Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Γιώργος Πολυμενάκος: Δεν είναι υπερβολή να πω ότι, κατά κάποιο τρόπο, το βιβλίο αυτό με βρήκε – όχι εγώ εκείνο. Ήταν η ανάγκη μου να επεξεργαστώ συναισθήματα, ερωτήματα και ανησυχίες που συσσωρεύονταν μέσα μου. Ήθελα να μιλήσω για την ανθρώπινη προσπάθεια να σταθείς όρθιος, ακόμα κι όταν όλα γύρω σου φαίνονται αβέβαια ή καταρρέουν.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Γ.Π.: Η ανάγνωση των έργων μου μετά από καιρό είναι μια εμπειρία που με γεμίζει ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία, υπάρχει μια αίσθηση νοσταλγίας – σαν να συναντώ ξανά έναν παλιό φίλο. Από την άλλη, κάποιες φορές εντοπίζω σημεία που θα ήθελα να έχω διατυπώσει διαφορετικά ή επιλογές που τώρα, με την απόσταση του χρόνου, θα άλλαζα. Είναι σαν να κοιτάζω μια φωτογραφία από το παρελθόν – ίσως να έχει ατέλειες, αλλά κουβαλά την αλήθεια εκείνης της στιγμής.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Γ.Π.: Η δημιουργική διαδικασία είναι γεμάτη αμφιβολίες. Ένας διαρκής, σιωπηλός, έντονος διάλογος με τον εαυτό μου. Είναι σαν να σμιλεύεις κάτι στο σκοτάδι, προσπαθώντας να του δώσεις μορφή χωρίς να το βλέπεις καθαρά.
Υπάρχει κάποιο έργο σας που να το ξεχωρίζετε, και γιατί;
Γ.Π.: Δεν μπορώ να πω ότι ξεχωρίζω κάποιο έργο μου περισσότερο από τα υπόλοιπα. Κάθε ένα από αυτά είναι σαν ένα διαφορετικό μονοπάτι που έχω περπατήσει – το καθένα με τις δικές του προκλήσεις, τη δική του ομορφιά.
Αντί να ξεχωρίσω κάποιο, προτιμώ να τα βλέπω ως μέρος μιας ευρύτερης διαδρομής. Όλα μαζί συνθέτουν την πορεία μου ως συγγραφέας και, ίσως, ως άνθρωπος.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Γ.Π.: Ναι. Μπορεί να είναι μια απροσδόκητη σκηνή που θα παρατηρήσω στον δρόμο, μια φράση που θα ακούσω τυχαία, ή ακόμα και μια σιωπή που ξαφνικά «ακούγεται» πιο βαριά από ό,τι συνήθως.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Γ.Π.: Υπάρχουν στιγμές που με δυσκολία μπορώ να αναγνωρίσω την αξία του «τετριμμένου». Μικρές, καθημερινές σκηνές ή φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες συχνά μοιάζουν «ανούσιες», και δεν μου προκαλούν καμία επιθυμία να γράψω γι' αυτές. Ωστόσο, κάθε φορά που καταφέρνω να τις δω με έναν διαφορετικό τρόπο –να τις φωτίσω από μια γωνία που δεν είχα σκεφτεί πριν– προκύπτει κάτι αναπάντεχα δυνατό.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Π.: Αν έπρεπε να διαλέξω μία λέξη, αυτή θα ήταν «ισορροπία». Είναι μια λέξη που, για μένα, συνοψίζει την κεντρική ουσία του βιβλίου: την προσπάθεια του ανθρώπου να βρει το σημείο εκείνο όπου μπορεί να αντέξει, ακόμα κι αν όλα γύρω του μοιάζουν έτοιμα να χαθούν.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Γ.Π.: Αν το βιβλίο μου ήταν ένα ταξίδι, θα ήταν μια πορεία μέσα από μια ατελείωτη έρημο. Ένα τοπίο γεμάτο σιωπή και αντίξοες συνθήκες, όπου τα πάντα είναι γυμνά και εκτεθειμένα – ένας χώρος που σε καλεί να έρθεις αντιμέτωπος με τον εαυτό σου.
Το ταξίδι αυτό δεν θα είχε προκαθορισμένη διάρκεια. Θα μπορούσε να κρατήσει όσο χρειάζεται μέχρι να ανακαλύψεις τη δική σου εσωτερική όαση.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία; Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Γ.Π.: Η σύγχρονη λογοτεχνική βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας είναι τόσο εκτεταμένη που θα ήταν άδικο να ξεχωρίσω κάποιους συγγραφείς καθώς είναι πρακτικά αδύνατον να τους έχω διαβάσει όλους. Από τους παλαιότερους ξεχωρίζω τον Παπαδιαμάντη, που συχνά δακρύζω όταν τον διαβάζω, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο.
Αυτά είπε ο Γιώργος Πολυμενάκος, σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, για το μυθιστόρημά του Μόνο ένα θαύμα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γραφή.
Μαθαίνω ότι το συγκεκριμένο ανήκει στην «Τριλογία των φάρων» [που επίσης περιέχει τα βιβλία Σημείο εξόδου ένα και Σκοτεινό φως] όμως καθένα από αυτά είναι ανεξάρτητο και μπορεί να διαβαστεί μόνο του. Οπότε δεν με πειράζει που αγνοώ τους άλλους δύο τίτλους και ξεκινώ την ανάγνωση χωρίς να έχω καμία προκατάληψη, χωρίς να περιμένω κάτι, χωρίς να έχω κατά νου κάποιο ύφος, στιλ, υπόθεση, ήρωα... Κι αυτό που μου αποκαλύπτεται είναι ένα σύμπαν –ας το ονομάσουμε έτσι– αισθαντισμού, λογοτεχνικής αύρας, ιδιαίτερων ηχοχρωμάτων και άλλων χαρακτηριστικών που εκτός από μυθοπλασία είναι και λογοτεχνία και θέατρο και ρεαλισμός [μπορεί και μαγικός ρεαλισμός] και σουρεαλισμός και φαντασία και ψυχογράφημα και σκληρή πραγματικότητα... τελικά, είναι ένα μοναδικό πόνημα που δεν έχει μόνο έναν χαρακτήρα αλλά έχει έναν ολόδικό του χαρακτήρα που το κάνει ξεχωριστό και υπέροχο.
Ο δυστοπικός κόσμος του κυρίου Πολυμενάκου μάς μεταφέρει σε ένα χωροχρονικό σημείο κάπου σε έναν πλανήτη –ελάχιστη σημασία έχει σε ποιον ή πότε– στον οποίο οι άνθρωποι ρίχνονται στον αγώνα για επιβίωση έχοντας δεδομένη τη φθορά του κόσμου (τους) που χάνεται· αν δεν έχει ήδη χαθεί. Άραγε, αυτό το θαύμα στο οποίο ελπίζουν θα γίνει; Άραγε, γίνονται θαύματα;
Πρόκειται για φαντασία καθώς προτείνονται κοινωνίες και συνθήκες που δεν υπάρχουν/δεν έχουν υπάρξει στη Γη όμως οι χαρακτήρες, οι οποίοι είναι τόσο ανάγλυφα πλασμένοι, δεν διαφέρουν από εμάς, είμαστε εμείς. Εξού και μπορείς να ταυτιστείς με τα πρόσωπα, να τα κατανοήσεις σε βάθος, να έρθεις στη θέση τους, να μοιραστείς τα συναισθήματά τους κ.ο.κ.
Πρόκειται για αφήγημα που συνεπαίρνει, που ξυπνά αισθήσεις, που φέρνει εσωτερικές αναταράξεις, που διαθέτει έντονες στιγμές... και που καταλήγω να το αποκαλώ παραμύθι για μεγάλους επειδή το φανταστικό στοιχείο τού προσδίδει εξώκοσμη χροιά αλλά ουσιαστικά, και πάνω απ' όλα, είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί [επειδή είναι τόσο όμορφο που δεν μπορείς εύκολα να το αφήσεις για άλλη ώρα] και αφήνει απόσταγμα εγγεγραμμένο μέσα σου.
Τι αφορά αυτό το απόσταγμα πέρα από τον απόηχο της αναγνωστικής εμπειρίας που είναι εξαίσιος; Αφορά αναλογισμούς προερχόμενοι από αναγωγές της συνθήκης της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα που βιώνουμε. Η επίγεια κόλαση της ιστορίας, δηλαδή η εξαφάνιση όλης σχεδόν της χλωρίδας και της πανίδας, επειδή τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει στις αφιλόξενες θερμοκρασίες του πλανήτη (που προήλθε από έναν πόλεμο που έκαναν οι κάτοικοί του) μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο [απόλυτη εξαφάνιση] ακόμα κι αυτούς τους λίγους επιζήσαντες. Ως άτομο που ζει σε έναν πλανήτη του οποίου το μέλλον μπορεί να είναι παραπλήσιο με αυτό, δεν μπορείς παρά μα νιώσεις φρίκη και ασφυκτικό άσθμα. Παράλληλα όμως, η ελπίδα (σ)την οποία προσδοκούν οι ήρωες μέσω της πίστης τους τους ωθεί σε ενδυνάμωση και τους θέτει σε δράση ώστε να βρουν διέξοδο. Η ελπίδα αυτή είναι που αντισταθμίζει το ζοφερό αν και γίνεται σαφές πως για να ξεφύγει κανείς από την καταστροφή οφείλει να αφυπνιστεί και να ενεργοποιηθεί κατάλληλα.
Μέσω της αλληγορίας του ο συγγραφέας θίγει πολυεπίπεδα ανθρωποκεντρικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος που αφορούν μια γκάμα πραγμάτων, από την κλιματική αλλαγή ως την ανισότητα και από το βαθύ πένθος ως την ελπίδα... ενώ στο τέλος έχεις λάβει ως εφόδιο και ένα διδακτικό μάθημα.