Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασία: Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος * Τα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Το ξενοδοχείο της αυτοπραγμάτωσης ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Οι αποχρώσεις του μαύρου

Γιώργου Μπιλικά

Έργο Uyi Udidiong [Uyi draws, λεπτομέρεια έργου]

Εκείνη την ημέρα είχε ξημερώσει πρόωρα και καθώς ήμουν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αναρωτιόμουν αν εκείνη είχε αλλάξει καθόλου κι αν είχε ακόμα βαμμένα τα μαλλιά της κόκκινα, που μου θυμίζουν την πρώτη φορά που την είδα, ένα ανοιξιάτικο πρωί που η πόλη μοσχοβολούσε από γιασεμί και ελπίδα. Όλοι όσοι μας ήθελαν μαζί, είχαν απογοητευθεί σίγουρα, αλλά βλέπεις, αυτά τα πράγματα ποιος άλλος τα ορίζει εκτός από τα εμπλεκόμενα μέρη; Ήθελε να φύγει, ήθελε να τραβήξει τον δρόμο της χωρίς εμένα και το έκανε, με την αποφασιστικότητα ενός καραβιού που αφήνει πίσω του τη στεριά. Δεν μπορούσα να της το απαγορέψω, ούτε μπορούσα να την κρατήσω κοντά μου με το ζόρι. Έτσι δεν είναι; Πέραν αυτού, όταν κάποιος θέλει να φύγει από κάπου, φεύγει! Όλα τα υπόλοιπα τα σχετικά με το «θέλω να φύγω αλλά δεν... το ένα και δεν... το άλλο», είναι απλά ανόητες δικαιολογίες που σημαίνουν ένα και μόνο πράγμα: Δεν θέλεις να φύγεις ή άντε να το μαλακώσω λίγο και να μην είμαι τόσο απόλυτος. Δεν είσαι έτοιμος ακόμα για να φύγεις. Ήθελε να φύγει και έφυγε. Τελεία και παύλα. Να πάει λοιπόν στο καλό και να περνάει όμορφα εκεί που διάλεξε να πάει. Εγώ; Εγώ μένω με τα απομεινάρια της σιωπής και την ανάμνηση του γέλιου της να αντηχεί στη σκόνη του παρελθόντος. Θα βρω όμως κι εγώ τον δρόμο μου κι ας είμαι προς το παρόν μπερδεμένος μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου.

Το μαύρο πάντα μου άρεσε ως χρώμα κι ας σημαίνει για πολλούς ανθρώπους πένθος. Σημαίνει όμως και άτομο που είναι κλεισμένο στον εαυτό του, που έχει βρει καταφύγιο μέσα σε αυτό το χρώμα και λειτουργεί ως προειδοποίηση για τους άλλους με το σήμα: «Μην πλησιάζετε». Αυτό ήθελα κι εγώ και τυλίχτηκα στα μαύρα. Λες και έκρυβα κάτι μέσα μου που δεν ήθελα να το δει κανείς ή, καλύτερα, λες και είχα φτιάξει ένα φράγμα γύρω από τον εαυτό μου. Από τη μια μεριά ήθελα να απαλλαγώ από το μαύρο, να σπάσω τις αλυσίδες που μου φόρεσε, αλλά από την άλλη, μου άρεσε –όπως είπα– ως χρώμα και εξακολουθεί να μου αρέσει. Είναι το χρώμα της νύχτας, του απροσδιόριστου και του αδιόρατου. Είναι το χρώμα που αγκαλιάζει, που κρύβει και που δεν ζητά συγγνώμη. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το τι θα κάνω με το συγκεκριμένο αυτό χρώμα, πενθώ ή δεν πενθώ για κάτι, αυτό είναι δικός μου λογαριασμός. Το σκοτάδι μου είναι το δικό μου καταφύγιο και ο δικός μου κόσμος. Έτσι δεν είναι; Δεν αφορά κανέναν, παρά μόνον αυτούς που διαλέγω εγώ για να τους πληροφορήσω και να μπερδευτούν κι αυτοί μαζί με μένα μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου.

