Γιώργου Μπιλικά
Είχε σουρουπώσει. Πήρε μια μπίρα από το ψυγείο και βγήκε στο μπαλκόνι περιμένοντας τη Νικόλ. Του είχε πει ότι θα ερχόταν κατά τις εννέα, οπότε είχε ακόμα αρκετό χρόνο στη διάθεσή του να απολαύσει τη μπίρα του και μετά να ετοιμάσει το καθιστικό, γιατί συνήθως εκεί κάθονταν με την καλή του. Κι αυτό δηλαδή δεν ήθελε κάποια σπουδαία ετοιμασία. Θα έφτιαχνε απλά την ατμόσφαιρα. Χαμηλοί φωτισμοί, αρωματικά κεριά, απαλή μουσική, ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί, που θα το άνοιγε περίπου μισή ώρα πριν για να πάρει τη θερμοκρασία του δωματίου... τέτοια πράγματα.
Του άρεσε η Νικόλ. Και η σχέση τους που μετρούσε ήδη τέσσερα χρόνια, έδειχνε –και ήταν– δυνατή. Πατούσε πολύ γερά στο αμοιβαίο και συνεχές πάρε δώσε που, μέρα με την ημέρα, καιρό με τον καιρό, τους έφερνε όλο και πιο κοντά.
Ξαναθυμήθηκε τη γνωριμία τους που ήταν διαδικτυακή και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ασυναίσθητα ένα χαμόγελο, καθώς έφερε στο μυαλό του τα πρώτα τους μηνύματα, το γεμάτο αμηχανία πρώτο ερωτικό τους ραντεβού, το πρώτο τους φιλί...
«Δεν ξέρω τι μου 'χεις κάνει», της είπε, «αλλά νιώθω κιόλας να μη μπορώ μακριά σου».
«Οοο... ερωτεύθηκε ο κύριος;»
«Ακούω πάντα τη διαίσθησή μου».
«Και τι σου είπε για... μας;»
«Σου αρέσει να με πειράζεις ε;»
Τις σκέψεις του, τις διέκοψε ξαφνικά το κουδούνι της πόρτας. Νόμισε πως ήταν εκείνη. Σηκώθηκε να ανοίξει.
«Πέρασε κιόλας η ώρα; Μπα, νωρίς είναι ακόμα. Αλλά αφού έχει κλειδιά, γιατί χτυπάει; Ίσως να τα ξέχασε. Καλώς το μωρό μου. Γιατί έτσι νωρ...»
Άνοιξε την πόρτα και η φράση του κόπηκε στον αέρα. Μπροστά του δεν ήταν το μωρό του, αλλά ένας τύπος σκελετωμένος, ψηλός, με μακρύ ίσιο μαύρο μαλλί, μαύρο μακό μπλουζάκι και μαύρο τζιν.
«Καλησπέρα».
«Καλησπέρα».
«Ο κύριος Άγις Δημητρίου;»
«Μάλιστα».
«Άρα σωστά ήρθα».
«Σωστά μπορεί να ήρθατε, αλλά η ώρα είναι ακατάλληλη».
«Μα ήρθα να σας πάρω και σ' αυτά τα πράγματα είμαι αφενός συνεπέστατος και αφετέρου δεν τίθεται θέμα ώρας».
«Τι θα πει δεν τίθεται θέμα ώρας; Ό,τι ώρα και να είναι δηλαδή, χτυπάμε τα κουδούνια και μπαίνουμε στα ξένα σπίτια;»
«Δεν τίθεται, διότι η ώρα της δικής μου επίσκεψης είναι πάντοτε η σωστή. Σας είπα. Ήρθα να σας πάρω».
«Να με πάρετε; Για πού; Δεν μπορώ να φύγω κύριε... Το όνομά σας παρακαλώ!»
«Ο, να με συγχωρείτε για την παράλειψη. Είναι εκ μέρους μου απαράδεκτο να μην έχω συστηθεί τόση ώρα. Λέγομαι Χάρος».
«Και τι μπορώ να κάνω για σας κύριε Χάρε;»
«Μπορούμε σας παρακαλώ να περάσουμε μέσα για να μη στεκόμαστε στην είσοδο;»
«Βεβαίως. Μόνο για λίγο όμως, γιατί σας είπα ότι η ώρα είναι ακατάλληλη. Ορίστε, περάστε».
Τα ρούχα του Χάρου όμως, με το που πέρασε μέσα, αντικαταστάθηκαν ως δια μαγείας με ένα μαύρο ράσο. Στα χέρια του παρουσιάστηκε ένα δρεπάνι και το κεφάλι του σκεπάστηκε σχεδόν ολόκληρο με μία μαύρη κουκούλα.
«Μα... τι πάθατε; Τι συμβαίνει;»
«Ε τι να συμβαίνει; Φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς».
«Της... ποιας;»
«Της δουλειάς. Τα φοράω πάντα μόλις φτάσω στον τόπο εργασίας».
«Στον τόπο εργασίας; Μα τι λέτε τώρα;»
«Ε τι να πω; Λέω αυτό που συμβαίνει».
«Και τι συμβαίνει δηλαδή;»
«Μα σας έχουμε ειδοποιήσει κύριε».
«Εμένα; Με ειδοποιήσατε εσείς εμένα;»
«Όχι εγώ προσωπικά. Αυτά τα αναλαμβάνει το γραφείο δημοσίων σχέσεων. Σας έστειλαν ένα email με όλες τις σχετικές πληροφορίες και έπρεπε να με περιμένετε».
«Email είπατε; Δεν έχω λάβει τίποτα κύριε».
«Δεν είναι δυνατόν αυτό».
«Ε να, που είναι. Οπότε... δεν ειδοποιήθηκα, δεν ξέρω τίποτα, δεν έρχομαι πουθενά».
«Δεν γίνεται αυτό που λέτε. Τι θα πει δεν έρχεστε πουθενά;»
«Θα πει αυτό ακριβώς που σας λέω. Θέλετε να σας το ξαναπώ; Δεν-έρ-χο-μαι που-θε-νά!»
«Δεν μπορείτε να αρνηθείτε κύριέ μου. Ετοιμαστείτε παρακαλώ».
«Μα δεν ειδοποιήθηκα κύριε Χάρε. Μπορείτε να το καταλάβετε;»
«Έχετε σας παρακαλώ την καλοσύνη να τσεκάρετε το email σας;»
«Το κοιτούσα λίγο πριν έρθετε. Δεν υπάρχει κάτι από σας».
«Μισό λεπτό να κοιτάξω τα χαρτιά μου παρακαλώ. Να ορίστε... αφού σας έχω εδώ. Άγις Δημητρίου, Ακτήμονος 34, 40234, Πανόραμα. Εσείς δεν είστε;»
«Ναι, αλλά να τσεκάρεις και το email».
«Το email που έχω, είναι το agid@gmail.com».
«Σωστό είναι, αλλά σας επαναλαμβάνω ότι δεν έχω λάβει τίποτα».
«Μα είναι ανήκουστο. Έχει αποσταλεί, διότι στην αντίθετη περίπτωση, θα μου είχε επιστραφεί».
«Θα πήγε στα spam, γιατί έχω κάνει πολύ αυστηρές ρυθμίσεις».
«Κι εγώ τι φταίω;»
«Αμ εγώ; Εγώ τι φταίω να παρατήσω τα εγκόσμια στα καλά καθούμενα;»
«Έχετε δίκιο, αλλά κι εγώ πρέπει να κάνω τη δουλειά μου. Χιλιάδες χρόνια τώρα, κανένας δεν μου έχει φέρει αντίρρηση».
«Τους ειδοποιούσατε πάντοτε;»
«Όχι φυσικά. Δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα. Τώρα όμως που η τεχνολογία εξελίχθηκε τόσο πολύ, η δουλειά έγινε παιχνιδάκι. Στέλνεις ένα email και τσουπ ο άλλος είναι έτοιμος. Παραλαβή και παράδοση κατ' ευθείαν. Όλα λειτουργούν ρολόι. Αυτό που κάνουμε τώρα εμείς εδώ, είναι σκέτο χασομέρι. Έχω να πάω κι αλλού ξέρετε».
«Ναι, αλλά όπως βλέπετε δεν λειτουργούν όλα ρολόι. Λυπάμαι λοιπόν, αλλά δεν μπορώ να σας ακολουθήσω».
«Μα δεν με λυπάστε καθόλου; Γιατί μου το κάνετε αυτό; Θα αναστατώσετε ολόκληρο το σύστημα».
«Δεν γίνεται σας λέω. Αφήστε δηλαδή που περιμένω και την καλή μου να έρθει για μια σούπερ βραδιά. Να την αφήσω στα κρύα του λουτρού; Δεν είναι σωστό. Καθόλου σωστό μάλιστα».
«Οχ... μη λέτε για λουτρό παρακαλώ».
«Γιατί;»
«Ε... γιατί στο σπίτι του κρεμασμένου, δεν μιλάνε για σκοινί».
«Ποιου κρεμασμένου; Ποιο σκοινί; Τι είν' αυτά που λέτε; Δεν καταλαβαίνω».
«Σας πειράζει να μιλάμε στον ενικό;»
«Εμένα; Καθόλου. Το προτιμώ άλλωστε».
«Ε τι να σου λέω τώρα Άγι μου. Δεν έχω την ευκαιρία να πλένομαι συχνά. Ακούω λουτρό και μου τρέχουνε τα σάλια».
«Θέλεις να κάνεις ένα ντους;»
«Ένα μόνο; Τι να μου κάνει ένα; Και δύο και τρία μη σου πω!»
«Σχήμα λόγου ήταν. Θέλεις δηλαδή να μπεις κάτω από το νερό;»
«Μιλάς σοβαρά; Θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα από τη συγκίνηση».
«Έλα άστα αυτά τώρα. Αν το θέλεις, η ντουζιέρα είναι στη διάθεσή σου. Μετά όμως θα φύγεις. Εντάξει;»
«Θα σου είμαι υποχρεωμένος και μετά, θα δω πώς θα το κάνουμε. Προς το παρόν σε ευχαριστώ για το ντους».
Και ο Άγις έμεινε μόνος όση ώρα ο Χάρος ήταν κάτω από το νερό. «Άκου φίλε μου να δεις περίπτωση. Ήρθα να σε πάρω λέει. Κάτσε καλά ρε, που ήρθες να με πάρεις! Έτσι στα καλά καθούμενα; Δεν έχω και κάτι για να πεις ότι έχω πρόβλημα υγείας. Όλα λειτουργούν θαυμάσια. Οπότε; Οπότε για κάποιο λάθος πρόκειται. Άκου –λέει– σε ειδοποιήσαμε! Ποιον ειδοποιήσατε ρε; Εμένα; Δεν πάτε καλά. Έχει γίνει λάθος. Ε τι νομίζεις δηλαδή; Οι υπολογιστές δεν κάνουν λάθη; Και βέβαια κάνουν. Άσε που περιμένω και το μωρό μου σε λίγο και θα...» Η έξοδος όμως του Χάρου από το μπάνιο διέκοψε τον συλλογισμό του.
«Μια χαρά ήταν το μπάνιο Άγι μου. Σε ευχαριστώ πολύ. Να 'σαι καλά».
«Χαχαχα... οξύμωρη η ευχή σου».
«Δηλαδή;»
«Ε τι δηλαδή; Έχει και δηλαδή; Αφού ήρθες να με πάρεις, μου εύχεσαι να είμαι καλά; Απ' την άλλη μεριά πάλι, αν είμαι καλά, γιατί ήρθες να με πάρεις;»
«Σωστά το συλλογίζεσαι, αλλά ξέρεις... σε συμπάθησα».
«Μπα; Ώρες είναι να θέλεις και μπίρα τώρα».
«Οχ! Μη μου λες τέτοια. Τι μάρκα;»
«Στο ψυγείο έχω διάφορες. Θέλεις;»
«Δεν θα έλεγα όχι, αλλά για να επανέλθω στο θέμα μας, τι νομίζεις; Ότι η δουλειά που κάνω είναι εύκολη; Ή μήπως νομίζεις ότι είμαι άκαρδος και σκληρός και άπονος; Δεν έχω αισθήματα εγώ;»
«Τώρα που είπες αισθήματα... σα να άργησε μου φαίνεται το μωρό μου».
«Α ναι... είπες ότι περιμένεις επισκέψεις. Πρέπει να φροντίσω για την περίπτωσή σου».
«Τι να φροντίσεις; Σου είπα δεν έρχομαι».
«Δεν κατάλαβες. Εντάξει, το να μη θέλεις να έρθεις το καταλαβαίνω γιατί εδώ που τα λέμε, κανείς δεν θέλει και αυτό είναι προφανώς θέμα μάρκετινγκ. Πρέπει να εντείνουμε στο θέμα της διαφήμισης. Εσύ όμως έχεις ένα ραντεβού που θα μπορούσε βέβαια να μη με νοιάζει, αλλά φαίνεσαι καλό παιδί και μου φέρθηκες και ξηγημένα. Δεν έχω παράπονο. Και μπάνιο, και μπίρα... τι να πω... εεε... μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Βεβαίως ναι. Αν μπορώ, πολύ ευχαρίστως. Τι συμβαίνει;»
«Μήπως έχεις κάτι για μεζέ, για να μην την πίνω ξεροσφύρι;»
«Χμ... Να σου κάνω στα γρήγορα μια ομελέτα; Γουστάρεις;»
«Πςςς... πο ποοο... σου είμαι χιλιο-υποχρεωμένος Άγι μου. Μπράβο σου. Κι αν συγκρίνει κανείς τη συμπεριφορά σου με το λόγο που βρίσκομαι εδώ, θα σηκωθούν τα μαλλιά του όρθια. Το θέμα όμως είναι άλλο. Όλα αυτά, δεν ενδιαφέρουν το σύστημα. Αποφάσισε ότι σε θέλει εκεί και δεν του καίγεται καρφί για το τι έχεις κανονισμένο και τι όχι. Άρα όλα αυτά δεν μετράνε και πρέπει να βρούμε κάτι έξυπνο και σοβαρό για να του αλλάξουμε γνώμη, γιατί θέλει να γίνονται όλα σωστά, για να μη μπορεί κανείς να του πει έστω και μία κουβέντα. Είναι βλέπεις τυπικότατο».
«Μα ποιος το κανονίζει το σύστημα; Εσύ δεν το κανονίζεις; Τι θα πει "να του αλλάξουμε γνώμη", "είναι τυπικότατο" και ένα σωρό ανοησίες που μου λες τόση ώρα; Αφού εσύ τα κανονίζεις αυτά».
«Δεν κατάλαβες. Κάποτε, τα κανόνιζα εγώ. Τώρα όμως, είμαστε όλοι δέσμιοι των υπολογιστών. Όλα τα κανονίζουν αυτοί. Είναι προγραμματισμένα τα πάντα. Το πιάνεις; Δεν μπορείς να αλλάξεις το πρόγραμμα, ούτε να κάνεις εξαιρέσεις. Γι' αυτό σου λέω. Είναι τυπικότατο».
«Μα ακριβώς επειδή είναι τυπικότατο, πρέπει το πρόγραμμα να λάβει υπόψη του ότι δεν έλαβα ειδοποίηση. Δεν το καταλαβαίνεις;»
«Έχεις δίκιο. Πώς δεν το σκέφτηκα; Ήδη ενοχλούμαι και εκνευρίζομαι αφάνταστα με αυτή την παρατυπία. Μμμ... νοστιμότατη η ομελέτα. Μπράβο Άγι μου. Μα τι έχεις βάλει μέσα στα αβγά;»
«Μπέικον και λουκάνικο. Δεν το βλέπεις;»
«Μωρέ αυτά τα βλέπω, αλλά αυτή η γεύση... και κάτι άλλο είναι... δεν μπορεί...»
«Α ναι! Έχω βάλει τζίντζερ και κουρκουμά».
«Τζίντζερ και κουρκουμά;»
«Ε ναι. Συνήθως βάζω σε όλα μου τα φαγητά».
«Α μα είπα κι εγώ... γι' αυτό είναι τόσο νόστιμη η ομελέτα. Μπράβο Άγι μου. Μπράβο!»
«Σ' ευχαριστώ, αλλά όσον αφορά στο θέμα της επίσκεψής σου, θα μπορούσα να έχω προετοιμαστεί, να μη μου έρθει έτσι ξαφνικά. Να μην κλείσω τα ραντεβού που έκλεισα, να μην υποσχεθώ καινούργιο βιβλίο στον εκδότη μου, να μην αφήσω εκκρεμότητες...»
«Τι εκκρεμότητες;»
«Ένα σωρό δουλειές. Να ας πούμε... πρέπει να πάω στην εφορία για τον ΕΝΦΙΑ, ήθελα να περάσω από την ΙΚΕΑ... δεν έρχεται και η Νικόλ να μας δώσει καμιά ιδέα. Σήμερα βρήκε να αργήσει ρε γαμώτο;»
«Νικόλ τη λένε τη λεγάμενη;»
«Ναι!»
«Λοιπόν η ειδοποίηση είναι το θέμα. Δηλαδή το email που δεν έλαβες. Θα ζητήσω να γίνει delete η εκτέλεση της παραγγελίας. Θα δώσω αιτιολογία ότι δεν έλαβες το σχετικό email, η παραγγελία θα ακυρωθεί και θα πάνε όλα από την αρχή. Κάτσε να στείλω ένα sms».
«Δηλαδή δεν τη γλιτώνω με τίποτα ε;»
«Ξέρεις κανέναν που να κατάφερε κάτι τέτοιο;»
«Κάτσε να φέρω δυο μπίρες ακόμα».
«Να, αυτά μου κάνεις και με δυσκολεύεις. Μήπως όμως έχεις μαύρη;»
«Έχω ναι!»
«Την προτιμώ. Λοιπόν, το sms στάλθηκε, και θα έχουμε απάντηση σε λίγο. Στην υγειά σου».
«Απ' το στόμα σου και στου... Χάρου τ' αφτί».
«Χμ... ήρθε η απάντηση και είναι θετική».
«Θετική για ποιον;»
«Για σένα. Με τις υγείες σου λοιπόν!»
«Είδες λοιπόν που όλα γίνονται;»
«Ναι μόνο που...»
«Τι πράγμα;»
«Τώρα που το σύστημα δεν σε έχει, πρέπει να ξαναδώσουμε τα στοιχεία σου από την αρχή. Να φανταστείς ότι τώρα ούτε κι εγώ δεν σε θυμάμαι».
«Γιατί;»
«Ε τι γιατί; Όταν το σύστημα διαγράφει κάποιον, τον ξεχνάω κι εγώ. Είναι το πρόγραμμα έτσι φτιαγμένο και είναι πολύ λογικό. Τόσες χιλιάδες χρόνια αν τα κρατούσα όλα στη μνήμη μου, θα είχε φρακάρει. Δεν το αντιλαμβάνεσαι; Είναι θέμα χωρητικότητας».
«Σωστά. Να τα δώσουμε λοιπόν. Γράφε. Ορέστης Παπαδάτος, Σμύρνης 119, 18500, Νέα Ελίκη».
«Πολύ ωραία. Δώσε μου και το email».
«Papaor@hotmail.gr»
«Μια χαρά λοιπόν. Θα καταχωρηθούν εκ νέου και... μα... νομίζω ότι σου χτυπάνε το κουδούνι. Επισκέψεις ε;»
«Ε θα είναι η Νικόλ».
«Ποια είναι η Νικόλ;»
«Α ναι. Είπαμε ότι δεν θυμάσαι τίποτα πια. Η Νικόλ είναι η καλή μου».
«Ε τότε να βγάλω κι εγώ τα ρούχα της δουλειάς, να αλλάξω και να πηγαίνω να μη σας ενοχλώ».
«Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω. Γιατί χτυπάει αφού έχει κλειδί;»
Ο Άγις πλησίασε προς την πόρτα και την άνοιξε.
«Έλα βρε αγάπη μου. Πού είσαι τόση ώρα; Γιατί άργησες;»
«Ανησύχησες μωρό μου; Είχε κίνηση, ξέχασα και το κλειδί...»
«Λοιπόν κύριε Παπαδάτο», επενέβη ο Χάρος, «να πηγαίνω κι εγώ, αλλά πριν φύγω, να επαναλάβουμε σας παρακαλώ τα στοιχεία που μου δώσατε, μήπως έχω κάνει κάποιο λάθος;»
«Μα... βεβαίως...»
«Λοιπόν... έχουμε και λέμε... Ορέστης Παπαδάτος, Σμύρνης 119, 18500, Νέα Ελίκη. Σωστά;»
«Σωστά!»
«Και το email είναι: papaor@hotmail.gr. Σωστό κι αυτό;»
«Σωστότατο!»
«Πολύ ωραία λοιπόν. Χάρηκα πάρα πολύ για τη γνωριμία και ελπίζω να τα ξαναπούμε».
«Στη διάθεσή σου Χάρε μου. Στη διάθεσή σου».
«Α και... Ορέστη... να σου πω...»
«Σε ακούω Χάρε μου...»
«Δοκίμασε την τοπική μπίρα της Σαντορίνης. Ήμουν πρόσφατα εκεί και τη δοκίμασα. Είναι έκτακτη».
«Ό,τι πεις Χάρε μου. Ό,τι πεις».
Ο Χάρος απομακρύνθηκε, η πόρτα έκλεισε και ο Άγις έκλεισε τη Νικόλ στην αγκαλιά του.
«Αγάπη…»
«Ναι μωρό μου…»
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Όσο θα σε γδύνω; Ρώτα με».
«Ποιος ήταν αυτός;»
«Κάτι του χρωστούσα και ήρθε να το πάρει».
«Μα σε είπε Παπαδάτο, μετά σε είπε Ορέστη, του έδωσες λάθος διεύθυνση, λάθος email... γιατί;»
«Και δεν χαίρεσαι;»
«Θα έπρεπε;»
«Ε βέβαια».
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί θα ψάχνει και δεν θα με βρίσκει».
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Μπιλικά Οι προφήτες με τα λυπημένα μάτια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συμπαντικές διαδρομές το 2015.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό έργο Brian Almon [Focusing]