Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Νουβέλες: Αγόρια και κορίτσια * Pelota ** Διάφορα άλλα: Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής * Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Kom el Shoqafa

Γιώργου Μπιλικά

Πίνακας Brian Almon [Always observing]

Πάντοτε σε γοήτευε η Αλεξάνδρεια, γιατί την ίδρυσε ο Αλέξανδρος που του έχεις πολύ μεγάλη συμπάθεια και γιατί ναι, δεν θα σε πείραζε καθόλου να έχεις γεννηθεί εκεί ως Έλλην εξ Αλεξανδρείας και να νιώθεις, ας πούμε κατά κάποιον τρόπο, «πιο κοντά» στον μεγάλο στρατηλάτη. Όπως, όμως, σε όλες τις πόλεις του κόσμου που εκτός από τη βιτρίνα, υπάρχουν και οι γειτονιές του περιθωρίου, έτσι και εδώ, στα δυτικά του Καρμούζ, που οι πολυκατοικίες είναι ετοιμόρροπες και εξαθλιωμένες, μια χούφτα ρίχτερ είναι αρκετά για να στείλουν τους κατοίκους των κτηρίων αυτών στην ανυπαρξία και στις ειδήσεις των εννιά. Στο κάτω κάτω, όλοι δικαιούμαστε δεκαπέντε λεπτά διασημότητας, όπως είπε και ο Andy Warhol, αλλά θα μου πεις τώρα εσύ: «Και είναι απαραίτητο να εισπράξουν αυτοί οι άνθρωποι τα δεκαπέντε λεπτά της διασημότητάς τους, βυθισμένοι μέσα στα ερείπια των πολυκατοικιών που μένουν;».

Σ' αυτή λοιπόν τη γειτονιά, ανεμίζουν σε κάθε μπαλκόνι οι μπουγάδες σαν σημαίες και οι τοίχοι ξερνάνε τους μουχλιασμένους σοβάδες σαν εμετό. Τα αγόρια παίζουν μπάλα στους δρόμους με τα παρκαρισμένα σαράβαλα κι ένα σπουργίτι προσπαθεί να στριμώξει με το ράμφος του ένα κουκούτσι για να το φάει. Μια μάνα βγαίνει στο μπαλκόνι φωνάζοντας το όνομα του γιου της δυο και τρεις φορές:
«Αχμεεέτ, Αχμεεέτ, Αχμεεέτ...»
Και μπαίνει πάλι μέσα για να αφήσει τη γυναίκα του πάνω πατώματος να βγει με τη σειρά της και να φωνάξει τον δικό της γιο:
«Ισμαηήλ, Ισμαηήλ, Ισμαηήλ...»
Και μπαίνει και αυτή μέσα για να βγει και η άλλη γυναίκα από κάτω για να φωνάξει τον δικό της γιο:
«Οσμαάν...»

Τρεις κοπέλες πιο πέρα, κοιτάνε τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Η τηλεόραση πλασάρει διαφημιστικά μηνύματα, κάποιος κορνάρει και μετά ξαφνικά όλοι σωπαίνουν. Ακούγεται μόνο η φωνή του ιμάμη που κοιτάζει προς τη Μέκκα και οι ψαλμωδίες του σε πάνε στους αμανέδες που τραγουδούσαν, με καημό για το ξερίζωμα, οι πρώτοι πρόσφυγες κάτοικοι της Νέας Ιωνίας και της Κοκκινιάς. Οι άντρες μοιάζουν σα να διαβάζουν μέσα στις παλάμες τους ένα βιβλίο που δεν βλέπεις και γονατίζουν, σηκώνονται, διαβάζουν την επόμενη φράση, γονατίζουν ξανά, ακουμπάνε το κούτελο στην ψάθα και γίνονται ένα με το χώμα. Μα είναι προσευχή αυτή; Εσύ ξέρεις ότι η προσευχή σε ανεβάζει. Και στο κάτω κάτω τι σόι θεός είναι ένας θεός που σε αναγκάζει να γίνεσαι ένα με το χώμα;

Πάνω από το κεφάλι τους δεσπόζει μια επιγραφή: Kom el Shoqafa. Είναι η πολιτεία των νεκρών. Κάποια στιγμή, η προσευχή τελειώνει, οι άντρες μαζεύουν τις ψάθες τους, εσύ πηγαίνεις στο ταμείο, πληρώνεις, παίρνεις το εισιτήριο και μπαίνεις στη Νεκρόπολη.