Όταν την πρωτοείδα φορούσε μαύρα και μου είπε ότι ήταν σε διάσταση. Η φωνή της είχε κάτι μελαγχολικό, σχεδόν σαν να επιβεβαίωνε το βάρος που κουβαλούσε πάνω της, μια σιωπηρή συμφωνία με το σκοτάδι που είχε αφήσει να την καλύψει. Έμενε σε ένα υπόγειο, αλλά με διαβεβαίωσε ότι σύντομα θα πάρει διαζύγιο. Κι ενώ μιλούσε για την απελευθέρωσή της, άνοιξε ένα βάζο με μαρμελάδα, σαν να ήθελε να προσφέρει κάτι απλό και καθημερινό, για να εξισορροπήσει όλη την ένταση που έφερε μαζί της. Τη βοήθησα να το αδειάσει και, όσο κι αν οι λέξεις δεν βρήκαν εύκολα το δρόμο τους, νιώσαμε και οι δύο την ανάγκη να απεγκλωβιστούμε από τις τριγύρω καταστάσεις. Αφού καταλήξαμε με το αυτοκίνητο όσο πιο μακριά μπορούσαμε, ο δρόμος που ακολουθήσαμε έμοιαζε σαν να εξυπηρετούσε μία μόνο σκοπιμότητα: να μας απομακρύνει από το παρελθόν μας, έστω για λίγο. Χωρίσαμε μέσα στη θλιβερή νύχτα και συμφωνήσαμε ότι αυτό είναι το καλύτερο και για τους δυο μας, τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Ένοιωθα κάτι μέσα μου να γυρνάει, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το σκοτάδι που ένιωθα ή αν ήταν απλώς η αίσθηση του να χάνομαι στο τίποτα. Ίσως να μην ήθελα ποτέ να ξεχωρίσω το μαύρο από το σκοτάδι της νύχτας, γιατί το σκοτάδι ήταν αυτό που έφερνε μαζί του τη σκιά των απαντήσεων που ποτέ δεν είχαμε βρει. Κι όμως, την ώρα που έφευγα, την άκουσα να λέει κάτι που δεν ήξερα αν θα έπρεπε να το πάρω ως υπόσχεση ή ως αόριστη σκέψη: «Θα συναντηθούμε ξανά, μπερδεμένοι μέσα σε κάτι που ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο μας. Μπερδεμένοι μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου».

Είχαμε συναντηθεί μέσα στην οικονομική κρίση και την ανεργία, και ευτυχώς που βρήκα μια δουλειά, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να την κεράσω ούτε καφέ. Η δουλειά αυτή δεν ήταν της αρεσκείας μου, αλλά το να κάνω κάτι ήταν προτιμότερο από το να μην κάνω τίποτα. Τις περισσότερες μέρες ένιωθα σαν να ήμουν σε λάθος επαγγελματικό σύμπαν, σαν να ήμουν απλώς ένας περαστικός από το ξυλουργείο που βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Δεν είχα ιδέα από ξυλουργεία, αλλά δούλευα εκεί, περνώντας τις μέρες μου κόβοντας ξύλα, προσπαθώντας να βρω έστω και μια μικρή ικανοποίηση από αυτή την ασυνήθιστη καθημερινότητα. Πολλές φορές το έβρισκα σχεδόν γελοίο, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα κάτι πιο βαθύ: δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό το είδος της δουλειάς, ούτε καν για την απλή, καθημερινή επιβίωσή της. Χίλιες φορές να μαγείρευα ξόρκια στο μαγειρείο της μάγισσας, παρά να χειρίζομαι αυτή την άβολη πραγματικότητα. Ήθελα να φύγω από το ξυλουργείο, να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να κάνω κάτι που να μου ταιριάζει. Θα μπορούσα να γίνω για παράδειγμα ψαράς, και να ψαρεύω από τη βάρκα, αλλά ακόμα και η θάλασσα μου φαινόταν μακρινή, σαν να μην ανήκα εκεί. Το θέμα είναι ότι ενώ στη ζωή μου είχα γνωρίσει γυναίκες, και μάλιστα αρκετές, αυτή η συνάντηση μαζί της ήταν διαφορετική. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι αν και στο παρελθόν είχαν βρεθεί στο πλευρό μου πολλές άλλες γυναίκες, τώρα ήμουν μόνος, μπερδεμένος μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου.

