Μία ανέκδοτη και έμμετρη ερωτική ιστορία σε 46 εξάστιχα
Γιώργου Μπιλικά
Αμφιβολία δεν χωρά
πως γίνανε όλα ξαφνικά,
παρόλο που όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Με είδε και ταράχτηκε,
η σιωπή της χάθηκε
2:
Της λέω: «Μου στήνεις μηχανή,
ή μήπως είσαι αμήχανη
και ψάχνεις τρόπο για να με προφτάσεις;»
Μου λέει: «Δεν είναι δυνατόν.
Συγγνώμη και με το παρντόν,
αλλά κουράστηκα από τις αποστάσεις…
3:
…άλλωστε μάθε πως εγώ,
τις αποστάσεις τις μισώ
και θα 'θελα απ' την αρχή ν' αρχίσω».
«Τότε» –της λέω– «τι ρωτάς;
Και από μένα τι ζητάς;
Δεν πρόκειται να σε εξυπηρετήσω».
4:
Την κοίταξα και γέλασα,
αμέσως την προσπέρασα
και έδειξα πως ήθελα να φύγω.
Εκείνη δεν το δέχτηκε,
φαίνεται πως το σκέφτηκε
και φώναξε: «Μείνε ακόμα λίγο».
5:
Έσκυψα και τη φίλησα,
στην αγκαλιά της κύλησα,
σα να 'μουνα μια μπάλα του μπιλιάρδου.
Μαζί στροβιλιστήκαμε,
στον έρωτα δοθήκαμε,
δραπέτες απ' τη θάλασσα του άδειου.
6:
Καθόλου δεν μας ένοιαζε
το σκηνικό που έμοιαζε
λες κι ήτανε ταινία του Fellini.
Ήταν βαρύς ο ουρανός,
συννεφιασμένος βροχερός
κι η υγρασία, μου φρεσκάριζε τη μνήμη.
7:
Της διάβασα τα ποιήματα
που μίλαγαν για θύματα
ενός μεγάλου ιερού πολέμου.
Με άκουγε αδιάφορα,
μιλούσε για διάφορα,
δεν άντεξε και είπε: «Ο, Θεέ μου…
8:
…ποτέ μου δεν περίμενα
μέσα από αυτά τα κείμενα
να φτιάξεις μία τέτοια ιστορία».
Της είπα πως το μυστικό,
είναι ν' ακούς το ιστορικό,
ενώ συγχρόνως να μη δίνεις σημασία.
9:
Αμέσως το άλλο πρωινό,
έτρεξα να προμηθευτώ
διάφορα από το super market.
Κι εκείνη θέλοντας πολύ
ν' ακούσει λίγη μουσική,
προτίμησε τη jazz του Bobby Hackett.
10:
Με το walkman στο αφτί,
έβλεπε τηλεόραση,
ενώ ταυτόχρονα σιδέρωνε τα ρούχα.
Την κοίταξα κι απόρησα,
στο σύνθημα προχώρησα
και άρπαξα εκείνο το όπλο που 'χα.
11:
Μου λέει: «Το όπλο τι το θες;
Αφού εμείς οι δύο χθες
περάσαμε πάρα πολύ ωραία.
Σ' αυτή όμως την περίπτωση,
μου δίνεις την εντύπωση
ότι εδώ θα γίνουμε Κορέα».
12:
«Μαζί μου θα είχες ό,τι θες»
–της είπα– «και ας πρόσεχες.
Ας φρόντιζες να μη με εκνευρίσεις.
Εγώ δεν είμαι της αρχής
και θα 'πρεπε πολύ νωρίς
αυτό να το συνειδητοποιήσεις…
13:
…μάθε πως δεν ανέχομαι
τα βίτσια σου να δέχομαι
και ήρθε η ώρα να ασκήσω βέτο.
Στο ξαναλέω δυο και τρεις.
Εγώ δεν είμαι της αρχής.
Του τέλους είμαι εγώ. Κατάλαβέ το».
14:
Και πέφτοντας στα γόνατα
δύο χιλιάδες χρώματα
ξεπήδησαν από τα δάκρυά της.
Μέσα από τα αναφιλητά,
που ακουγότανε πνιχτά,
ζητούσε επειγόντως τη μαμά της.
15:
«Εδώ δεν θέλω πεθερά»
της είπα και προσπάθησα
στα πόδια της ξανά να τη σηκώσω.
Ενώ όμως προσποιούμουνα,
κρυφά κρυφά σκεφτόμουνα
να βρω τον τρόπο να την εξοντώσω.
16:
Εκείνη άλλαξε βιολί.
Περιποιότανε πολύ
τον σκύλο, αλλά και την καρδερίνα.
Κι εγώ για να συγκεντρωθώ,
της είπα πως θα αποσυρθώ
σ' ένα προάστιο πιο έξω απ' την Αθήνα.
17:
Τη λαμαρίνα δάγκωσα,
το σκέφτηκα και πάγωσα.
Αυτό δεν το περίμενα ποτέ μου.
Γιατί ούτε καν το νόμιζα
και το αντιμετώπιζα
σαν ένα δρομολόγιο του τρένου.
18:
Κοντά της ξαναγύρισα,
τα δυο της χείλη φίλησα,
Της είπα: «Δεν μπορώ χωρίς εσένα».
Με κοίταξε προσεκτικά
και έπειτα ειρωνικά
μου είπε: «Εσύ, δεν μοιάζεις με κανένα».
19:
Λιγάκι ανησύχησα.
Σκέφτηκα πως ατύχησα
ν' αρχίσω μία τέτοια ιστορία.
Συνήλθα όμως γρήγορα
και ένιωσα παρήγορα.
Στην αγκαλιά μου, είχα μια κυρία.
20:
«Ξέρεις» –μου λέει– «μαγείρευα,
τα μακαρόνια γύρευα
κι έχω αφήσει ανοιχτό το μάτι».
«Forget it» είπα ευγενικά
και προσπαθούσα απαλά,
να την ξαπλώσω πάνω στο κρεβάτι.
21:
Μου λέει: «Εγώ, δεν είμαι απ' αυτές
που ήξερες τις διαμπερές
γυναίκες με του λιμανιού την κάστα.
Εγώ είμαι κόμισσα σωστή,
στην κοινωνία ξακουστή.
Γι' αυτό σου λέω, αυτά που ξέρεις άστα».
22:
«Μα αν είσαι τότε κόμισσα»
–αμέσως εξεστόμισα–
«για μένα είναι μία ευκαιρία.
Να ταξιδέψουμε μαζί,
με του έρωτα τη μηχανή
και να γραφτώ κι εγώ στην ιστορία».
23:
«Αλήθεια» –αντιπρότεινε,
το μάτι της μισόκλεινε–
«Η σκούφια σου λοιπόν κατά πού πέφτει;»
Mα μέχρι να καλοσκεφτώ,
με ήχο εκκωφαντικό
έριξε από τον τοίχο τον καθρέφτη.
24:
Σκέφτηκα τον Αλάριχο
και είπα, είναι άδικο
η σκούφια μου απ' αυτόνε να κρατάει.
Ακόμα σκέφτηκα πολύ,
στη Δύση, στην Ανατολή,
για να βρω κάποιονε που να μου πάει.
25:
Για κοίτα φίλε μου να δεις
το πρόβλημα ν' αντιληφθείς,
τι έπαθα που μια γυναίκα θέλω.
Στην ιστορία για να γραφτώ,
τη σκούφια μου ν' αναζητώ,
εγώ που μια ζωή, φοράω ένα καπέλο.
26:
Ψαράς δεν είμαι ομολογώ,
και ναι θα το παραδεχτώ:
Είμαι συνηθισμένο παλικάρι.
Είχα σβηστά τα φώτα μου,
την είδα κι είπα: «Όπα μου!
Ετούτη δω, μου ανάβει το… φανάρι!»
27:
Της λέω: «Δεν ξαπλώνουμε;
Τι κρίμα να μαλώνουμε.
Αργότερα, μιλάμε για καπέλα».
Εκείνη χαμογέλασε,
ένα φιλί με κέρασε
και λίγο πονηρά, μου είπε: «Έλα».
28:
Ένοιωσα –να 'μαι ειλικρινής–
σαν ένα πλοίο της γραμμής,
που είχε δρομολόγιο να κάνει.
Σαν θαλασσόλυκος σωστός,
πέρασα όλα τα μποφόρ
και έδεσα σε λίγο στο λιμάνι.
29:
«Ξεφόρτωσε» –μου είπε απλά–
«σαν τα οχηματαγωγά,
δώσ' μου το περιεχόμενό σου».
«Πάρ' το» –της είπα τρυφερά–
«Τις μηχανές, τα φορτηγά,
το πούλμαν και το αυτοκίνητό σου».
30:
Τσιγάρο ανάψαμε μαζί,
πήραμε μια αναπνοή
και ξεκινήσαμε ξανά, γι' άλλο ταξίδι.
Και καθώς ήμουν... ανιών,
της είπα: «Είμαι κρο-μανιόν».
Κι εκείνη: «Ας φυλαχτούμε από το φίδι».
31:
Μου πρόσφερε το μήλο της
και της συκής το φύλλο της,
που ήταν κάτω από τον αφαλό της,
το 'βαλε δίπλα στο κομό
κι άφησε έναν στεναγμό,
καθώς εισήλθα στον παράδεισό της.
32:
Με χιούμορ παρατήρησε
πως το ταξίδι κύλησε
και αφορμή γι' αυτό, ήταν ο χάρτης.
Κι εγώ σκεφτόμουν σιωπηλός,
τον ποιητή που σοβαρός
είπε ότι μου μοιάζει ο Βοναπάρτης.
33:
Μου λέει: «Για μίλα μου γι' αυτόν
τον διάσημο Κορσικανόν.
Πες μου. Μην είσαι απόγονός του;»
Της είπα: «Ναι», σηκώθηκα,
στο μπάνιο μέσα χώθηκα
και φώναξα: «Είμ' εννιασέγγονός του».
34:
Τα γένια μου τα ξύρισα
και στο κρεβάτι γύρισα,
σαν δεύτερος Ερμής του Πραξιτέλη.
Η Ζοζεφίν ήταν εκεί,
σαν Αφροδίτη ελκυστική
και έμοιαζε να κοιμηθεί πως θέλει.
35:
Μόνος μου λοιπόν βρέθηκα
και κάθισα και σκέφτηκα
που μ' οδηγεί αυτή η ιστορία.
Περπάτησα στην εξοχή,
να ανακαλύψω την πτυχή,
που θα μου φώτιζε τα σκοτεινά σημεία.
36:
Σ' ένα μπαράκι στάθηκα
κι έβγαλα από το νάρθηκα
τον μέθυσο τον εαυτό που κρύβω.
Ο μπάρμαν ήτανε μουγκός
κι εγώ που 'νιωθα σαν τυφλός,
δεν ήξερα. Να μείνω ή να φύγω;
37:
Σαν κινηματογραφική
ταινία, είδα στο πανί
σκηνές και πλάνα απ' όλη τη ζωή μου.
Σαν μέλισσα εδώ κι εκεί,
γυρνούσα και χωρίς ντροπή,
πλούτιζα συνεχώς τη συλλογή μου.
38:
Και τώρα, είμαι ακριβώς
σαν μεθυσμένος ναυτικός,
που μπέρδεψε την πλώρη με την πρύμνη.
Η Ζοζεφίνα είναι εδώ
και πρέπει να παραδεχτώ,
πως μ' ανεβάζει την αδρεναλίνη.
39:
Νιώθω σαν το μικρό παιδί,
που ξεκινάει απ' την αρχή,
μαθαίνοντας να γράφει και να σβήνει.
Σκληρή η αλήθεια δυστυχώς.
Κατάντησα διαβητικός
κι η Ζοζεφίν, είναι η ινσουλίνη.
40:
Σαν τζογαδόρος που ζητά
να ρίξει τώρα τη ζαριά
που αν κερδίζει μια, τις δυο τις χάνει,
νιώθω πως είμαι τώρα πια,
σαν φοβισμένη –λες– σουπιά
που παγιδεύτηκε και αμολάει μελάνη.
41:
Μα θα 'πρεπε να συστηθώ.
Ήρθε νομίζω ο καιρός,
για να σας πω ποιος είμαι και τι κάνω.
Γιατί θ' αναρωτιόσαστε
και σίγουρα καθόσαστε
σε αναμμένα κάρβουνα επάνω.
42:
Εγώ λοιπόν, δεν είμαι της
Βοστώνης ο στραγγαλιστής.
Δεν είμαι ούτε ο Τζακ ο αντεροβγάλτης.
Στην περιπέτεια αυτή,
με έμπλεξε από την αρχή,
ο γεωγραφικός εκείνος χάρτης.
43:
Είμαι συλλέκτης γυναικών
και μέχρι και κουτιά ταμπόν
έχω, για να προσφέρω στις κυρίες.
Για δε του λόγου το αληθές
έγχρωμες έχω ερωτικές,
μα και πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
44:
Τα βράδια γύριζα αργά
κι όλο θυμόμουν τα παλιά,
ώσπου ήρθε η Ζοζεφίνα, σαν κομήτης.
Δεν μου περνούσε απ' το μυαλό,
πως θα γινόμουνα εγώ,
ένα κομμάτι για τη συλλογή της.
45:
Ευθέως παραδέχθηκα
το γεγονός, το δέχθηκα,
κοντά της αποφάσισα να μείνω.
Κι ο μπάρμαν που ήτανε μουγκός,
με νόημα μου είπε πως:
«Είναι αργά. Το μαγαζί το κλείνω».
46:
Στο σπίτι πίσω γύρισα
και τρυφερά ψιθύρισα:
«Με κέρδισες μωρό μου. Στα σημεία.
Θα σε κερνάω τώρα πια,
τις νύχτες και τα πρωινά,
απ' τη δική μου τη συλλεκτική… αξία».
🌰
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved, 2019
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Κατερίνας Χατζηνικήτα [Similarities, λάδι σε καμβά]