Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Κώστας Φρουζάκης: Το ιδιαιτέρως, θέλω να πιστεύω, αναπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης που με χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Γενικά, δεν αντέχω την αδικία, δεν αντέχω να αισθάνομαι, να βλέπω ότι γύρω μου, δίπλα μου, συντελείται ένα έγκλημα εναντίον κάποιου αθώου. Υπόβαθρο, λοιπόν, του ιντικάμ είναι η ιστορική αδικία που υπέστησαν οι αγρότες της Θεσσαλίας, οι κολίγοι, αμέσως μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο νεοσύστατο, τότε, ελληνικό κράτος. Εκτός από αυτό, ο πυρήνας μιας ιστορίας, μιας αφήγησης που την κουβαλάω μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια σχετικά με την απαγωγή ενός παιδιού, στοιχεία της οποίας μπορούν να ανιχνευτούν στο μυθιστόρημα.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Κ.Φ.: Δεν θα μπορούσα να απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα, καθώς δεν συνηθίζω να ξαναδιαβάζω τα βιβλία μου, ειδικά από τη στιγμή που αυτά θα τυπωθούν. Προτιμώ να διαβάζω βιβλία άλλων, να συναντώ νέες ιδέες, νέες ιστορίες, νέες φόρμες αφήγησης.
Δεν υπάρχει, νομίζω, άλλος τρόπος να παραμένει κανείς ουσιαστικός και δημιουργικός από το να έρχεται συνεχώς σε επαφή με τους άλλους, να συναντιέται μαζί τους, να συνοδοιπορεί ή, εν γνώσει του, να ακολουθεί μοναχικό δρόμο.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Κ.Φ.: Μα, νομίζω ότι μ' αυτόν τον τρόπο προχωρά η δημιουργία· μέσω της διαφωνίας, της αμφισβήτησης, ακόμη και του ίδιου μας του εαυτού. Ποτέ με παγιωμένες ιδέες και βολικές συμφωνίες. Έτσι, διαφωνώ συχνά με τον εαυτό μου (δημιουργικό ή όχι, αδιάφορο) έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την τέχνη της διαλεκτικής στην καντιανή της εκδοχή (θέση-αντίθεση-σύνθεση).
Υπάρχει κάποιο έργο που να το ξεχωρίζετε και γιατί;
Κ.Φ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το μυθιστόρημά μου, το Ιντικάμ, το οποίο το «κουβαλούσα» μέσα μου πολλά χρόνια και το οποίο μου έδωσε την ευκαιρία να εφαρμόσω εμπράκτως πολλές από τις ιδέες και τις αισθητικές/καλλιτεχνικές μου επιλογές. Και, για να μιλήσω και για την ποιητική μου συλλογή (Η πικρή γεωγραφία του Ζεσούς Σοζίνιο), θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στην ενότητα «Lisboa, anno 1526», στην οποία ένα προσωπείο, ο Ζεσούς Σοζίνιο, μιλά εξ ονόματός μου, εν είδει ποιητικής εξομολόγησης.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Κ.Φ.: Φυσικά. Έρχονται δίχως να τις περιμένω, δεν συνδέονται με κάποιον συγκεκριμένο χώρο, χρόνο ή με μια δεδομένη κατάσταση. Δεν είναι, όμως, όσες θα ήθελα αυτές οι στιγμές. Άλλωστε, διαφωνώ ριζικά με την άποψη ότι υπόβαθρο της λογοτεχνίας πρέπει να είναι το βίωμα, άρα πρέπει πρώτα κανείς να ζήσει κάτι και μετά να γράψει γι' αυτό. Προσωπικά, προκρίνω ως αφετηρία της γραφής το εσωτερικό βίωμα που προκύπτει από την ανάγνωση και την επεξεργασία (πνευματική και θυμική) των ποικίλων πληροφοριών που έχει προσλάβει ο δημιουργός.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Κ.Φ.: Όπως είμαι σίγουρος ότι κάθε ζωή έχει αξία, έτσι και κάθε στιγμή της ζωής έχει την αξία και την ιδιαιτερότητά της. Άλλωστε, δεν πιστεύω, όπως σας είπα παραπάνω, ότι η λογοτεχνία προκύπτει απαραιτήτως από βιωμένες εμπειρίες. Οπότε, θεωρώ ότι θα άξιζε κανείς να γράψει για κάθε στιγμή, όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά, καθώς ίσως να υπάρχει και σ' αυτές τις στιγμές κάποιο κρυμμένο νόημα που περιμένει να ανακαλυφθεί. Κάτι τέτοιο νομίζω ότι αποτυπώνεται έξοχα στο σύντομο ποίημα του Γ. Γεραλή: Δεν είναι τ' αγέρι / είναι το φως / που σείει τη φτέρη. Ακόμη και σε κάτι τόσο αδιάφορο, όπως το φύσημα του ανέμου που κάνει τα φύλλα να θροΐζουν, η ευαισθησία του ποιητή μπορεί να ανακαλύψει μια μύχια δύναμη αόρατη στα μάτια των πολλών, όπως το φως.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Κ.Φ.: Το προφανές θα ήταν να σας παραπέμψω στον μονολεκτικό τίτλο του μυθιστορήματος: ιντικάμ, δηλαδή «εκδίκηση». Θα ήθελα, όμως, να συμπληρώσω μία δεύτερη λέξη, η οποία νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου, ως συμπέρασμα της ανθρώπινης κατάστασης: «ματαιότητα».
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Κ.Φ.: Δεν θα πηγαίναμε μακριά. Μέχρι τη Θεσσαλία μόνο, ώστε να γίνουμε μάρτυρες της αναπόδραστης μοίρας των ανθρώπων. Όπως τότε, την εποχή δηλαδή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα, έτσι και τώρα, έτσι και πάντα. Από την άποψη αυτή, ίσως η σωστή απάντηση στην ερώτησή σας θα ήταν ότι θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε με το ιντικάμ παντού σ' όλο τον κόσμο, καθώς θεωρώ ότι τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο αφορούν κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής, σε κάθε γωνιά του κόσμου. Η εκμετάλλευση και η ταπείνωση ανθρώπου από άνθρωπο, δυστυχώς, είναι ένα θέμα διαχρονικό και παναθρώπινο.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία; Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Κ.Φ.: Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη σύγχρονη παραγωγή λογοτεχνικών έργων στη χώρα μας και δεν σας κρύβω ότι είμαι πολύ χαρούμενος. Υπάρχει πληθώρα νέων καλών βιβλίων, άξιων νέων συγγραφέων που καταθέτουν κάτι από την ψυχή τους στο έργο τους κι αυτό αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο αισιοδοξίας. Δεν συμφωνώ με κάποιους που θεωρούν ότι υπάρχει υπερπληθώρα εκδοτικών οίκων και λογοτεχνικών έργων, κάτι το οποίο το θεώνται ως αρνητικό στοιχείο ως προς την ποιότητα. Πιστεύω ακράδαντα ότι στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, το να ασχολούνται όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι με τις τέχνες, με την τέχνη του λόγου εν προκειμένω, αποτελεί ένα απολύτως θετικό στοιχείο για την κοινωνία και τη χώρα. Κι έχω πάντα κατά νου τους στίχους του Γ. Ρίτσου από το «Καπνισμένο τσουκάλι»: κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε / «Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». / Αυτό θέλουμε κι εμείς. / Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο. / Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Αγαπημένος μου Έλληνας συγγραφέας είναι παιδιόθεν ο Νίκος Καζαντζάκης. Από τους σύγχρονους, ευχαριστιέμαι πολύ τα μυθιστορήματα του Ισίδωρου Ζουργού.
Αυτά είπε ο Κώστας Φρουζάκης, σε μία μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του Ιντικάμ από τις εκδόσεις Άνω τελεία.
Δεν είχα διαβάσει κάτι άλλο από εκείνον αν και, σύμφωνα με το βιογραφικό του σημείωμα, το Ιντικάμ είναι το πέμπτο του βιβλίο (ως τώρα) αλλά το πρώτο του μυθιστόρημα. Πριν από αυτό το πόνημα είχε ασχοληθεί και εκδώσει κείμενα μικρής έκτασης, της λεγόμενης συμπυκνωμένης φόρμας, δηλαδή διηγήματα και ποίηση. Δεν έχει συμβεί να διαβάσω ένα τέτοιο έργο από εκείνον όμως η μυθοπλασία του είναι περισσότερο από αρεστή, αξιόλογη κι ενδιαφέρουσα.
Πρόκειται για ένα βιβλίο από αυτά που σου μένουν. Που σου αφήνουν ένα απόσταγμα σαν ίζημα μέσα σου, να το κουβαλάς για λίγο ή περισσότερο καιρό, να το θυμάσαι και να αποτελεί (πια) σημείο αναφοράς για τα επόμενα, μελλοντικά σου αναγνώσματα. Πρόκειται για καλογραμμένο πόνημα που μεταφέρει τις σκιαγραφήσεις των προσώπων, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, το ηχόχρωμα της εποχής και όλα τα συναισθήματα... ανάγλυφα και εύγλωττα άπαντα (με κέρδισε πάρα πολύ με το γλωσσικό ιδίωμα των ηρώων), ενώ μια ανθρωποκεντρική ιστορία εξελίσσεται εμπρός μας. Και τέλος, πρόκειται για βιβλίο που σε γεμίζει, αξιοποιώντας τέλεια τον χρόνο σου καθώς ανταποκρίνεται στις φιλαναγνωστικές προσδοκίες ακόμα και των πιο δύσκολων.