Η δουλειά ήταν κουραστική και σχεδόν καθημερινά, στην επιστροφή μου για το σπίτι, σταματούσα στον δρόμο για μια μπίρα. Καθώς είχα πια συνηθίσει τη ρουτίνα της δουλειάς, η ημέρα που την είδα για πρώτη φορά, μου φάνηκε διαφορετική. Καθόταν στο μπαρ, ανάμεσα στους γνωστούς και τους άγνωστους, φορούσε μαύρα και ήταν ξεκάθαρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Ήταν η γυναίκα που δεν υπήρχε περίπτωση να μην την παρατηρήσεις. Ο τρόπος που κινούνταν, η αίσθηση της μυστικότητας που πλανιόταν γύρω της, με τραβούσαν σαν μαγνήτης. Καθώς οι θαμώνες του μπαρ άρχισαν να αραιώνουν, ήμουν κι εγώ έτοιμος να σηκωθώ και να φύγω, όταν την είδα να στέκεται πίσω από το σκαμπό μου, κοιτάζοντάς με.
«Είναι εύκολο να ξέρω το όνομά σου;»
Μου κόπηκε η φωνή. Δεν ήξερα τι να πω. Τα μάτια της ήταν βαθιά, εξερευνητικά, σαν να διάβαζαν το κάθε κύτταρο του σώματός μου. Είχα την αίσθηση ότι ήξερε ακριβώς τι σκεφτόμουν, πριν προλάβω καν να το σκεφτώ.
Δεν μου έδωσε χρόνο να αντιδράσω, καθώς έσκυψε και έδεσε τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
«Μα δεν είδες ότι σου λύθηκαν τα κορδόνια; Θέλεις να σκοντάψεις και να πέσεις, γλυκέ μου;»
Τα λόγια της με αιφνιδίασαν και η κίνησή της, με όλη την τρυφερότητα που είχε στην απλότητα της πράξης, με έκανε να νιώσω ταυτόχρονα άβολα και συνδεδεμένος μαζί της, όπως εκείνη η στιγμή, που ήταν ταυτόχρονα απλή και εκρηκτική μαζί. Δεν είχα ξανανιώσει κάτι τέτοιο, αυτό το μπερδεμένο κράμα αμηχανίας και έλξης. Με πήγε στο υπόγειο σπίτι της που ήταν κάτω από μια σκάλα υπηρεσίας, ένα μέρος που έμοιαζε σαν να ανήκε σε άλλες εποχές.
Κατέβηκε γρήγορα τα λίγα σκαλιά και φάνηκε να γνωρίζει ακριβώς τι ήθελε, σαν να είχε μελετήσει και σχεδιάσει τα πάντα για τη συνάντησή μας. Έφερε δύο μπίρες από το ψυγείο και έβαλε μπροστά μου ένα βιβλίο με ποιήματα ενός ποιητή του δέκατου τρίτου αιώνα. Το άνοιξε χωρίς να χρειάζεται να το διαβάσει. Γνώριζε τα λόγια απ' έξω, σαν να τα είχε χαράξει στην καρδιά της.
Τα λόγια του ποιητή, παρόλο που δεν τα καταλάβαινα όλα, με χτυπούσαν κατάστηθα. Είχα την αίσθηση ότι η κάθε του λέξη έφτανε απευθείας στην ψυχή μου, ενώ η παρουσία της δίπλα μου και το αγκάλιασμά της, με έστειλαν να μπλέξω σε μια άγνωστη διάσταση, και καθώς οι λέξεις τού ποιητή γίνονταν ένα με το δωμάτιο, ένιωσα να κατακλύζομαι από το ανεξήγητο συναίσθημα ότι ίσως τελικά είχα βρει κάτι που δεν ήξερα ότι έψαχνα μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου.

Μείναμε εκεί στο υπόγειο για αρκετή ώρα, μέχρι που το σκοτάδι απλώθηκε παντού και η μουσική από τα κοντινά νυχτερινά μαγαζιά άρχισε να ακούγεται, τυλιγμένη σε μια περίεργη μελαγχολία. Δεν πίστευα σ' αυτό που μου συνέβαινε. Είχα περάσει τόσες νύχτες μόνος, αναζητώντας κάτι που να με κάνει να νιώσω ζωντανός, και ξαφνικά βρέθηκα να είμαι εδώ, με τη γυναίκα που την ήθελαν όλοι γύρω μου. Την ήθελαν χίλιοι άντρες και την είχα εγώ. Ο αέρας που μπαινόβγαινε από το παράθυρο μύριζε επανάσταση, και ένιωθα πως βρίσκομαι σε έναν κόσμο διαφορετικό, σαν να βρισκόμουν στον αμερικανικό νότο, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι ήταν σκλάβοι της κοινωνίας και του συστήματος. Όλοι πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να την αποκτήσουν, να την κρατήσουν, να την κερδίσουν, αλλά την είχα εγώ και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που ήξερα με σιγουριά. Την είχα εγώ και από την ένταση της αίσθησης αυτής, η καρδιά μου δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ήξερα όμως πολύ καλά ότι εκείνη δεν είχε βρει ακόμα τον δρόμο της. Την τριγύριζε η ίδια σκόνη, τα ίδια σκοτάδια κι ας φαινόταν να το απολαμβάνει. Ένας δρόμος στρωμένος με αβεβαιότητες, με φιλοδοξίες και φαντασιώσεις, κι όμως –αν την παρατηρούσες καλά– υπήρχε και κάτι απόλυτα ειλικρινές σε εκείνη, κάτι που κανείς άλλος δεν φαινόταν να βλέπει. Ήταν κι εκείνη παγιδευμένη, όπως κι εγώ, σ' ένα παιχνίδι που είχαμε επιλέξει να παίξουμε, ή μάλλον, μας είχε επιβληθεί. Τελικά, ήμασταν κι οι δυο μας μπερδεμένοι μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου.

Αλλά για εκείνη την ώρα, για εκείνη τη νύχτα, ήμασταν μαζί, στο ίδιο σκοτάδι, ακριβώς όπως οι σκιές που χόρευαν γύρω μας. Κι αυτό, για κάποιες στιγμές, ήταν αρκετό. Όλο αυτό με εντυπωσίασε και εκείνη το κατάλαβε. Ήταν σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις μου, αλλά δεν αντέδρασα. Απλώς την άκουσα να μιλάει.
«Δεν χρειάζεται», μου είπε, «να το πολυσκέφτεσαι. Ζήσε τη στιγμή. Γνωρίζω τους περισσότερους απ' αυτούς που βρίσκονται γύρω μας και ξέρω πολύ καλά τι θέλουν από μένα. Μερικοί είναι καθηγητές, άλλοι είναι γιατροί, άλλοι δικηγόροι, υπάλληλοι, ξυλουργοί, εργάτες. Όλοι τους όμως είναι απλά σύζυγοι. Ακριβώς αυτό. Είναι απλά σύζυγοι και τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρουν τι να κάνουν με τη ζωή τους και εμένα δεν μου χρειάζονται τέτοιοι άνθρωποι».
Τα λόγια της με αιφνιδίασαν, αλλά την άκουγα, χωρίς να βιάζομαι να απαντήσω.
«Εσύ όμως», συνέχισε με ύφος που φαινόταν να με εξετάζει, «είσαι ακόμα στον "δρόμο" έτσι δεν είναι; Δεν έχεις παραιτηθεί από τη ζωή σου και αυτό φαίνεται».
Κάπως έτσι, για πρώτη φορά άρχισα να νιώθω ότι εκείνη πραγματικά με καταλάβαινε. Δεν είχα απαντήσεις, αλλά τα λόγια της έβρισκαν μέσα μου την αλήθεια.
«Σε κοίταξα από διαφορετική οπτική γωνία», κατέληξε, «αλλά αυτό που με τράβηξε περισσότερο σε σένα είναι ότι, όπως εγώ, έτσι κι εσύ είσαι μπερδεμένος μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου».

Αντί να απαντήσω αμέσως, σιώπησα, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να πω. Ένιωσα να βρίσκομαι σε μια φάση που η ζωή δεν είχε τίποτα να μου δώσει πέρα από μια αβεβαιότητα.
«Άσχετα απ' αυτό, ξέρω ότι θα ξαναβρεθούμε», είπα τελικά, με ύφος σαν να μην ήξερα αν θα έπρεπε να είμαι σίγουρος γι' αυτό, γιατί εξακολουθούσα να νιώθω αβέβαιος για το τι μέλλει γενέσθαι. Και, μήπως ξέρει κανείς μας;
«Και βέβαια θα ξαναβρεθούμε», μου απάντησε με μία βεβαιότητα που με τσάκισε, «όταν όμως θα έχουν ξεκαθαρίσει τα πάντα, γιατί τώρα, είναι όλα μπερδεμένα μέσα στις αποχρώσεις του μαύρου».


Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το διήγημα περιέχεται στην ανέκδοτη συλλογή του ίδιου Blue Note
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Uyi Udidiong [Uyi draws, λεπτομέρεια έργου]

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΤο ξενοδοχείο της αυτοπραγμάτωσης, Άνθιας Χριστοδούλου-ΘεοφίλουΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη ΣμίχεληΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης, Πόπης ΚλειδαράΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα