Γιώργου Μπιλικά
Η κοινωνία των ακρίδων ζούσε ήσυχη στον κάμπο όπου είχε μετοικήσει πρόσφατα. Ήταν μια καθημερινή ημέρα σαν όλες τις άλλες και καθώς σουρούπωνε ένα ακριδοζευγάρι συναντήθηκε ανάμεσα στα χόρτα.
«Αχ… μη μ' αγκαλιάζεις εδώ… θα μας δούνε».
«Δεν με νοιάζει».
«Νοιάζει εμένα. Μ' αγαπάς;»
«Ναι μωρό μου».
«Πότε θα παντρευτούμε; Πρέπει να έρθεις να με ζητήσεις από τον ακριδομπαμπά μου».
«Πρώτα να τελειώσω το ακριδοπανεπιστήμιό μου, μετά να κάνω τη ακριδοθητεία στον ακριδοστρατό, να πιάσω δουλειά σε κανένα ακριδογραφείο και μετά να παντρευτούμε να κάνουμε ακριδοπαιδιά. Άσε δηλαδή που δεν μπορώ τους ακριδοπαπάδες. Προτιμώ ένα ακριδοσύμφωνο ακριδοσυμβίωσης ή το πολύ πολύ τον ακριδοδήμαρχο».
«Έλα βρε αγάπη μου... αφού το ξέρεις ότι σε λατρεύω. Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν είναι και εποχή για γάμους τώρα».
«Γιατί;»
«Ε, άκουσα τους μεγάλους να λένε δυσάρεστα πράγματα».
«Δηλαδή, τι λέγανε;»
«Πήρε, λέει, χρησμό ο αρχηγός από το ακριδομαντείο ότι έρχεται επιδημία».
«Τι επιδημία;»
«Ανθρώπων».
«Επιδημία ανθρώπων;»
«Ναι!»
«Τη βάψαμε δηλαδή».
«Ε, κάπως έτσι. Κάτι ετοιμάζουν βέβαια, αλλά δεν το λένε για να μην μας πανικοβάλλουν».
«Αχ μωρό μου… σφίξε με πάνω σου. Λες να είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω;»
«Μπα; Τώρα δεν φοβάσαι μη μας δούνε;»
«Αχ μωρό μου σε θέλω. Με εξιτάρει ο φόβος!»
«Κάτσε βρε αγάπη μου… μα τι είσαι εσύ; Ακρίδο θέλω, τώρα τόνε θέλω είσαι;»
«Αχ έλα που σου λέω… έλα και θα σου κάνω όσα αβγά θέλεις…»
«Βρε μωρό μου, μισό λεπτό σε παρακαλώ… τι νομίζεις; Ότι έχω κανένα κουμπί που το πατάω και τσουπ… σηκώνεται; Περίμενε λέμε…»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές.
«Φυλλίτσααα… πού είσαι κοριτσάκι μου; Έλα μέσα πια. Νύχτωσε».
«Αμάν! Η μάνα μου. Πρέπει να φύγω. Αμάν ρε γαμώτο… τώρα βρήκε κι αυτή; Αααχ και σε θέλω σαν τρελή η ακρίδα… έλα να κάνουμε ένα στα γρήγορα».
«Μπα; Τόση ώρα που σε παρακαλούσα δεν ήθελες. Τώρα σου ήρθε;»
«Ε ναι, τώρα μου ήρθε».
«Φυλλίτσααα…», ακούστηκαν πάλι οι φωνές.
«Μαμά μου, εδώ είμαι. Έρχομαι».
«Πού ήσουνα παιδί μου; Δεν σου έχω πει να μην απομακρύνεσαι;»
«Ε, βγήκα να φάω ένα φυλλαράκι στα ακριδοgoodies βρε μαμά».
«Στα ακριδοgoodies; Μα αφού έχω μαγειρέψει. Για ποιον μαγειρεύω; Για μένα;»
«Τι έχεις μαγειρέψει μανούλα;»
«Πήρα κιμά από φύλλα κισσού και σου 'χω κάνει μπιφτεκόφυλλα. Σου έχω ετοιμάσει και μουστάρδα από σιναπόφυλλα και για σαλάτα, σου έχω φύλλα κληματαριάς βρασμένα στον ατμό. Έλα να τα φας τώρα γιατί άμα κρυώσουν…»
«Πού είναι ο μπαμπάς;»
«Είναι σε συμβούλιο με τον αρχηγό».
«Α, ώστε είναι αλήθεια λοιπόν».
«Ποιο πράγμα είναι αλήθεια;»
«Η επιδημία που είπε το μαντείο».
«Κι εσύ πού το έμαθες; Αφού δεν το έχουν ανακοινώσει ακόμα».
«Ε, το άκουσα βρε μαμά. Να, εκεί που καθόμουνα, πέρασαν δυο συγχωριανοί και το λέγανε».
«Χμμμ… πάλι με το γιο του μπογιατζή ήσουνα, ε;»
«Καλέ μαμά…»
«Άστα αυτά. Εμένα δεν με γελάς. Σ' έχω μάθει πια».
«Ε, γιατί, κακό είναι; Αφού αγαπιόμαστε».
«Αγαπιόσαστε κόρη μου, αλλά με το πινέλο και το ρολό δεν βγαίνει προκοπή στους καιρούς που ζούμε. Δεν υπάρχουν δουλειές πια. Ο καθένας το ακριδόσπιτό του, το βάφει μόνος του».
«Ναι αλλά κι εσένα όταν σε πήρε ο μπαμπάς δεν ήταν τα πράγματα ρόδινα».
«Μα τότε ήταν οι καιροί αλλιώτικοι. Είχαμε μυαλό εμείς. Δεν είχαμε το internet και τα smartphones να μας ξεμυαλίζουν όλη την ώρα, τσουπ το sms, και τσουπ το e-mail, και τσουπ το viber…»
«Ε, είχατε κάτι άλλο ρε μαμά. Κάθε εποχή έχει τα δικά της».
«Έλα… άστα τώρα αυτά και τρώγε. Α να… έρχεται ο μπαμπάς σου».
«Καλησπέρα… μπα; Τι βλέπω; Μαζεύτηκες μικρή μου;»
«Ναι μπαμπά».
«Χμμμ… παιδί μου… θα πρέπει να προσέχεις από δω και πέρα γιατί τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Θα πέσει επιδημία ανθρώπων».
«Τι θα κάνουμε άντρα μου;»
«Τι να κάνουμε βρε γυναίκα; Ό,τι θα κάνουν όλοι».
«Τι θα κάνουν όλοι;»
«Οι δήμοι θα πάρουνε φυλαχτά και θα τα μοιράσουν προκειμένου να προστατευτούμε από την επιδημία».
«Θα πάρουμε κι εμείς;»
«Βέβαια. Κάθε οικογένεια θα βάλει ένα φυλαχτό στην φυλλόπορτα του ακριδοσπιτιού της για να προστατευτεί. Έτσι αποφασίστηκε προς το παρόν. Άλλωστε η επιδημία των ανθρώπων δεν έχει αποφασιστεί ακόμα και δεν ξέρει κανείς εάν θα γίνει ή όχι».
«Μα τι τους έπιασε ξαφνικά;»
«Δεν τους έπιασε ξαφνικά. Έχουν πρόβλημα οι άνθρωποι».
«Τι πρόβλημα έχουν;»
«Έχουν υποσιτισμό. Ολόκληρη σχεδόν η Αφρική και η μισή Ασία πεινάει».
«Ε, κι εμείς τι σχέση έχουμε μ' αυτό;»
«Στον Καναδά μελετάνε την περίπτωση να ζυμώνουν ψωμί από αλεύρι που θα φτιάχνουν από εμάς».
«Από εμάς;»
«Ακριβώς».
«Μα αυτό είναι απάκριδο!»[1] πετάχτηκε η Φυλλίτσα καθώς μασούλαγε την άκρη ενός μπιφτεκόφυλλου.
«Μα ήδη υπάρχουν χώρες που μας τρώνε κανονικά. Σε σουβλάκια, σε γαρνιτούρες, στο τηγάνι, στον φούρνο. Θέλουνε και αλεύρι τώρα;» είπε η μαμά της κοιτάζοντας τον άντρα της συγχυσμένη.
«Αυτό είναι», της απάντησε ο ακρίδος. «Σου λέει ότι, αφού αυτοί που τρώνε τις ακρίδες δεν παθαίνουν τίποτα, γιατί να μη φτιάχνουμε και αλεύρι από τις ακρίδες και να ταΐζουμε όλες τις περιοχές της Γης που υποσιτίζονται;»
«Έλα ακριδοχριστέ μου!»
«Και ακριδοπαναγία μου να λες».
«Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά που έλεγε και άγιοι ακριδοαπόστολοι», πετάχτηκε ξανά η Φυλλίτσα.
«Καλά», απάντησε ο ακρίδος, «μην κάνετε έτσι. Θα το παλέψουμε το πράγμα».
«Με το... φυλαχτό άντρα μου;»
«Ναι, γιατί όχι; Μην ξεχνάς ότι κάποτε το φυλαχτό είχε μεγάλες δόξες γιατί όπως εμείς τότε, που κάναμε την επιδρομή στην Αίγυπτο, δεν χτυπήσαμε τα χωράφια που είχαν φυλαχτά, έτσι και τώρα ελπίζουμε ότι οι άνθρωποι θα μας το ανταποδώσουν και δεν θα χτυπήσουν τα σπίτια με τα φυλαχτά».
«Αλήθεια πότε έγινε αυτό; Τι λέει η ιστορία;»
«Δεν έχουμε ακριβή χρονολογία. Το γεγονός είναι αχρονολόγητο. Μόνο συμπερασματικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνέβη ανάμεσα στο 1279 και στο 1213 π.Χ. Τα χρόνια δηλαδή που στην Αίγυπτο ήταν Φαραώ ο Ραμσής ο Β'. Τότε που ο Μωυσής τα έκανε πλακάκια με τον αρχηγό μας και μας έστειλε να την πέσουμε στα χωράφια της Αιγύπτου».
«Και τώρα η ιστορία τι θα γράψει; Θα γράψει άραγε κάτι;»
«Θα το δούμε αυτό. Εάν δεν υπάρξει κάποιο γεγονός, πώς να γράψει η ιστορία; Δεν θα γράψει. Η ιστορία χρειάζεται γεγονότα για να γράψει».
«Ναι, και τι θα γράψει δηλαδή; Ότι οι άνθρωποι το 2025 έφτιαχναν αλεύρι από ακρίδες;»
«Θα δούμε σου είπα. Εάν δεν γίνει κάτι, δεν θα γράψει τίποτα. Τι 2025 και ακριδοκουραφέξαλα μου τσαμπουνάς; Κάτσε να δούμε πρώτα!»
«Ουφ! Αυτό μας έλειπε τώρα να γίνουμε και αλεύρι. Πάω να πλύνω τα πιάτα και να ετοιμάσω το φαγητό για αύριο».
«Τι θα φτιάξεις;»
«Χμμμ… έλεγα να φτιάξω χορτόπιτα αλλά πώς να ανοίξω φύλλο; Δεν έχω… αλεύρι!»
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Jackie Berridge [έργο από την ατομική έκθεση με τίτλο Flights of Fancy]
Το κείμενο περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Μπιλικά με τίτλο Οι προφήτες με τα λυπημένα μάτια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συμπαντικές διαδρομές το 2015
[1] Όπως, αντίστοιχα, θα λέγαμε απάνθρωπο.