Γιάννη Σμίχελη
α
Είναι αλήθεια πως αν πέρασε ένας μάγειρας που άφησε την σφραγίδα του στο Ίτανος ήσουν εσύ Δήμο. Βέβαια θα μου πεις, πρώτος ξάδελφος, απέναντι τα σπίτια σας στο χωριό με του πατέρα μου, μ' αυτό τον θεόρατο ευκάλυπτο να ορθώνεται σαν φύλακας-φρουρός-άγγελος και στα δυο. Η Σίτανος, ένα ορεινό μικροσκοπικό χωριουδάκι χτισμένο πάνω σ' ένα βραχένιο λόφο. Περάσαν όλοι από κει. Ο Μάνος ζωγράφιζε στα χωράφια, ενώ εγώ έγραφα την εργασία μου για την Άγρια σκέψη του Λεβί-Στρος.[1] Οι γονείς μου κοίμησαν εμένα και την Χρυσούλα στον σοφά του παππού και της γιαγιάς, πιστεύοντας πως θα ήμασταν οι πιο πιστοί διάδοχοί τους. Εγώ με το ακριβές όνομα του πατέρα του πατέρα μου και κείνη με το μικρό της γιαγιάς ως παραλλαγή της Μαρίας. Ακριβώς στο ίδιο κρεβάτι κοιμήθηκα και με την Πόπη κι έσπασα την παράδοση. Απεξαρτήθηκα τουλάχιστον, γι' αυτό μάλλον δεν μου το έγραψαν οι δικοί μου, πήραν ανάποδες. Σκοτίστηκα. Ναι, ένας μικρόκοσμος έξω από την μοντέρνα Ελλάδα του ενενήντα. Ξύλινοι στύλοι με κίτρινους λαμπτήρες σε χωματένιους δρόμους. Λες κι ήταν μια καλλονή του μεσοπολέμου, παρθένα, αθώα και σοφή.
Ένας παμπάλαιος οικισμός ανάμεσα σε Μονή Τοπλού και Βόιλα, το κάστρο του πατέρα Σολωμού στον Χανδρά.
Ήσουν η πιο ευγενική φιγούρα του σογιού. Πραγματικά ευγενικός και μειλίχιος. Καμία σχέση με τον φωνακλά πατέρα μου που πήρα από αυτόν. Τα μπιρόνια πήγαιναν σύννεφο μες στην κουζίνα μα δεν σε είδα ποτέ μεθυσμένο. Λεπτές οι γεύσεις των φαγητών σου κι εύγευστες, πλήρεις. Τεχνίτης με όλη την σημασία και υψηλών προδιαγραφών, κουβαλούσες βέβαια την αυθεντικότητα της ανατολικής Κρήτης, κρασογεύσεις του μπρούσκου, γεμάτες πράσινα μυρωδικά, βασιλικός, δυόσμος, άνηθος, μαϊντανός, σε μεγάλες ποσότητες, χοχλιούς να κολυμπούν στην σοταρισμένη ντομάτα σαν έρημες βραχονησίδες στις πύλες της κρασοκατάνυξης. Κι όμως η μινεστρόνε σου ήταν μια μαγεία, από σένα την έμαθα. Τώρα πια έχω κρατήσει απ' όλη την κουζίνα του μαγαζιού μόνο το ελαιόλαδο, τα λαχανικά, τα όσπρια. Χορτοφάγος πια, κανένα κρέας, εννοώντας φυσικά ούτε πουλερικά, ψάρι, σαλιγκάρια. Τίποτα από σάρκα.
Δεν μαζεύομαι πια Δήμο. Γλίτωσα από την μουρμούρα, τις μπινιές και τα καμώματα ολονών. Βέβαια εσύ ήσουν κοινής αποδοχής στο σόι, ως ένας πολύ ήρεμος και λογικός άνθρωπος ανάμεσα σε παράλογους, ήξερες να μας παλεύεις. Κάτι που δεν το είχα ούτε θέλω να το αποκτήσω. Μπορεί τελικά να είμαι μονόχνοτος όπως ο παππούς μου, βαρύς κι ασήκωτος, καθόλου παιχνιδιάρης και αέρινος όπως ο πατέρας σου, ο λυράρης, αστέρι στα γλέντια. Ξαδελφάκι, του άρεσε να τον προσφωνώ.
Τελικά η ελιά στο μάγουλο είναι το σημάδι της πιθανότητας στον καθορισμό των ονείρων. Μπορεί και να έχουμε γεννηθεί όλοι εμείς στην Κρήτη από ελιά. Θυμάμαι όταν φύτευα τα δενδρύλλια στις μεγάλες τρύπες που 'χε ανοίξει το σκαπτικό, ήταν σαν να βύθιζα τις δικές μου ρίζες στο χώμα. Δεν τις φρόντισα ποτέ ξανά. Αναρωτιέμαι, τι θα λένε με τα πουλιά; Μπορούν να συζητούν για τον καιρό στη χώρα των βυθισμένων κύκνων. Τι ωραία που θα ήταν να σηκωνόταν ο τόπος και να χώνονταν για πάντα σ' ένα φωτεινό σκοτάδι. Να μην το βλέπει κανένας, να μην χαλάνε το φυσικό, λιτό του κάλλος με τα αιολικά πάρκα, σαν να είναι η βεβήλωση του φυσικού ύψιστου από την χυδαία επιστήμη της κερδοσκοπίας.