Δέντρα, γάτες και το μόνο που θυμίζει θάνατο είναι οι πελώριες πέτρινες σαρκοφάγοι. Ούτε κοράκια, ούτε λιβάνι, ούτε σιωπή. Η φασαρία έρχεται από τα αγόρια που με το τέλος της προσευχής, άρχισαν ξανά τη μπάλα και ο ήλιος που τρυπώνει σε κάθε γωνιά, αντανακλάται στα μάρμαρα και σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια σου. Ούτε σκοτάδι, ούτε κρύο, ούτε μοναξιά.

Ο φύλακας σηκώνεται από την πολυθρόνα του, κλείνει το τάβλι που έχει μπροστά του, σε πλησιάζει και προσφέρεται να σε ξεναγήσει αγνοώντας τις ευγενικές σου αντιρρήσεις.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν είναι απαραίτητο».
Μπα... μην το ελπίζεις. Δεν έχει μοναξιά εδώ. Σε αγγίζει στον ώμο για να τον ακολουθήσεις. Σου μιλάει, αλλά εσύ δεν θες να ακούς τα σπαστά ελληνοαγγλικά του.
«Dead City σαχίμπ; Dead City;»
«Ναι, Dead City. Μα για τι άλλο θα έρθει κάποιος εδώ; Για να παίξει τάβλι;»

Συνεχίζεις με τον φύλακα και δίπλα σε μια σαρκοφάγο, σου παίρνει με το ζόρι τη φωτογραφική μηχανή και σου ζητάει να πάρεις πόζα. Στηρίζεσαι με το χέρι σου στον μονόλιθο που κάποτε σκέπαζε έναν νεκρό και χαμογελάς. Είναι όμως το μέρος αυτό για χαμόγελα;  Σου επιστρέφει τη μηχανή και καταλαβαίνεις ότι περιμένει φιλοδώρημα.
«Πώς είναι το όνομά σου αγαπητέ μου;»
«Name; Χασάν σαχίμπ».
«Λοιπόν Χασάν είμαι πολύ δυσαρεστημένος».
«Σαχίμπ ντυρεστημένο; Why;»
«Αλλιώς την περίμενα τη Νεκρόπολη».
«Νεκρόπολη σαχίμπ υπόγκεια. Εντώ προαύλιο χώρο».
Καταλαβαίνεις τη γκάφα σου και τι να πεις τώρα; Ψάχνεις τις τσέπες σου, αλλά ούτε τσιγάρο δεν έχεις να του προσφέρεις για να ξεπεράσεις την αμηχανία σου.
«Smoke σαχίμπ; Cigarette;»
Του εξηγείς ότι το 'κοψες και του ζητάς να σε οδηγήσει. Προχωράει μπροστά λέγοντας κάθε λίγο ότι σε μισή ώρα θα κλείσουν.
«Μισή ώρα σαχίμπ».
Σταματάει σε μια καταπακτή.
«Εντώ σαχίμπ».

Ναι, σίγουρα αυτό μοιάζει πιο πολύ με νεκρόπολη, σου θυμίζει το Νεκρομαντείο και σου έρχεται στο μυαλό εκείνος ο εστιάτορας δίπλα στον Αχέροντα που προσπαθούσε να σου πουλήσει ένα μεταλλικό βρυσάκι απ' αυτά που έχουν στα χωριά, λέγοντάς σου:
«Σ' αυτό το βρυσάκι αγαπητέ μου, έπλενε κάθε πρωί το πρόσωπό του ο Καραϊσκάκης αυτοπροσώπως!»
«...αυτοπροσώπως;»
«Βεβαίως!»
«Τι μου λέτε…»
«Μα βέβαια. Εδώ έχουμε μόνο γνήσια αντικείμενα και όχι απομιμήσεις!»
«Μήπως όμως έχετε και το βρυσάκι του Ανδρούτσου για να τα έχω σε ζευγάρι;»

«Εντώ σαχίμπ. Μισή ώρα».
Επαναλαμβάνει ο Χασάν και εν ριπή οφθαλμού, σε επαναφέρει από τον Αχέροντα στα δυτικά του Καρμούζ.
«Ναι, ναι Χασάν και να με συγχωρείς που αφαιρούμαι, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου».

Εδώ είχες έρθει μαζί της, έτσι δεν είναι; Δεν θα έπρεπε λοιπόν να έρθεις ξανά αφού σου κάνει το μυαλό σου παιχνίδια, αλλά κι εσύ πηγαίνεις γυρεύοντας. Η σκάλα κατεβαίνει μέσα σε ένα πέτρινο πηγάδι, κάτω βλέπεις μόνο σκοτάδι και ο Χασάν λέει ξανά: «Μισή ώρα».

Αρχίζεις να κατεβαίνεις για να προλάβεις, αλλά λίγα μέτρα παρακάτω έχεις αρχίσει να μετανιώνεις. Η θερμοκρασία πέφτει σκαλί με το σκαλί που κατεβαίνεις και η ανάσα σου παγώνει μπροστά από τη μύτη σου. Πατάς στο τελευταίο σκαλί, κοιτάς επάνω, θες να φύγεις, αλλά είναι αργά για κάτι τέτοιο. Περνάς ανάμεσα από δύο πέτρινα αγάλματα, μισοί άνθρωποι, μισοί φίδια και μπαίνεις στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του νεκροταφείου.

Ο θάνατος είναι τόσο άδειος που μέχρι και ο χρόνος είναι απών. Και είναι απών, γιατί κανονικά τώρα, θα έπρεπε να νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις το ρολόι σου ανησυχώντας μήπως σε κλειδώσουν μέσα στη Νεκρόπολη, αλλά εσύ στέκεσαι εκεί και δεν κάνεις τίποτα. Και σαν να μη φτάνει αυτό, έχεις και τον αέρα να μυρίζει μούχλα. Η ανυπομονησία όμως του Χασάν να γυρίσει στο σπίτι του μετά από τη βάρδιά του σε σώζει δίνοντας κίνηση στους δείκτες του χρόνου. Ο δείκτης φτάνει στο δώδεκα, ο Χασάν πεινάει, το κινητό του τηλέφωνο χτυπάει, κάτι λέει στα αραβικά, το κλείνει και σου κάνει νόημα να ανεβείς.
«Χασάν ντεν μπορεί καταλάβει σαχίμπ».
«Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;»
«Άγγλο έρχεται Νεκρόπολη, σταματάει φίδια. Αμερικάνο έρχεται Νεκρόπολη, σταματάει φίδια. Γάλλο έρχεται, σταματάει φίδια. Έλληνα, σταματάει φίδια. Όλοι σταματάει φίδια. Κανένα πιο μέσα. Γκιατί; Λένε αίτουσα μεγκάλη. Περπατάει, περπατάει και τέλος μη φτάνει. Σούφι λένε Νεκρόπολη όκι τέλος και αρχή, όπως Αλλάχ».
Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις, τη φέρνεις πάλι στο μυαλό σου. Εδώ δεν ήταν που είχε φοβηθεί επειδή έβλεπε διάφορες σκιές να κινούνται στον χώρο; Εδώ ήταν. Εδώ δεν ήταν που είχε κρυφτεί στην αγκαλιά σου φοβισμένη; Εδώ ήταν.
«Εσύ Χασάν έχεις μπει ποτέ στη Νεκρόπολη;»
«Εγκώ σαχίμπ; Εγκώ φυλάει εντώ. Εγκώ μπει, ποιο φυλάει;»
Σωστός ο Χασάν, αλλά εσένα το μυαλό σου έχει πάρει φωτιά. Κάτι σε έσπρωχνε να έρθεις και ήρθες.
«Σαχίμπ...»
«Ναι Χασάν...»
«Πότε πάει πίσω Ατήνα σαχίμπ;»
«Έλεγα προς την άλλη βδομάδα, αλλά θα το συντομεύσω».
«Σαχίμπ ερωτευμένο ε; Χασάν ξέρει. Χασάν καταλαβαίνει».
«Θέλω να τη δω Χασάν».
«Ακολούτα ψυκή σου σαχίμπ. Ακολούτα καρντιά σου, ευτυχισμένο είσαι. No worry, happy be».

Αρχίζει να σουρουπώνει, σε δύο ώρες είσαι με το αεροπλάνο στην Αθήνα και την παίρνεις τηλέφωνο.
«Το ήξερα πως θα πάρεις».
«Μόλις γύρισα».
«Θα... αργήσεις;»
«Τόσο όσο θα μου πάρει για να βρω ένα καλό μπουκάλι κόκκινο κρασί».
«Κάν' τα δύο κι έλα! Α και κοίτα... μην ξυριστείς. Σε προτιμώ αξύριστο απόψε!»


Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το διήγημα αποτελεί  μέρος της ανέκδοτης συλλογής διηγημάτων με τίτλο Blue note.
Σημ. επιμ.: Το όνομα των κατακόμβων Kom el Shoqafa διαβάζεται (μεταγράφεται στα ελληνικά) Κομ ελ Σοκάφα.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Brian Almon [Always observing]

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και Φρουτίνο4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας Σερίφη
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουPelota, Σταμάτη ΓιακουμήΕν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Άννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη