«Ο λόγος είναι δώρο των θεών, η γραφή, δημιούργημα των ανθρώπων. Εμείς, οι καλότυχοι άνθρωποι της Σουμερίας, είμαστε ο μοναδικός λαός που έχουμε δύο μνήμες: η μία κατοικεί στο πνεύμα μας και η άλλη είναι χαραγμένη στον άργιλο.
— Παππού, μήπως όμως η γραφή καταστρέψει τη μνήμη; Γιατί, αυτό που είναι γραμμένο δεν υπάρχει πλέον λόγος να το θυμόμαστε.
— Πράγματι ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος. Ωστόσο, μήπως το ραβδί που βοηθάει τον περιπατητή τον εμποδίζει να βαδίζει μόνος του; Ή μήπως το πλεούμενο με το οποίο μετακινείται ο ταξιδιώτης τον κάνει να ξεχνάει τις κινήσεις της κολύμβησης;»
(Από το βιβλίο Μηδέν του Ν. Γκετζ)
Πόση πίκρα σας έχουμε δώσει!Προσφέραμε βέβαια και αγάπη, αλλά η ζυγαριά –ίσως– γέρνει προς την πίκρα.Το ζύγι λέει την αλήθεια κι εμείς να, γινόμαστε τώρα όσα προσφέραμε τότε.Να που υπάρχει δικαιοσύνη σε φάσεις της ζωής μας!Λέξεις, σκόρπιες λέξεις που πληγώνουν,σκόρπιες λέξεις που ψάχνουν νόημα,Σκόρπιες λέξεις που πληγώνουν παιδικά χρόνια.Σκόρπιες πληγωμένες λέξεις, πληγωμένα παιδικά χρόνια,πληγωμένα εφηβικά χρόνια, πληγωμένοι έρωτες,πληγωμένα αδιέξοδα, πληγωμένα όνειρα,πληρωμένη κοινωνία!
Μοσχοβολούσε ο τόπος τότε! Η δροσερή εσωτερική αυλή ήταν κυριολεκτικά η καρδιά του σπιτιού. Πολλά έχουν αλλάξει όχι μόνο στο Νεοχώρι Μεσολογγίου των παιδικών χρόνων αλλά και στη γοητευτική και γεμάτη ενέργεια εφηβική γειτονιά του Κεραμεικού της Αθήνας. Χάθηκαν μια για πάντα, όπως χάθηκαν και οι άνθρωποι που ζούσαν τότε. Οι παππούδες, οι γονείς μας, οι φίλοι τους. Τη θέση των μικρών μονώροφων σπιτιών με τις αυλές πήραν ψηλές πολυκατοικίες με pilotis γεμάτα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι πια δεν ζουν κοντά στο έδαφος, στις αυλές, στους δρόμους, αλλά ψηλά, σε διαμερίσματα, σε μπαλκόνια. Οι ανάγκες άλλαξαν δραματικά! Τους δρόμους κατακυρίευσαν τα αυτοκίνητα. Οι γειτονιές εξαφανίστηκαν μέσα στην απρόσωπη και αποπνικτική αστική μάζα. Το σπίτι δεν ανοίγει προς την ύπαιθρο, αλλά κλείνεται στον εαυτό του. Ακριβώς όπως οι ιδιοκτήτες του!
Κειά τα χρόνια!
Χρόνια δίσεκτα, Χρόνια δύσκολα.
Κι όμως μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μες σε εκείνη την απελπισία, φύτρωσε στις ψυχές εκείνων των παιδιών του Νεοχωρίου του Μεσολογγίου και του Κεραμεικού η ηδονιστική προσδοκία κι ο πόθος για μια διαφορετική ζωή, ζωντάνεψε η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Μια γενιά ξυπόλυτη, ρακένδυτη και πεινασμένη, που έμαθε γράμματα.
Μια γενιά που τσακωνόταν, ποιος πρώτος να προλάβει να φάει τα κλεμμένα σκάμνα, σύκα, μούρα, σταφύλια, καρπούζια, για να γεμίσει το άδειο το στομάχι.
Πεινούσες και γελούσες, τώρα έχεις τα πάντα και κλαις.
Μια γενιά που ρωτούσε: «Γιατί να διαβάσω δάσκαλε;» και απαντούσε ο γονιός: «Για να γίνεις άνθρωπος».
Μια γενιά που η φτώχια, η ανάγκη, οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες την πείσμωσαν και την δυνάμωσαν και οι άνθρωποι πέτυχαν να μορφωθούν και να διακριθούν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Αξέχαστα χρόνια.
Τότε που οι μέρες και οι ώρες αγρίευαν τον άνθρωπο, τον τόπο και τη ζωή μας...
Τότε που γευόμαστε τη χαρά στάλα και τον πόνο και την πίκρα απλόχερα.
Τότε που όλα τα 'χαμαν, έτσι τουλάχιστον νομίζαμαν, και τίποτα δεν είχαμαν...
Τότε που ζούσαμε...
Τότε τα σπίτια ήταν όμορφα, μικρά, χαμηλά, που μέσα τους ανάπνεαν άνθρωποι αγνοί, καθημερινοί και ξεχωριστοί χαρακτήρες.
Δυσκολίες, κοινωνικές καταπιέσεις, κουτσομπολιό, φτώχεια, ενοχές για «ωραίες» αμαρτίες, όλα αυτά τότε, ήταν μια σκλαβιά. Αλλά και ανθρωπιά, συμπόνια, διάθεση γλεντιού, η καθαρότητα στις σχέσεις, στις εσωτερικές αυλές έρωτες γεννιόντουσαν και φιλίες, οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών χωρίς φόβο, η αλληλεγγύη, η φιλία, οι παρέες, τα τραγούδια, ο χορός, τα γλέντια, οι γιορτές, οι αγνοί έρωτες, οι εκπομπές στο ραδιάκι, το Θέατρο της Δευτέρας, τα παιχνίδια στις γειτονιές και στις ενορίες, οι γνήσιες μυρωδιές, ο ελεύθερος χρόνος, μικρές χαρές με απλά πράγματα.
Σήμερα δεν υπάρχει γειτονιά, είμαστε κουρασμένοι για ευγένειες, υπάρχει πολλή μοναξιά και είναι βαριές οι στιγμές σιωπής, φτώχυνε η ψυχή, κλειδώθηκαν οι καρδιές και οι πόρτες των σπιτιών, κλειδώθηκαν τα όνειρά μας, δεν εκτιμάμε το παρόν και διαρκώς μπροστά μας και μέσα μας έχουμε το μετά, σήμερα κυριαρχεί το Ζάναξ...
Ο Δημήτρης Καλπογιαννάκης αγάπησε το Νεοχώρι Μεσολογγίου και τον Κεραμεικό της Αθήνας με τον παθιασμένο τρόπο των ρομαντικών, ανιδιοτελών των παλαιοτέρων εποχών. Ο Καλπογιαννάκης έχει ευρύ πνεύμα και απαλλαγμένο από συμπλέγματα, οξυδερκής παρατηρητής, συλλέκτης του λαϊκού βίου, στοχαστικός και πολύ καλός αφηγητής και ποιητής, διυλίζοντας τη μνήμη, έχει πάντα μια ενδιαφέρουσα ιστορία να αφηγηθεί ή ένα ποίημα να γράψει για αυτά που βίωσε, από αυτά που κάποτε συνέβησαν ή νομίζουμε ότι συνέβησαν.
Μας γκιζεράει ο Δημήτρης Καλπογιαννάκης σε μια εποχή που δεν θα ζήσουμε πια, έναν κόσμο αυθεντικό, χωρίς φτιασίδια, που μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Μάζεψε στις χούφτες του τις αναμνήσεις του, που σιγά σιγά ξεφτίζουν ή τις παίρνουν μαζί τους τα χρόνια που φεύγουν. Μαζεύει όλες τις στιγμές της ζωής του σε ένα μόνο ρεύμα σημερινών αισθήσεων. Επιλέγει τις καλύτερες στιγμές της μνήμης του και τις συγκεντρώνει σε μπουκέτα ευτυχίας. Φτιάχνει γιοφύρια με το χθες: Mοιράζεται τον ψίθυρο και τη μοναξιά του ερειπωμένου πατρογονικού, τις παρέες που μαζεύονταν και έφτιαχναν ομάδες, στις οποίες επενδύονταν ελπίδες και όνειρα, τις στιγμές χαράς, αγάπης, λύπης, αγωνίας, απελπισίας, στιγμές δικές σου, τις καντάδες, την καρδιά που γέμιζε αγάπη, το άρωμα μιας εποχής η οποία, μολονότι χάθηκε για πάντα, σφραγίζει τη συλλογική μας μνήμη και λειτουργεί σαν άγκυρα που μας δένει με τα περασμένα.