β
Άλκη, πες μου, πού βρίσκεται το νερό; Να το πιω μια και καλή και να ανοίξω τα φτερά στο σύμπαν. Να μην έχω ανάγκη κανέναν και τίποτα, ούτε εμένα αλλά μήτε και τον έρωτα. Φωνάζουν οι γλάροι φεύγα, φεύγω, φεύγω κι όλο είμαι εδώ, φεύγω, φεύγω μα όλο οι ρίζες μου στεριώνουν πιο γερά στο χώμα. Θεέ μου Άλκη, τι νόημα έχει η ζωή; Τι είναι η επανάσταση; Ποιος θα μου αποκαλύψει την πηγή της γνώσης; Άλκη μ' ακούς, Άλκη, τα λόγια μου είναι πολύ κοινά σε σένα, είναι μωρού παιδιού, σαν του άβγαλτου που δεν έχει μάνα, πατέρα, φίλους, έρωτες μόνο στίχους, αλλόκοτους κι ηλίθιους.
Συντριβή Άλκη, αυτήν την καταλαβαίνω πολύ καλά. Να πετάω όσο ψηλά γίνεται και μετά σ' ελεύθερη πτώση και να σχίζω τον άνεμο και τα σύννεφα, να γίνομαι η υφή τους, υγρός αέρας, σταλαγματιές ιδρωμένης σάρκας, κύτταρα φωτός διασκορπισμένων στον ορίζοντα, να με παρακολουθούν καθώς θα αποσυντίθεμαι και με την τελική σύγκρουση να εκραγεί η ψυχή μου κι ολόγυμνη να ξεφυλλίζει τις σκέψεις των καημών σαν βιβλιοθηκάριος των εμμονών στα χάη[2] της ανυπαρξίας.
Ντράμερ συσκοτίζουν το κλάμα μου με τους ρυθμούς του πανικού κι ένας σεισμός βρυχηθμός της απόγνωσης στα ληγμένα. Παίρνω βαθιές ανάσες να μπει το οξυγόνο στα ανομολόγητα, να δώσει πνοή στα ακατάληπτα, να τρυπάει τις επιφάνειες των φλοιών των πυρήνων της τρέλας να την διαβεί σαν καλό παιδάκι, σαν σε εξωκλήσι διακοσμημένο από τις ουράνιες δίνες του Βαν Γκονγκ.
Άλκη μόνο με τα τραγούδια σου στέκω όρθιος. Μαζεύω τους ψήφους των δέντρων στις λίμνες των πληγών και η γη μουρμουρίζει τον πένθιμο σκοπό της κατακλυσμικής διόρθωσης. Σαν το βατράχι χορεύω στις ακίδες των λυγμών και μεταμορφώνομαι σε πρίγκιπα των καημών. Δεν διαφεύγω από τον κλειστό κύκλο της κατάθλιψης μα μόλις πάει να με πνίξει, με ένα παραλήρημα ακατανόητων συνειρμών, την ημερεύω και πάω στον επόμενο σταθμό ασώματων φωνών.
γ
Η μαρίδα ήταν ένα πλάσμα που έπιανε πουλιά στον αέρα. Με το μικροκαμωμένο, όλο νεύρο σώμα του, είχε την ικανότητα, σαν αιλουροειδές, να τινάζεται στον αέρα και να συλλαμβάνει τα θροΐσματα των πληγωμένων ψυχών μόνο με το ραντάρ της αθωότητάς του. Ένας χυμός από αλλόκοτα υγρά των ανείπωτων συναισθημάτων χυνόταν σαν ιδρώτας από την όλο αγωνία αναζήτηση της λύσης των αιτιών των αόρατων τραυμάτων. Εξέπεμπε έναν φωτισμό όπως τα ξωτικά στα παραμύθια. Δεν ήταν ανθρώπινο ζώο η μαρίδα, είχε το σεληνιασμένο βλέμμα καρφιτσωμένο στα ματοτσίνορα με τις αιχμές της ερώτησης πάντα να το κρατάνε διαυγές και ασυμβίβαστο. Ήταν το πηγάδι της πίκρας που την αναβάπτιζε σε φωτεινό νερό. Η χημική ένωση του οξυγόνου με το υδρογόνο αποκτούσε μαγικές διαστάσεις μόνο που δεν το έπινε κάποιος παρά το ένιωθε. Σαν υγρό φωτεινό άνεμο. Η μαρίδα εξέπεμπε μόλις έλυνε το μυστήριο ηλιαχτιδική υγρασία σε ενεργειακά κύματα.
Και στο μικροσκοπικό κεφαλάκι της συναντιούνταν ο Ήλιος με την Σελήνη σαν η αναπόφευκτη ένωση που δεν έχει τίποτα το μοιρολατρικό.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος τρίτο: Το ξωτικό της ποίησης: Ποιητικά διηγήματα
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Αναστασίας Ντόντη [Δυο όχθες έχει το ποτάμι, μικτή τεχνική με ακρυλικά, σπρέι, κλωστές, κολάζ].
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.:
[1] Ο Claude Levi-Strauss θεωρείται από τους πιο αμφιλεγόμενους διανοητές της εποχής μας. Ο κύριος όγκος των επικριτών του προέκυψε μετά τη δημοσίευση του θεωρητικού του έργου Άγρια σκέψη το οποίο τον έφερε στο επίκεντρο φιλοσοφικών αντιδικιών παρόλο που ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε με τον προσδιορισμό του φιλόσοφου.
[2] Η επιμελήτρια πιστεύει ότι κύρια πηγή του σπάνιου λημματικού τύπου «χάη» αποτελεί η Φαντασία του Γιάννη Σκαρίμπα που ξεκινά με τους στίχους Να 'ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί / προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη.