάμιουελ Χάου γράφει στο Ημερολόγιό του για τους χώρους καταφυγής στην Πελοπόννησο: «Κατέφυγον εις τα ορεινά καταφύγιά των εντός των σπηλαίων. Εις πάσαν ορεινήν θέσιν εξησφαλισμένην υπό του εχθρικού ιππικού, ευρίσκονται συνηθροισμένα απειράριθμα πλήθη γερόντων και γυναικοπαίδων, δεινώς πασχόντων εξ ελλείψεως τροφών και ενδυμάτων. Διαμένουσιν εντός μικρών σπηλαίων και προχείρων καλυβών. Γυμνόποδες και ρακένδυτοι περιπλανώνται εις τους βράχους προς συλλογήν σαλιγκαρίων και χόρτων δια να κορέσωσι την διαβρωτικήν πείναν των.».
Η μεγάλη αποκλείστρα της Καστανιάς
Ο στρατηγός Σπυρομήλιος στα Απομνημονεύματά του μιλάει για τις αποκλείστρες της Δυτικής Ελλάδας κι αναφέρει τις δύο μεγαλύτερες, του Καρπενησίου και του Βάλτου. Όμως, αυτή του Καρπενησίου είναι αρκετά μακριά από το Καρπενήσι. Βρίσκεται μεν στην Ευρυτανία, αλλά στην περιοχή του Προυσού, ανατολικά της ιστορικής Μονής της Παναγίας της Προυσιώτισσας και νοτιοανατολικά του χωριού Καστανιά. Βρίσκεται, δηλαδή, μεταξύ των τριών επαρχιών, Απόκουρου, Κραβάρου και Καρπενησίου.
Στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, που εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ, στο φύλλο της 28ης Μαΐου 1824, υπάρχει μια σύντομη περιγραφή της μεγάλης αποκλείστρας της Καστανιάς. Αναφέρει ότι περιβάλλεται από απροσπέλαστους βράχους, έχει ευρυχωρότατη έκταση, που χωράει 5.000 οικογένειες, κι ακόμη έχει νερά ικανά για την κατασκευή μύλων και μια μοναδική είσοδο. Έχει, επίσης, μια αποθήκη τροφίμων, ένα μικρό φρούριο στην είσοδο κι έναν μύλο.
Όλ' αυτά την καθιστούν απόρθητη και ικανή ν' αντέξει σε μακροχρόνια πολιορκία χωρίς ενόχληση, ενώ στα πεδινά τμήματα, που εμπεριέχει, μπορεί να τρέφεται μεγάλος αριθμός ζώων. Η εν λόγω αποκλείστρα φαίνεται ότι ήταν γνωστή από τις πρώτες εισβολές στη Δυτική Ελλάδα, μετά την κήρυξη της Επανάστασης, το 1821.
Τον Μάϊο του 1824, η Διοίκηση αποφασίζει να την οχυρώσει, αναθέτοντας το έργο αυτό στον Γεώργιο Λέλη από το Καρπενήσι. Ο Γ. Λέλης σε αναφορά του προς τον Γενικό Διευθυντή της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στις 2 Ιουνίου 1824, περιγράφει εκτεταμένα τόσο την αποκλείστρα όσο και τις εργασίες που έγιναν για την οχύρωσή της: «Η αποκλείστρα», γράφει, «είναι έν πλάγιον ήμερον βουνόν εις τρίγωνον σχήμα [...] έχουσα ύψος υπέρ τους 300 πήχεις [...] γίνεται ως μία νήσος, και με ολίγην φυλακήν, με μόνον εκατόν άνδρας κατασταίνεται απόρθητος [...] η δε είσοδός της είναι πλησίον του υψηλοτέρου μέρους και αυτή δεν έχει ειμή δύω πηχών πλάτος δια μέσου βράχων, και μόνον τρεις άνθρωποι εμποδίζουν το έμβασμα. [...] Τρεις χιλιάδες οικογένειαι χωρούν να κατοικήσωσι, και εν καιρώ ανάγκης κατοικούν ως πέντε χιλιάδες [...] και υπέρ τας εξ χιλιάδας ζώα, οπόταν χρειασθούν να κλείσουν προς τροφήν των, χίλια πεντακόσια όμως ημπορούν να τρέφωνται δια όλον το καλοκαίρι...».
Σ' αυτό το «ήμερον βουνόν», στον χώρο της αποκλείστρας, υπήρχε κι εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή, ερείπια της οποίας διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Πιθανολογείται ότι εδώ μεταφέρθηκε γι' ασφάλεια η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας το 1825.
Πάνω από την είσοδο του μονοπατιού, που ονομαζόταν Φρά(γ)μα και οδηγούσε στην αποκλείστρα, υπήρχαν συγκεντρωμένοι ογκόλιθοι, που τους κυλούσαν από ψηλά οι γυναίκες, αν ποτέ έφθαναν εδώ οι Τούρκοι.
Τον Σεπτέμβριο του 1824, η Διοίκηση διόρισε φρούραρχο της αποκλείστρας τον Δημήτριο Γουβέλη από τον Προυσό, με 75 στρατιώτες, που τους συντηρούσε με δικά του έξοδα.
Στη μεγάλη αποκλείστρα της Καστανιάς, ψηλά σ' έναν απόκρημνο βράχο, υπάρχει και η μεγάλη σπηλιά. Εδώ τοποθετείται, σύμφωνα με τον ποιητή Λυκόφρονα τον Χαλκιδέα, τον Αριστοτέλη τον Σταγειρίτη και τον Νίκανδρο τον Κολοφώνιο, το αρχαίο μαντείο, το αφιερωμένο στον ομηρικό Οδυσσέα.
Η αποκλείστρα του Βάλτου
Η δεύτερη αποκλείστρα, που αναφέρει ο Σπυρομήλιος, είναι του Βάλτου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Αιτωλοακαρνανίας, στα όρια με την Ευρυτανία, στο τμήμα του νομού που ονομάζεται Βάλτος, όπου κυριαρχούν τα ομώνυμα όρη του Βάλτου. Πιο συγκεκριμένα, η αποκλείστρα καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στη βόρεια πλευρά του όρους Καλάνα, κοντά στα χωριά Εμπεσός και Περδικάκι στην περιοχή του Χαλκιόπουλου.
Νότια και δυτικά περιβάλλεται από πελώριους και κάθετους βράχους του όρους Καλάνα. Ψηλά, στην κορυφή των βράχων, υπάρχει η σπηλιά, όπου μόνασε ο άγιος Ανδρέας ο ερημίτης, από το Μονοδένδρι της Ηπείρου, τον 13ο αιώνα, η οποία έχει μετατραπεί σ' εκκλησία.
Βόρεια κι ανατολικά η αποκλείστρα προστατεύεται από τον ποταμό Αχελώο και τη σημερινή τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, που βρίσκονται χαμηλότερα από το υψόμετρό της, κάτω από απότομες πλαγιές. Είναι το σημείο όπου τα νερά του ποταμού σχηματίζουν την πανέμορφη τεχνητή λίμνη, η οποία, φυσικά, δεν υπήρχε τον καιρό που λειτουργούσε η αποκλείστρα. Τότε περιβαλλόταν μόνο από τον Αχελώο.
Εντυπωσιακή είναι η θέα της αποκλείστρας από το μονοπάτι, που σε μία ευθεία οδηγεί στη σπηλιά του αγίου Ανδρέα, ψηλά, στην άκρη του κάθετου βράχου. Απέναντι βλέπει κανείς τα καταπράσινα βουνά της Ευρυτανίας με τα διάσπαρτα χωριά, τον Αχελώο, που κυλά μπροστά τους και την πανοραμική άποψη της λίμνης των Κρεμαστών.
Η αποκλείστρα του Βάλτου έγκαιρα είχε επιλεγεί ως χώρος καταφυγής, αφού είχε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις.
Τον Φεβρουάριο του 1825 οι παραστάτες των Αγράφων, δηλαδή οι πληρεξούσιοι Αναγνώστης Διδασκάλου και Κωνσταντίνος Ζώτος, υπογράφουν ένα έγγραφο, που απευθύνεται στη Διοίκηση, με το οποίο ζητούν οικονομική ενίσχυση για τη δημιουργία υποδομών και την οργάνωση της αποκλείστρας. Το έγγραφο ξεκινά με την περιγραφή του χώρου και το προβλεπόμενο κόστος: «Εις το μέρος του Βάλτου πλησίον του Αχελώου ποταμού, είναι ένα όρος εκ φύσεως οχυρόν Κανάλα λεγόμενον το οποίον έχει τοποθεσίαν εκτεταμένην με περιφέρειαν ωσή ωρών εννέα εφ' ης κατεπείγουσα ανάγκη να γίνεται χωρητική όλων των οικογενειών και ζώων των πέριξ επαρχιών Βάλτου, Αγράφων, Ασπροποτάμου, Άρτης και λοιπών. Το οποίον δια να γίνη απόρθητον χρειάζονται να εξοδευσώσι δύο χιλιάδες τάλαρα, να οχυρωθούν τα μέρη τα οποία η φύση άφησεν ελλιπή, εν τοσούτω να γίνωσι και δύο στέρνες δια νερό και μαγαζιά δια τροφάς και πολεμοφόδια, όπου είναι και τόπος εις τας ακρώριας επίπεδος με αρκετήν έκτασιν.». Αναφέρουν ακόμη ότι «συμφέρει εις το έθνος να έχει αυτό το προπύργιο και εις τας πλησιαζούσας επαρχίας αυτό το καταφύγιον. Επειδή όταν μετακομήσσωσι γυναίκες, παιδιά και γέροντες εις το μέρος, τότε όλοι οι νέοι οπλοφορούντες κινούνται με ελληνικόν ηρωισμόν και θάρρος κατά του εχθρού.». Και συνεχίζουν: «Το μέρος αυτό οχυρώνεται εις διάστημα δύο μηνών και ολιγότερον, δια δε την ασφάλειαν των οικογενειών πρέπει να διορισθή από μέρος της Διοικήσεως φρούραρχος τιμίου χαρακτήρος.». Τέλος, το έγγραφο των Βαλτινών προς τη Διοίκηση καταλήγει: «Τούτ' αυτό επροβλήθη δι' αναφοράς πέρυσι και εις την συνέλευσιν Δυτικής Ελλάδος και απεφασίσθη μεν, δεν εξετελέσθη δε δια την έλλειψη των χρημάτων και έγινε μόνον η αποκλήστρα της επαρχίας Καρπενησίου.».
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι μαζί με τη μεγάλη αποκλείστρα της Καστανιάς προτάθηκε και η οχύρωση της αποκλείστρας του Βάλτου, που, όμως, λόγω έλλειψης χρημάτων, δεν πραγματοποιήθηκε τότε, αφού μετά από έναν χρόνο οι Βαλτινοί επανέρχονται με νέο έγγραφο.
Μετά την Επανάσταση, στον χώρο της αποκλείστρας με τις καλύβες και τις υποτυπώδεις υποδομές εγκατάστασης, δημιουργήθηκε σταδιακά ένα χωριό, η Μηλιά, που κατοικήθηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1971, όταν την εγκατέλειψαν και οι τελευταίοι κάτοικοί της για να εγκατασταθούν στον Εμπεσό. Για αρκετά χρόνια αργότερα κάποιες οικογένειες επέστρεφαν και διαβιούσαν εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σήμερα, στην αποκλείστρα του Βάλτου υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μια σύγχρονη εξοχική κατοικία, κάποια παλιά σπίτια και πρόχειρα καταλύματα με σταυλικές εγκαταστάσεις, που χρησιμοποιούνται, κυρίως, τους θερινούς μήνες.
Το νησί στο Λεσίνι
Το Λεσίνι είναι ένα χωριό κοντά στον Αχελώο ποταμό, λίγο πριν τις εκβολές του, εκεί όπου στην αρχαιότητα ήταν η λίμνη Κυνία. Όλη αυτή η περιοχή, γύρω από τις εκβολές του Αχελώου, στα χρόνια της Επανάστασης, ήταν ένας εκτεταμένος βαλτότοπος με πολλές βαλτονησίδες. Τα περάσματα, που οδηγούσαν σ' αυτά τα νησιά των βάλτων, ήταν γνωστά μόνο στους κατοίκους της περιοχής. Έτσι, παρείχαν ασφάλεια σε όσους κατέφευγαν στο έδαφός τους.
Ένα από αυτά ήταν και το νησί του Λεσινίου με τη Μονή της Παναγίας της Λεσινιώτισσας, που ιδρύθηκε το 1595 μετά την εύρεση της εικόνας της βρεφοκρατούσας Παναγίας. Με την έναρξη της Επανάστασης το νησάκι της Παναγίας της Λεσινιώτισσας λειτούργησε ως αποκλείστρα. Πολλές οικογένειες της περιφέρειας κατέφυγαν εκεί, όπου παρέμειναν μέχρι την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Στο νησί του Λεσινίου υπήρχε και κάστρο με κανόνια, ένα από τα οποία βρίσκεται σήμερα στον περίβολο της Μονής. Το 1823, με εντολή του Καραϊσκάκη, τοποθετήθηκε φρούραρχος στο νησί ο Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος, ο οποίος διακρίθηκε σε μάχες με τους Τούρκους στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα, ο άλλοτε απέραντος βαλτότοπος του Λεσινίου μετατράπηκε σ' έναν πλουτοπαραγωγικό κάμπο, που η σύσταση και το χρώμα του εδάφους του, με τις έντονα γκρίζες αποχρώσεις, διατηρούν τις μνήμες του παλιού βαλτότοπου.
Οι αποκλείστρες της Ναυπακτίας
Στην ορεινή Ναυπακτία (Κράβαρα) πολλά μικρά και μεγάλα σπήλαια, αλλά και υπαίθριες θέσεις λειτούργησαν ως αποκλείστρες καθόλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Οι σημαντικότερες είναι οι εξής:
1) Ο βράχος της Κλεπάς. Είναι ένας απότομος κοκκινόβραχος, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού Κλεπά και κατεβαίνει προς τα στενά του ποταμού Εύηνου. Εκεί είναι και η σπηλιά που χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο στην Επανάσταση. Εδώ οχυρώθηκε ο οπλαρχηγός Ανδρίτσος Σαφάκας, το 1823, όταν οι Αρβανίτες υπό τον Σκόντρα πασά είχαν φτάσει στην περιοχή μετά τη μάχη της Καλιακούδας και τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.
Τον Φεβρουάριο του 1825, ο Σαφάκας ζήτησε από τη Διοίκηση γρόσια για να οχυρώσει την αποκλείστρα της Κλεπάς.
2) Ο Καρφοπεταλιάς. Βρίσκεται απέναντι από το Νεοχώρι και είναι ένα απόκρημνο βουνό, που η ανάβαση σ' αυτό γίνεται μόνο από ένα μονοπάτι. Εκεί οχυρώνονταν οι κάτοικοι της περιοχής, κτίζοντας ταμπούρια. Όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν ν' ανέβουν, οι οχυρωμένοι κάτοικοι κυλούσαν ογκόλιθους προς αυτούς και τους καταπλάκωναν.
3) Η αποκλείστρα της Δορβιτσάς. Όταν υπήρχε κίνδυνος, οι κάτοικοι της Δορβιτσάς, που βρίσκεται στο κέντρο της δυτικής Ναυπακτίας και είναι αγκαλιασμένη από ψηλές βουνοκορφές, κατέφευγαν προς το κοντινό ποτάμι, στην αποκλείστρα και στις σπηλιές στα Μαντράκια, κουβαλώντας μαζί τους το βιος τους. Σε μια σπηλιά από αυτές, το 1910, βρέθηκαν χαλκώματα κι αρκετοί κασμάδες, ενώ σε μια άλλη, το 1946, βρέθηκαν ένας μύλος του καφέ κι άλλα οικιακά σκεύη.
4) Οι μεγάλες σπηλιές της Κόνισκας. Οι κάτοικοι της Κόνισκας, όταν κινδύνευαν, κατέφευγαν σε μια σειρά από θέσεις, που παρείχαν ασφάλεια, όπως στον Άννινο, στη Ρηγανόλακκα, στο Μαλαβούνι, στον Μάραθο, στην Πλακολιθιά και στον Πέρα Πλάτανο. Οι δύο, όμως, μεγάλες σπηλιές, η Μαύρη Σπηλιά και η Σπηλιά του Νικολίτσα, που βρίσκονται στη δυσπρόσιτη κι απόκρημνη νοτιοανατολική πλαγιά του Άννινου, αποτελούσαν τις πιο αγαπημένες αποκλείστρες των κατοίκων τής περιοχής.
5) Η αποκλείστρα Παλιοκάστελα στο Νιόκαστρο. Βρίσκεται ψηλά, πάνω από τη Ναύπακτο, στον ορεινό όγκο της Ναυπακτίας, κοντά στις πηγές του χειμάρρου Σκα, ανάμεσα στα χωριά Νιόκαστρο και Μαμουλάδα. Πρόκειται για μια περιοχή με απότομους βράχους, νερά, σπήλαια και φαράγγια, που μοιάζει μ' ένα μικρό Σούλι. Αυτό το σημείο, που ονομαζόταν από τους κατοίκους της περιοχής Παλιοκάστελα ή Παλιοκάστελο, ίσως γιατί προϋπήρχε εκεί κάποιο μικρό κάστρο, επιλέχθηκε για να οχυρωθεί ως αποκλείστρα. Η επιλογή της θέσης αυτής είναι εντυπωσιακή. Σε ύψος τριακοσίων περίπου μέτρων από τα δύο ρέματα, που την περιβάλλουν, σ' ένα είδος μικρής χερσονήσου, έγινε η οχύρωση. Η αποκλείστρα είχε μία μόνη πρόσβαση από δύσβατα μονοπάτια, μέσω του βόρειου αυχένα, και στο κέντρο της υπήρχε δεξαμενή νερού (κινστέρνα). Τα Παλιοκάστελα, στο πέρασμα του χρόνου, συνδέθηκαν με θρύλους και παραδόσεις, αλλά και με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της περιοχής.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1825 τα Παλιοκάστελα δέχθηκαν την επίθεση των Τούρκων, οι οποίοι συνέλαβαν τα γυναικόπαιδα, τα οδήγησαν στο κάστρο της Ναυπάκτου και τα υπέβαλαν σε μαρτυρικό θάνατο με σούβλισμα.
Μια παράδοση για τον χαλασμό στα Παλιοκάστελα, που σώθηκε στο γειτονικό χωριό Μαμουλάδα, λέει: «Οι κάτοικοι αυτού του χωριού είχαν πάει να εκκλησιαστούν στον Άγιο Γεώργιο, στη θέση Καμπούλια, όπου σήμερα διακρίνονται ίχνη από τα θεμέλια του ναού. Όταν σχόλασε η εκκλησία, οι πιστοί είδαν ένα όρνιο να πετά και να στέκεται πάνω από την εκκλησία. Ένας προσκυνητής τουφέκισε το όρνιο, που έπεσε νεκρό. Τότε είδαν όλοι έκπληκτοι ότι στο στόμα του είχε ένα ανθρώπινο χέρι. Κατατρομαγμένοι διαπίστωσαν ότι το χέρι ανήκε σε Νιοκαστρίτη κι αμέσως κατάλαβαν ότι οι Τούρκοι χάλασαν τα Παλιοκάστελα.».
Οι αποκλείστρες της Δωρίδας
Αποκλείστρες υπήρχαν και στη Δωρίδα, που σήμερα αποτελεί τμήμα του νομού Φωκίδας. Πολλά δυσπρόσιτα σπήλαια και σπηλιές, αλλά και υπαίθριοι χώροι σε απόκρημνες περιοχές, λειτούργησαν ως αποκλείστρες για τον άμαχο πληθυσμό της Δωρίδας. Τα χωριά γύρω από την Αρτοτίνα, απ' όπου μάλιστα καταγόταν ο Αθανάσιος Διάκος, όταν παρουσιαζόταν κίνδυνος, κατέφευγαν στην αποκλείστρα των Βαρδουσίων, που ήταν μια σπηλιά απάτητη σε γκρεμό. Τον Μάιο του 1825, σε μία από τις πολλές τους επιδρομές στη Δωρίδα, οι Τούρκοι έκαψαν το Λιδωρίκι. Τότε, ο κόσμος κατέφυγε στην αποκλείστρα Κάριο, που βρισκόταν μεταξύ των χωριών Συκιά και Λευκαδίτι. Οι Τούρκοι χτύπησαν κι έκαψαν το Λευκαδίτι, αλλά δεν μπόρεσαν να πατήσουν το Κάριο. Και, όταν αργότερα οι Τούρκοι επέδραμαν στα χωριά Αγία Ευθυμία, Βουνιχώρα και Πεντεόρια, οι κάτοικοί τους κατέφυγαν άλλοι στην αποκλείστρα Κάριο κι άλλοι στην αποκλείστρα στα Βαρδούσια. Οι Τούρκοι έφθασαν πάλι στο Κάριο, αλλά οι σπηλιές ήταν απάτητες και οι Έλληνες αμύνονταν ακόμη και με λιθάρια.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι συνοδευτικές φωτογραφίες ανήκουν στον συντάκτη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νόημα, τόμος 12, Ιούνιος 2021
Βιβλιογραφία:
Φώτης Ν. Αρκαδόπουλος, Η Κόνισκα στον χώρο και στον χρόνο, Έκδοση Ι.Λ.Ε.Κ. - Κόνισκα 2007,
Κ.Σ. Κώνστας, Άπαντα, Τόμος 10ος, Αθήνα 1990,
Γιάννη Δημ. Υφαντόπουλου, Η αποκλείστρα της Καστανιάς, Εφημ. Ο Καστανιώτης, έτος 25ο, αρ. φύλλου 100, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2004,
Δημήτρης Λουκόπουλος, Θέρμος και Απόκουρο, Αθήνα 1990,
Κωνσταντίνος Ι. Ζήσης, Η αποκλείστρα της Ευρυτανίας και η συμβολή των Αγραφιωτών στην Πολιορκία κι Έξοδο του Μεσολογγίου, Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Ρούμελης, Η Ρούμελη ανά τους αιώνες: Η ιστορία και το μέλλον της, 17-20 Σεπτεμβρίου 2004,
Ιωάννης Γ. Νεραντζής, Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Αιτωλοακαρνανίας στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821, Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Τριχωνίας και Ναυπακτίας στις 9, 10, 11 Ιουνίου 2012, Τόμος 1,
Σάμιουελ Χάου, Ημερολόγιο από τον Αγώνα 1825-1829, Βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, Αθήνα 1971,
Σπυρομήλιου, Χρονικό του Μεσολογγίου 1825-1826, Εκδόσεις Γαλαξία,
Ευάγγελος Κ. Τσιούνης, Η αποκλείστρα στη Μηλιά Περδικακίου, Εφημ. Χαλκιοπουλιτών Επικοινωνία, Δεκέμβριος 2020, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2021, αρ. φύλλου 56,
Ηλίας Στ. Δημητρόπουλος, Το βιβλίο του Νιόκαστρου Ναυπακτίας, Πάτρα 2000,
1821: Μάχες στη Δωρίδα, lidoriki.blogspot.com.