Γιάννη Σμίχελη
Άνοιξε το παράθυρο, έκλεισε την πόρτα
Τα χέρια τρέμανε, ήτανε βρεγμένα
Έτρεχε μέσα στη βροχή
Δίχως ομπρέλα, ούτε μια κάπα
Με το πουκαμισάκι
Είχε γίνει παπί
Έφτασε στην είσοδο και με το που άνοιξε
Την πόρτα να 'τος ο ιδιοκτήτης
Του ρίξε δυο μπινελίκια
Αλλά απαιτούσε να πληρώνεται ο φουσκωμένος λογαριασμός
Όλοι θέλαν λεφτά
Όλοι θέλαν να τρέχει σαν παλαβός
Όλοι είχαν τα νεύρα τους
Τι ένταση είναι αυτή τον τελευταίο καιρό
Έσταζαν τα ρούχα του, τα μαλλιά του γλυπτό
Παραφροσύνης και τα μάτια γουρλωμένα
Πίεση στα ύψη, καταβροχθίζει λιπαρά
Για να υπνωτίζει το σώμα του
Ροχαλίζει σαν βόδι για να μην ακούει την έσω φωνή του
Για να μην θυμάται τις αρλούμπες των συναδέλφων
Τα εξυπνακίστικα και τις κορώνες των πιο φυγόπονων
Των δόλιων τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας ονειρώξεων.
Άνοιξε το παράθυρο λοιπόν, αφού είχε κλείσει την πόρτα
Με τα βρεγμένα χέρια του σκίζει το κάλυμμα του πακέτου
Και τραβά με τα δάκτυλά του, που έτρεμαν διαρκώς
Το φίλτρο ποτίζει νερό, και καταφέρνει λες και ο διάολος
Του το κάνει από νάζι, να βρέξει τον αναπτήρα
Και να μην έρχεται σπίθα
Βρίζει, τον πετάει στον τοίχο, τινάζεται η ροδέλα
Σαν μύγα που την κυνηγούν να την σκοτώσουν
Ανοίγει το συρτάρι της κουζίνας, βρίσκει τον αναπτήρα
Του γκαζιού και χωρίς να αντιληφθεί ανάβει το μάτι
Σίγουρος πως έχει πια φωτιά
Κατεβάζει το μούτρο του με το τσιγάρο δαγκωμένο
Στο ύψος της γκαζιέρας κι ανάβει το τσιγάρο
Ρουφώντας, κι ας καιγόταν το μούτρο του
Ρουφώντας με όλη τη δύναμη κι ας μύριζαν τα μαλλιά
Καμένη λιπαρότητα
Ρουφώντας μέχρι τα σωθικά να φουλάρουν και να γίνουν
Υπόγεια δεξαμενή καπνού
Κι αρχίζει να θολώνει το μυαλό, κατεβαίνουν οι διακόπτες
Του νευρικού συστήματος, το χέρι παραλύει
Ένα σφίξιμο στην καρδιά
Σωριάζεται στο έδαφος
Το βλέμμα αλληθωρίζει
Το τσιγάρο μένει για λίγο στην δεξιά γωνία
Μετά κατηφορίζει σαν λαμπαδιοδρομία
Τον ώμο και στο μπράτσο στρογγυλοκάθεται
Δίπλα του πάνω στο παχύ χαλί
Και καίγεται, καίγεται, καίγεται
Ολόκληρος, και η φουνάρα δυναμώνει
Τα νεύρα του νεκρά
Η καρδιά νεκρή
Ο εγκέφαλος από ώρα νεκρός
Όλα νεκρά
Και ψημένα
Με μια κρούστα αρνιού σουβλιστού το Πάσχα
Και όλα μια θυσία δίχως κανένα νόημα
Άλλος ένας αμνός σφαγμένος από μόνος του
Στον βωμό της βλακείας
—————————————————————————
Έκρυψα το γλυκό κάτω από την ντουλάπα
Το γατίσιο βλέμμα της με κοίταξε αγριωπά
Αλλά ήταν τόσο τρυφερό και ερωτικό
Που παραλίγο να υποκύψω και να προδοθώ
Κρατήθηκα, πλησίασα στην καρέκλα δίπλα
Στο ενοχοποιημένο έπιπλο και τοποθέτησα
Το πόδι μου μπροστά ακριβώς από την μεριά
Που το είχα παραχώσει
Χτύπησε το κουδούνι, γυρνά και μου λέει
Ν' ανοίξω; Και της κουνώ καταφατικά το κεφάλι
Κουβέντα δεν βγάζω
Μπαίνει μέσα ο ταχυδρόμος κι απαιτεί την υπογραφή μου
Για να μου παραδώσει ένα επίσημο γράμμα
Με όλη την επισημότητά μου απλώνω την τζίφρα μου
Και του σφυρίζω δυο λογάκια χαρωπά
Μου τιτιβίζει ευχαριστημένος κι αποχωρεί από το δωμάτιο
Σαν να βρίσκεται στο Μπάκινγχαμ και να είναι βασιλικό
Περιστέρι με καθήκοντα ειδικών αποστολών
Από το παράθυρο που βλέπει στον κεντρικό κήπο
Της βασιλικής μακαριότητας.
Ανοίγω το γράμμα και δυο κουτσουλιές μιλάνε τη γλώσσα
Της προόδου των ανθρωπίνων σχέσεων
Είναι μια αποστολή των παπαγάλων της εμμονής
Δυο πουλιά που είχα συναντήσει στα πέρατα της οικουμένης
Όταν ακόμη ήμουν καβαλάρης συννέφων.
Με κοιτάζει όλο απορία και τα μάτια της πια έχουν
Το μεγάλο ερωτηματικό της αμαρτίας
Η ενοχή της κυλάει αργά, μα οι κρουνοί της ραγίζουν
Και το ρυάκι κάποια στιγμή γίνεται ποτάμι
Μου ψιθυρίζει ένα αγάπη μου τόσο ενοχικά
Επιδιώκοντας την συνενοχή μου με την έκφραση
Της συγκατάβασής μου στο άγνωστο νέο
Οι κουτσουλιές ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σε σαΐτες
Και το γλυκό άρχισε να προδίδει την κρυψώνα του
Χτύπησε ο συναγερμός της ευθανασίας του
Απαιτούσε να το φάνε εδώ και τώρα πριν χαθεί
Όλη η φρεσκάδα και τ' αρώματα της γεύσης του
Ανέβηκε πάνω στο ένα χάρτινο αεροπλάνο
Ακολούθησα με το άλλο εγώ
Αμίλητος
Κι όταν πια μας κατέρριψε η λαιμαργία μας
Πάνω στο κρεμώδες καπέλο της ζαχαρένιας παραμυθίας
Είχαμε γίνει δυο ζαχαρότευτλα σφιχταγκαλιασμένα
Στο όνειρο μιας μάγισσας
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος τρίτο: Το ξωτικό της ποίησης: Ποιητικά διηγήματα
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Αναστασίας Ντόντη [Δυο όχθες έχει το ποτάμι, μικτή τεχνική με ακρυλικά, σπρέι, κλωστές, κολάζ].
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.