Μια ποιητική συλλογή, μνήμες και εικόνες, από στιγμές και σκηνές της ζωής περασμένης και ξεχασμένης, ποιήματα που αφήνουν μια γλυκιά γεύση στο στόμα, σαν τις καραμέλες βουτύρου της παιδικής μας ηλικίας.
Σε αυτό το βιβλίο-μπονσάι με τα ποιήματά του, ο Δημήτρης Καλπογιαννάκης, μπόρεσε να γεμίσει στα μάτια μας, την καθημερινότητά μας με ήλιο και φως, τα αρώματα και τις εικόνες δέντρων και λουλουδιών, σπιτιών και δρόμων της παλιάς γειτονιάς του, τριανταφυλλιές, νεραντζιές, βουκαμβίλιες, γιασεμιά, αγιόκλημα, ελιές και πεύκα να μιλάνε με τον... αέρα, θυμάται τα παιχνίδια με τις μπίλιες, το κυνηγητό, το κρυφτό, την αμπάριζα, τη μακριά γαϊδούρα, τη φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη, το αβγό το χτυπητό, το γνήσιο αλάτι του Μεσολογγίου, τον αργαλειό της μάνας, τα μαθήματα χορού από τον πατέρα, τη μυρωδιά του χώματος στην πρώτη βροχή, τις παλιές φωτογραφίες, τη μοναξιά που συστήνεται, τις χρωματιστές σκέψεις, τα γαβγίσματα των σκύλων, τη σιωπή των πεταλούδων, τα εξαίσια αρώματα της άνοιξης, το αυγουστιάτικο φεγγάρι, τα απομεσήμερα της μελαγχολίας, τα καλοκαίρια που ονειρευτήκαμε, τα μελαγχολικά πρωτοβρόχια, τους θαμπούς χειμώνες, τους χαμένους ήλιους, τη μυρωδιά της ασβέστης, τα γλυκά του κουταλιού, το καραφάκι τσικουδιά, τα όνειρα της νιότης, του βήματος που καλύφθηκε από την σκόνη των ετών, τις τελευταίες θύμησες του παλιού καφενέ με τις ντομάτες, τις ελίτσες, τη γραβιέρα, το ψωμάκι... φανερώνει μπροστά μας έναν κόσμο γεμάτο μάγια, μυστικά μηνύματα και χειρονομίες, έναν κόσμο που δεν χρειάζεται το γκρίζο βορινό φως για να μας υποβάλει την παραμυθένια του διάσταση...
Τώρα, λένε, ο κόσμος ζει καλύτερα. Ζούμε άραγε;Θεέ μου, είναι αλήθεια πως οι ποταμοί και οι θάλασσες έγιναν από τα δάκρυα των ανθρώπων;Θεέ μου, σοφότερα τα παιδιά σήμερα. Καλύτερα όμως;Θεέ μου, πόσο μπορούν να χαθούν οι άνθρωποι στις μνήμες τους!
Κώστας Α. Τραχανάς
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η ποιητική συλλογή Σφακτηρίας 21Α του Δημήτρη Καλπογιαννάκη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάκτος.
Ο Δημήτρης Καλπογιαννάκης γεννήθηκε 20 χλμ. βορειοδυτικά της Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου, στο Νεοχώρι, το χαμηλότερο ηπειρωτικό σημείο της χώρας μας. Ανδρώθηκε στο κέντρο της Αθήνας, στην πανέμορφη, πάντοτε γοητευτική και γεμάτη ενέργεια γειτονιά του Κεραμεικού. Τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του τον βρίσκουν αρχηγό της ομάδας μπάσκετ της γειτονιάς του, ενώ παράλληλα υπήρξε και ποδοσφαιριστής επαγγελματικής ομάδας. Αλλά δεν του έλειπαν κι οι καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έτσι, η κιθάρα έγινε για κάποια χρόνια προέκταση των χεριών του, ενώ ο χορός εισέβαλε στην καθημερινότητά του. Ο αγώνας της βιοπάλης ξεκίνησε εξαιρετικά νωρίς, ενώ ακόμα ήταν μαθητής του δημοτικού. Σφυρηλάτησε τον χαρακτήρα του και τον οδήγησε σε ποικιλία ενασχολήσεων, αρχικά σε χειρωνακτικές εργασίες και στο τέλος στον τραπεζικό τομέα, όπου εργάζεται τα περισσότερα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας προσφέροντας από θέση ευθύνης.