Γιώργου Μπιλικά
Πριν τη γνωρίσω, απλά τη σκεφτόμουνα. Αλλά είχα μία αφηρημένη μορφή στο μυαλό μου γιατί –τουλάχιστον μέχρι κάποια στιγμή– δεν την είχα δει ποτέ ξεκάθαρα. Την έβλεπα πάντα σαν οπτασία, σαν σκιά ή κάτι τέτοιο και το μόνο συγκεκριμένο που είχα στην εικόνα της που προσπαθούσα να φτιάξω, ήταν τα κόκκινα μαλλιά της. Παρ' όλα αυτά, τη σκεφτόμουν.
Είναι αλήθεια –που λες– ότι τα κόκκινα μαλλιά με ιντριγκάρουν και είχα σε αυτά μία συμπάθεια ανέκαθεν. Όταν έβλεπα κόκκινα μαλλιά, το μυαλό μου άρχιζε να ταξιδεύει στο παρελθόν και να φτιάχνει ιστορίες και σκηνικά, χωρίς όμως ποτέ να μπορώ να εξηγήσω το γιατί συμβαίνει αυτό μόνο με τις κοκκινομάλλες. Κάποια στιγμή βέβαια το μυστήριο λύθηκε και τώρα ξέρω γιατί συμβαίνει. Γενικώς, θεωρώ ότι το κόκκινο μαλλί έχει ρε παιδί μου μία... προσωπικότητα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, για να δεις κι εσύ πώς έχει το θέμα.
Εισαγωγή
Στη ζωή μου, μέχρι τώρα, έχω κινδυνέψει πέντε φορές και είναι πολύ σημαντικό να σε πληροφορήσω, ότι σε αυτά τα πέντε περιστατικά πηγαίνει το μυαλό μου μόλις δω γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, αλλά δεν μπορούσα τότε να καταλάβω τι σχέση είχαν αυτά τα περιστατικά που κινδύνεψα, με τα κόκκινα μαλλιά. Γιατί δηλαδή έκανα με το μυαλό μου τέτοιους συνειρμούς; Μπέρδεμα! Τώρα βέβαια ξέρω τι σχέση έχουν όλα αυτά μεταξύ τους και το πρώτο πράγμα που ξεκαθάρισα πολύ γρήγορα, ήταν η σχέση των περιστατικών αυτών με τα κόκκινα μαλλιά.
Χθες
Το πρώτο περιστατικό συνέβη όταν σε βρεφική ηλικία κινδύνεψα σοβαρά από μία ασθένεια και όλοι με είχαν ξεγράψει. Ετοίμαζαν μάλιστα επειγόντως και τα βαφτίσια μου, για να με βαφτίσουν και να μην «πάω» αβάπτιστος. Σώθηκα όμως, και σώθηκα σαν από θαύμα που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει.
«Πώς σώθηκα ρε μάνα;», ρωτούσα τη μητέρα μου αργότερα και την είχα ρωτήσει πολλές φορές.
«Δεν ξέρω παιδί μου. Ούτε οι γιατροί δεν μπόρεσαν να μας πουν. Έτσι ξαφνικά, πήρες τα πάνω σου».
Δεν έχω μνήμες φυσικά από αυτό, αλλά κάποια στιγμή η μνήμη μου ανακάλεσε όλα όσα μου είχαν πει κατά καιρούς οι γονείς μου για το περιστατικό της βρεφικής μου ηλικίας και έτσι, κάθε φορά που το σκέφτομαι ή το συζητάω, το μυαλό μου πάει και κολλάει σε μία σκηνή συγκεκριμένη που δεν μου την διηγήθηκε κανείς, αλλά την έφτιαξα μόνος μου, λες και κάποιος μου έδωσε το σενάριο και εγώ απλά, έκανα τη... σκηνοθεσία: Είμαι στο νοσοκομείο Παίδων, σε μία βρεφική κούνια, και δίπλα μου είναι μία γυναίκα. Μία γυναίκα που δεν είναι η μάνα μου και δεν είναι ούτε η γιαγιά μου. Είναι μία γυναίκα που δεν την ξέρω. Είναι μία άγνωστη με κόκκινα μαλλιά, που έρχεται κοντά μου μόνο όταν νυχτώνει και που κάθε λίγο σκύβει πάνω από το πρόσωπό μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σαν σκηνοθέτης την έκανα κοκκινομάλλα. Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό το περιστατικό πυροδοτεί στη συνέχεια, ένα προς ένα, όλα τα υπόλοιπα, με αποκορύφωμα μία πνευμονία που με ταλαιπώρησε αρκετά, και τότε, μέσα στο παραλήρημα και στα ρίγη του πυρετού, έβλεπα μία σιλουέτα να έρχεται κάθε λίγο, να στέκεται στη γωνία του κρεβατιού, να με κοιτάζει σιωπηλή και να έχει βέβαια κόκκινα μαλλιά. Άρα, σωστά της τα έδωσα εξ αρχής –λέω εγώ– γιατί αυτό το σκηνικό το θυμάμαι πολύ καλά. Το εξωφρενικό είναι ότι όταν αργούσε να φανεί, κάρφωνα το βλέμμα μου στην πόρτα και την περίμενα. Την κοκκινομάλλα λοιπόν αυτή, την είχα κοντά μου και σε άλλες τρεις περιπτώσεις που η ζωή μου βρέθηκε σε κίνδυνο. Σε άλλη μία πνευμονία που με βρήκε στα Γιάννενα, όπου είχαμε πάει μαζί με τη φίλη μου, τη Δέσποινα Γλέζου, να δουλέψουμε σε μία μπουάτ και σε δύο ατυχήματα για τα οποία νοσηλεύτηκα. Το ένα στο ΚΑΤ και το άλλο στο νοσοκομείο της Κορίνθου. Όπου όμως και αν βρισκόμουν, ερχόταν πάντοτε βράδυ και έφευγε τα ξημερώματα. Δεν μιλήσαμε ποτέ και δεν ανταλλάξαμε ούτε μία λέξη, αλλά είχα εμπεδώσει το γεγονός ότι έφευγε πολύ νωρίς το πρωί, γιατί όταν εγώ ξυπνούσα, εκείνη δεν ήταν εκεί. Αυτή λοιπόν ήταν η σχέση που είχε η κοκκινομάλλα με τα περιστατικά. Ήταν πάντοτε παρούσα και έτσι μάλλον εξηγείται το ιντριγκάρισμα του μυαλού μου μόλις δω γυναίκα με κόκκινα μαλλιά.
Σήμερα
Ήταν μία περίοδος της ζωής μου που ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη πάρα πολύ συχνά και επειδή αυτό θα κράταγε αρκετά, έψαχνα να βρω τρόπους να μειώσω τα έξοδα. Μία ξαδέλφη μου στον Εύοσμο, μου πρότεινε να με φιλοξενεί κάθε φορά που θα ανέβαινα, αλλά αρνήθηκα, γιατί προτιμούσα να είμαι μόνος μου. Ε είναι αλλιώς να είσαι μόνος σου. Έρχεσαι και φεύγεις ό,τι ώρα γουστάρεις για να αναφέρω έτσι στα γρήγορα το πιο απλό πράγμα και να μη μπω στα... πολύπλοκα που τα καταλαβαίνουμε όλοι, οπότε γλιτώνω και το γράψιμο. Σκέφτηκα να νοικιάσω ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά τελικά νοίκιασα ένα τεσσάρι στη Νεάπολη μαζί με δύο συνεργάτες-φίλους και μας ήρθε και φτηνά. Είχε ο καθένας το δωμάτιό του και είχαμε και ένα κοινό καθιστικό. Μια χαρά!
Ένα βράδυ λοιπόν απ' αυτά τα θεσσαλονικιώτικα, που έτυχε να έχω και τα γενέθλιά μου, είχα κανονίσει με αυτούς τους δύο φίλους μου να βγούμε και να τους κεράσω. Συμπτωματικά, είχαμε ανεβεί αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη όλοι μαζί με αυτοκίνητο, αλλά ενώ εκείνοι θα έφευγαν την επομένη το πρωί, εγώ θα έμενα λόγω της δουλειάς. Πήγαμε λοιπόν σε ένα ταβερνάκι κάπου προς την Επανωμή και καθώς η βραδιά κυλούσε πολύ όμορφα, μου ζήτησαν να ευχηθώ στον εαυτό μου.
«Είσαστε σοβαροί ρε παιδιά; Να ευχηθώ εγώ στον εαυτό μου;»
«Ναι, ναι! Εσύ, εσύ!»
«Επιμένετε ε;»
«Ναι και θα πιούμε "άσπρο πάτο" σε ό,τι κι αν ευχηθείς!»
«Εντάξει λοιπόν... εύχομαι να... να... να γνωρίσω επιτέλους την αγάπη!»
«Μπράβοοο! Άσπρο πάτοοο...»
Ένα αναπάντεχο όμως τηλεφώνημα, διέκοψε όλα αυτά τα όμορφα της βραδιάς των γενεθλίων μου και για κάποιο σοβαρό λόγο, οι φίλοι μου, αναγκάστηκαν να φύγουν και να γυρίσουν στην Αθήνα αμέσως. Προσφέρθηκαν να με πάρουν μαζί τους και να με αφήσουν στην πόλη, αλλά δεν υπήρχε λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Θα τέλειωνα το φαγητό μου και θα γύριζα με το λεωφορείο. Τελικά, πιάσαμε την κουβέντα με τον ταβερνιάρη, ξεχάστηκα, πέρασε η ώρα και ίσα που πρόλαβα το τελευταίο λεωφορείο. Ήταν αργά το βράδυ, ήμουν ο μοναδικός επιβάτης και μου άρεσε η διαδρομή. Ο οδηγός μου φάνηκε λίγο μεθυσμένος, αλλά δεν έδωσα σημασία. Έτσι κι αλλιώς, τελευταίο λεωφορείο ήταν και δεν είχα άλλη επιλογή. Απολάμβανα τη διαδρομή και τη γαλήνη της νύχτας, μέχρι που ξαφνικά ακούστηκε να μουγκρίζει από μακριά η μηχανή ενός αυτοκινήτου που ολοένα πλησίαζε και που τελικά, δεν άργησε να φανεί. Ένα μαύρο αμάξι πέρασε από δίπλα μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν αστραπή.
«Τι κάνει ρε ο μαλάκας; Θα σκοτωθεί!», είπε ο οδηγός του λεωφορείου αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί αμέσως ακούστηκε ο ήχος από το φρενάρισμα που τελείωσε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. «Την έκανε ο δικός σου!», συμπλήρωσε ο οδηγός και το είπε μάλλον σε μένα αυτό, αφού ήμουν ο μοναδικός του επιβάτης.
«Άνοιξέ μου να κατεβώ», του είπα, «ό,τι και να ήταν, δικός μου ξεδικός μου, σίγουρα θα χρειάζεται βοήθεια... αν ζει!»
Δεν είναι εύκολες αυτές οι καταστάσεις. Σε όλους μας νομίζω θα έχουν τύχει διάφορα τέτοια ανάλογα περιστατικά, με κόσμο να είναι μαζεμένος, με περιπολικά, με ασθενοφόρα και ίσως να είναι κάπως, πώς να πω... πιο ψύχραιμα –ας πούμε– τα πράγματα. Εδώ τώρα ήταν νύχτα, ήταν ερημιά και ήμουν μόνος. Το αυτοκίνητο είχε βγει από τον δρόμο και είχε καρφωθεί πάνω σε ένα δέντρο. Πλησίασα περισσότερο και είδα πάνω στο τιμόνι, πεσμένη και ακίνητη, μία γυναίκα με μαύρο φόρεμα και κόκκινα μαλλιά. Το πρόσωπό της ήταν ματωμένο. Την είδα και πάγωσα. Ένιωσα να είμαι ένα απόλυτο μηδενικό. Έτρεμαν τα πόδια μου και έμεινα εκεί ανήμπορος να αντιδράσω ή να σκεφτώ να κάνω κάτι. Ο οδηγός του λεωφορείου κορνάριζε για να γυρίσω και να φύγουμε, αλλά εγώ καθόμουν και την κοίταζα έτσι ακίνητη όπως ήταν. Λυπήθηκα για την κατάληξή της, άκουσα το λεωφορείο να ξεκινάει, αλλά την ώρα που έκανα την κίνηση να βγάλω το κινητό μου από την τσέπη για να καλέσω το ΕΚΑΒ, η γυναίκα έκανε μία κίνηση. Την πλησίασα περισσότερο.
«Ευτυχώς είσαι ζωντανή».
«Ναι, αλλά μη στέκεσαι σαν χαζός».
«Τι να κάνω;»
«Βοήθησέ με...»
«Πώς;»
«Δεν ξέρω. Κάνε κάτι. Βγάλε με έξω. Σώσε με, όπως σε έσωσα κι εγώ κάποτε».
«Κάποτε; Πότε κάποτε;»
«Την ώρα που πέθαινες. Κουβέντα θα πιάσουμε τώρα;»
«Μα τι λες τώρα; Πας καλά; Εγώ δεν πέθανα ποτέ. Πλάκα μου κάνεις;»
«Είναι ώρα για να σου κάνω πλάκα ή μήπως είναι ώρα για να το συζητήσουμε; Δεν πέθανες, αλλά θα πέθαινες αν δεν ήμουν εκεί...»
«Εκεί; Πού εκεί; Δεν καταλαβαίνω».
Ξαφνικά, το μυαλό μου πήρε μία στροφή παραπάνω. Έκανε flashback και άρχισα να βλέπω σαν ταινία το περιστατικό της βρεφικής μου ηλικίας. Η κόκα-κόλα μου έλειπε τώρα και τα ποπ-κόρν.
Ένα μωρό είναι ξαπλωμένο σε μία βρεφική κούνια ενός νοσοκομείου. Μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά κάθεται δίπλα του και κάθε λίγο σκύβει πάνω από το κεφάλι του και το χαϊδεύει. Ύστερα σκύβει πολύ κοντά του και φυσάει μέσα στο στόμα του. Το μωρό νιώθει σα να του έδωσε αυτή η γυναίκα, με το φύσημά της, τη μαγική πνοή της ζωής.
Συνήλθα από την «ταινία» και ανατρίχιασα με την πραγματικότητά μου. Αυτή η γυναίκα είναι η γυναίκα που ήταν πάντοτε παρούσα στις όσες μέχρι τώρα φορές είχε κινδυνέψει η ζωή μου. Ναι, αυτή είναι! Μήπως βλέπω όνειρο; Να τσιμπηθώ; Τι να κάνω; Μα δεν είναι τώρα ώρα να λύσω τα δικά μου τα ερωτήματα. Στο κάτω κάτω, δεν είμαι ειδικός σ' αυτά τα θέματα. Αλλά και να ήμουν, είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή; Ασφαλώς όχι! Την έπιασα προσεκτικά και την έβγαλα έξω από το αυτοκίνητο. Σε λίγα λεπτά, την είχα ξαπλώσει στην άκρη του δρόμου πάνω στα χόρτα.
«Τι άλλο χρειάζεται να κάνω;»
«Ό,τι είχα κάνει κι εγώ κάποτε για σένα».
«Να φυσήξω στο στόμα σου;»
«Όχι γλυκέ μου. Να με βοηθήσεις. Θέλω απλά να δυναμώσω λίγο για να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου. Μέσα στο αμάξι θα βρεις ένα μπουκάλι με νερό».
Της έδωσα να πιει νερό και ξέπλυνα τα αίματα από το πρόσωπό της.
«Είσαι καλύτερα τώρα; Πώς νιώθεις;»
«Σε πέντε λεπτά θα είμαι μια χαρά. Σου το υπόσχομαι. Έχουμε όμως τρόπο να φύγουμε από αυτή την ερημιά;»
«Θα βρούμε τρόπο. Μην ανησυχείς».
Λίγη ώρα αργότερα, ήταν όρθια και ακουμπούσε στον ώμο μου. Εάν μας έβλεπε τώρα κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να μας περάσει για ζευγάρι. Και τι θεϊκό κορμί Δία μου! Πέρασα το χέρι μου στη μέση της για να επιβεβαιώσω τη σκέψη του πιθανού περαστικού που οπωσδήποτε θα με αντιμετώπιζε με... φθόνο!
«Τι γυναικάρα είναι ρε αυτή που έχει το άτομο;» (Διατυπώνω το σχόλιο... εξευγενισμένο!)
Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια και κάπου μέσα στο βλέμμα της είδα αυτό που ένιωθα κι εγώ μέσα μου γι' αυτήν. Ένιωθα να αγαπώ αυτό το πλάσμα, αλλά όχι έτσι ξαφνικά και αναίτια. Όχι σαν κι αυτούς που πλακώνονται στα «σ' αγαπώ» από το πρώτο ραντεβού. Χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχα σήμερα. Καταλαβαίνεις; Όλα αυτά τα χρόνια, ένιωθα μέσα μου τα πιο όμορφα και τα πιο γλυκά πράγματα για κάποια άγνωστη, που με γλίτωσε τόσες φορές από βέβαιο θάνατο, και που δεν την είχα δει ποτέ μου και τώρα αυτή η άγνωστη ήταν μπροστά μου ολοζώντανη και μάλιστα, μόλις της είχα φανεί χρήσιμος. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και τα είπαμε όλα χωρίς λόγια. Αυτό για μένα ήταν πολύ σημαντικό, γιατί «μίλησαν» οι ψυχές μας και τα βρήκαν. Το ότι αγαπιόμασταν δεν ήταν απλά ένα γεγονός, αλλά ήταν το παν, γιατί νιώθαμε σαν να γνωριζόμασταν από πάντα. Σαν να γεννηθήκαμε ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου και αυτό είναι ένα θέμα τεράστιο.
«Έλα να βρούμε ένα ταξί».
«Πού θα πάμε;»
«Έχω νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην πόλη. Θα πάμε να περάσουμε τη νύχτα εκεί. Αύριο βλέπουμε».
«Στη Νεάπολη θα πάμε ε;»
«Στη Νεάπολη; Καλά, πού ξέρεις εσύ ότι μένω στη Νεάπολη;»
«Αυτό είναι μεγάλη συζήτηση».
Βγήκαμε στο δρόμο και περιμέναμε αρκετή ώρα μέχρι να βρούμε ταξί. Στη διαδρομή για την πόλη, συναντήσαμε το λεωφορείο που προηγουμένως ήμουν μέσα, να έχει πέσει πάνω σε μια κολώνα της ΔΕΗ και ένα ασθενοφόρο που είχε φτάσει στο σημείο.
«Σκοτώθηκε ο οδηγός», είπε ο ταξιτζής, «μας το είπαν από το κέντρο».
«Καλά μου φάνηκε εμένα ότι ήταν μεθυσμένος».
«Ήσασταν μέσα;», με ρώτησε, «Πώς; Πότε; Και κατεβήκατε; Γιατί κατεβήκατε;»
«Όχι». Τι να του εξηγώ τώρα; «Δεν ήμουν μέσα. Τον είδα στην αφετηρία που έπινε και δεν μπήκα».
«Και πώς ήρθατε ως εδώ;»
«Περπατώντας».
«Οοο! Κάνετε πολύ καλά που περπατάτε».
Σε λίγο, η καλή μου κι εγώ, καθόμασταν στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού, με την αμηχανία να βολτάρει ανάμεσά μας χασκογελώντας με όλη της την άνεση. Έχεις δει την αμηχανία να βολτάρει στο καθιστικό και να χασκογελάει; Ώρες είναι να θέλει και ναργιλέ.
«Γλυκέ μου... χρειάζομαι ένα μπάνιο».
«Σαφώς και το χρειάζεσαι».
Όση ώρα ήταν στο μπάνιο προσπαθούσα να σκεφτώ και να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, αλλά σε ποια σειρά; Και γιατί; Αφού έχω πει πολλές φορές πως αυτό που μου συμβαίνει προτιμώ να το βιώνω παρά να κάθομαι και να το αναλύω. Τελικά, όταν βγήκε από το μπάνιο είχε τυλιγμένα τα μαλλιά της με μία πετσέτα, φορούσε το μπουρνούζι μου και τα πράγματα μπήκαν στη σειρά... μόνα τους!
«Ώστε εσύ είσαι λοιπόν».
«Τι εννοείς όταν λες λοιπόν;»
«Εννοώ... που όλες αυτές τις φορές ήσουν κοντά μου».
«Ναι, και θα εξακολουθήσω να είμαι αν χρειαστεί. Όταν σε γνώρισα, ήσουν μωράκι στο νοσοκομείο. Από τότε παρακολουθώ βήμα βήμα όλη σου τη ζωή, γιατί θέλω να είσαι ασφαλής. Γι' αυτό ξέρω και το σπίτι εδώ στη Νεάπολη».
«Βήμα βήμα ε;»
«Ναι».
«Και γιατί αυτό; Αφού ήμουν ένα βρέφος. Α... έχω και μια ερώτηση πάνω σ' αυτό».
«Τι ερώτηση;»
«Έτσι σε θυμάμαι πάντα. Εσύ δηλαδή δεν μεγαλώνεις; Εσένα δεν σε αγγίζει ο χρόνος; Τι είσαι δηλαδή εσύ; Αθάνατη;»
«Χμ... δεν είχα σκοπό να σου φανερωθώ, οπότε όπως καταλαβαίνεις, δεν θα είχες τέτοιου είδους ερωτηματικά αφού δεν θα με είχες δει. Αλλά από ό,τι φάνηκε δεν ήταν γραφτό να μείνει κρυφό. Το σύμπαν μάλλον αποφάσισε να γίνουν οι συνειρμοί σου πραγματικότητα».
«Το σύμπαν... οι συνειρμοί μου... και πού ξέρεις εσύ ότι κάνω συνειρμούς;»
«Το ξέρω ότι με σκέφτεσαι...»
«Πολλά ξέρεις εσύ».
«Αυτό είναι αλήθεια. Πες λοιπόν ότι είμαι ας πούμε... φύλακας-άγγελος... και αντιλαμβάνεσαι βέβαια ότι οι άγγελοι δεν έχουν ούτε ηλικία, ούτε πεθαίνουν από ένα τρακάρισμα. Έτσι δεν είναι;»
«Οδηγούν όμως αυτοκίνητο και μάλιστα... επικίνδυνα;»
«Όσοι είναι προορισμένοι να βρίσκονται στη γη, συμμετέχουν σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Όσο για την ταχύτητα, είχα λόγο που έτρεχα. Έπρεπε να προλάβω».
«Τι πράγμα έπρεπε να προλάβεις;»
«Το δυστύχημα του λεωφορείου που ήσουν μέσα».
«Γιατί;»
«Μα για να σε προστατέψω! Για τί άλλο;»
«Άλλο πάλι κι αυτό! Έτρεχες να προλάβεις το δυστύχημα του λεωφορείου και τράκαρες εσύ; Σαν να μη μου τα λες καλά».
«Τι σαν να μη σου λέω καλά;»
«Γνωρίζεις πράγματα που θα συμβούν μελλοντικά στους άλλους και δεν ήξερες ότι εσύ θα τρακάρεις ώστε να το αποφύγεις; Μήπως με δουλεύεις;»
«Έχεις δίκιο που αναρωτιέσαι, αλλά δεν σε δουλεύω. Άκουσε... μπορώ στ' αλήθεια να ξέρω τι θα συμβεί στους άλλους, αλλά δεν ξέρω ποτέ τι θα συμβεί σε μένα».
«Γιατί;»
«Γιατί αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε εμείς οι άγγελοι. Θέλω όμως να σε ευχαριστήσω για όλα και να μην ανησυχείς για τίποτα. Τώρα άλλωστε, θα φύγω».
«Τώρα; Αποκλείεται!»
«Τι αποκλείεται;»
«Να φύγεις».
«Ε τι; Εδώ θα μείνω; Αφού κι εσύ θα φύγεις αύριο. Αφού έχεις δουλειά. Έτσι δεν είναι;»
«Ε τι θα πει θα φύγω; Εγώ, εδώ γύρω θα είμαι. Αλλά εσύ δεν θα φύγεις τώρα μέσα στη νύχτα. Πού θα πας τέτοια ώρα;»
«Θα φύγω όμως γλυκέ μου κάποια στιγμή, γιατί έτσι πρέπει».
«Λες να μην έχω ούτε εγώ ηλικία;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Ε γιατί τώρα, έγινα κι εγώ για σένα ένας φύλακας-άγγελος».
«Αυτό που είπες, αξίζει ένα πολύ μεγάλο φιλί και κάποια μέρα, θα σου το δώσω!»
Σηκώθηκε, και καθώς σηκώθηκε άφησε το μπουρνούζι που φορούσε να γλιστρήσει στο πάτωμα και έμεινα άναυδος από την ομορφιά του κορμιού της που αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μου. Στη συνέχεια, ξετύλιξε την πετσέτα από τα μαλλιά της και οι κατακόκκινες, κυματιστές μπούκλες της έπεσαν στους γυμνούς της ώμους και χάιδεψαν το μεταξένιο της δέρμα. Δία μου... και τι δε θα 'δινα τώρα να ήμουν μια από αυτές τις μπούκλες για να το αγγίζω!
«Πού είσαι ρε Αλαντίν τώρα που σε χρειάζομαι να με κάνεις μπούκλα;»
Με άφηνε να θαυμάζω το κορμί της. Λες να το έκανε επίτηδες; Μπα... δεν πιστεύω... αλλά πάλι γιατί όχι; Έχει θαυμάσιο κορμί, το ξέρει, και της αρέσει να την κοιτάνε. Κακό είναι; Τέλος πάντων, τώρα δεν ήταν ώρα να κάτσω να πονοκεφαλιάζω. Τώρα ήταν ώρα για να την κοιτάζω. Ξαφνικά όμως, φόρεσε το μαύρο της φόρεμα, που ως δια μαγείας ήταν πεντακάθαρο σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Μα τι κάνεις εκεί;»
«Τι θα πει τι κάνω; Ντύνομαι. Μήπως με προτιμάς... γυμνή;»
«Εεε... ναι... εεε... όχι... δηλαδή... εεε... θέλω να πω... κάτσε ρε παιδί μου να τα πούμε λίγο... πώς θα φύγεις έτσι; Εδώ μιλάμε για τις ζωές μας και εσύ θέλεις να φύγεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Κάτσε μισό λεπτό... και δεν έχω και κάτι να σε κεράσω... πού να πάρει... ένα τρίγωνο... ένα ροξάκι... κάτι ρε παιδί μου... και έλεγα σήμερα να περάσω από τον Τερκενλή να πάρω, αλλά δεν πρόλαβα ρε γαμώτο...»
«Πρέπει να είμαι σκληρή».
«Μα εγώ θέλω να μείνεις».
«Κι εγώ θέλω να μείνω, αλλά ακριβώς γι' αυτό, πρέπει να φύγω».
«Με μπερδεύεις».
«Το θέμα είναι πολύ απλό. Νιώθω για σένα... πράγματα».
«Πράγματα; Μπα; Έχουν αισθήματα οι... αθάνατοι;»
«Όταν αγάπη μου ήσουνα βρέφος και σε έσωσα, δέθηκα μαζί σου. Το καταλαβαίνεις αυτό; Ένιωσα τον θάνατό σου και ήρθα, αλλά είδα ότι θα ήταν άδικο να γίνει κάτι τέτοιο και δεν ήθελα να το αφήσω να συμβεί. Δεν ξέρω τι συνέβη μαζί σου... σου έδωσα πνοή από την πνοή μου... να το ξέρεις αυτό... η ανάσα που έχεις είναι από μένα... είναι δικιά μου... με συγκίνησες... ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι σου είμαι και θα σου είμαι υποχρεωμένος για μια ζωή, αλλά σε συγκίνησα... εγώ; Ένα βρέφος;»
«Ναι και μη σου φαίνεται παράξενο αυτό, γιατί ακόμα και τότε, μπορούσα να "δω" αυτό που συμβαίνει τώρα. Ήξερα!»
«Ήξερες όλα αυτά; Ότι μετά από χρόνια θα τρακάρεις στη Θεσσαλονίκη και ότι εγώ θα είμαι εκεί κοντά και θα έχω πιάσει κουβέντα με τον ταβερνιάρη και θα έχω πάρει το τελευταίο λεωφορείο και θα...»
«Όπα, όπα, όπα! Σιγά! Τα παραλές. Όχι κι έτσι. Μην τρελαίνεσαι. Απλά ήξερα ότι εσύ κι εγώ έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και κάπου θα έπρεπε να εκτονωθεί όλο αυτό το ψυχικό ρευστό που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά μας και αφού είπαμε ότι σε παρακολουθώ και είμαι παντού και πάντοτε κοντά σου, ε κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Δεν τα μπορώ όμως αυτά. Σου είπα ότι πρέπει να είμαι σκληρή».
«Κάνεις λάθος! Τι θα πει "πρέπει"; Μια ζωή είμαστε βουτηγμένοι μέσα στα "πρέπει". Αμάν πια... δεν τα μπορώ αυτά τα "πρέπει" σας. Γιατί παιδί μου δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να ζήσεις αυτό που σου συμβαίνει; Αφού θέλεις, και το ξέρω ότι θέλεις. Πάψε να είσαι μία εγωίστρια!»
«Εγώ εγωίστρια;»
«Εσύ ναι! Βλέπεις καμιά άλλη εδώ μέσα; Όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Θα φύγω και θα φύγω όλη την ώρα. Ο άλλος δηλαδή, τι σου χρωστάει και του στερείς την ευτυχία που θα νιώσει κοντά σου και μαζί σου;»
«Κοίταξε... καταλαβαίνω πού το πας, αλλά δεν πρέπει να λυγίσω».
«Και δεν μου λες σε παρακαλώ... για να έχουμε καλό ρώτημα... γιατί τα κάνεις, ή γιατί τα έχεις κάνει όλα αυτά για μένα;»
«Γιατί νιώθω αγάπη για σένα. Ορίστε το παραδέχτηκα. Τι κατάλαβες τώρα;»
«Το ξέρω ότι μ' αγαπάς. Το είδα στα μάτια σου».
«Να πού ξέρεις κάτι κι εσύ».
«Ε καλά τώρα... αυτό εσύ άφησες να το δω, αλλά δεν μου φτάνει να το παραδέχεσαι. Θέλω να το κάνεις όπως το κάνουμε εμείς οι... θνητοί».
«Δηλαδή;»
«Θέλω να μου το πεις. Να μου το ψιθυρίσεις».
Ήρθε κοντά μου και έκλεισα τα μάτια περιμένοντας να με αγγίξει η ίδια μου η ψυχή. Ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη και άνοιξα τα χέρια μου να την αγκαλιάσω, αλλά αγκάλιασα τον αέρα. Την ένιωσα να βαδίζει προς την πόρτα.
«Μα... πού πας;»
«Πρέπει να φύγω. Σου το είπα».
«Άντε πάλι! Είσαι πολύ σκληρή τελικά».
«Κι αυτό σου το είπα».
«Το ότι είσαι όμως και ξεροκέφαλη δεν μου το είπες».
«Μμμμ... κρυάδες...»
«Πώς σε λένε;»
«Θυμάσαι τι ευχήθηκες στον εαυτό σου για τα γενέθλιά σου;»
«Ναι! Ευχήθηκα να γνωρίσω επιτέλους την αγάπη».
«Η ευχή σου έγινε πραγματικότητα».
«Αγάπη σε λένε; Μα φυσικά! Μόνο αυτό θα μπορούσε να είναι το όνομά σου».
Έφτασε στην πόρτα, κοντοστάθηκε, γύρισε, με κοίταξε, και τα μάτια μας έπιασαν ξανά... την κουβέντα!
«Μη με αφήσεις να φύγω... δεν θέλω να φύγω. Κουράστηκα να φεύγω όλη την ώρα. Επειδή είμαι άγγελος νομίζεις ότι δεν χρειάζομαι κι εγώ λίγη συντροφιά; Έχω ρημάξει στη μοναξιά...»
«Θα μου δώσεις και εκείνο το πολύ μεγάλο φιλί που μου έταξες πριν λίγο;»
Επίλογος
Έπεσε επάνω μου και της έκλεισα το στόμα με ένα φιλί. Όλο μου το είναι, έλιωσε μέσα σε ό,τι πιο γλυκό έχω νιώσει ποτέ μου. Την είχα στην αγκαλιά μου όλη τη νύχτα. Χωρίς καμιά κουβέντα, χωρίς κανένα δάκρυ, χωρίς κανέναν όρκο, χωρίς καμιά υπόσχεση... γίναμε μια αγκαλιά, ένα σώμα, μια ανάσα και μία ψυχή. Το αθάνατο μαζί με το θνητό και το φως μαζί με το σκοτάδι. Όπως πάντα, έφυγε λίγο πριν ξημερώσει. Δεν ξέρω πότε θα την ξαναδώ, μα ξέρω πως θα έρχεται πάντοτε όταν τη χρειάζομαι, όπως ξέρει και εκείνη ότι θα είμαι κοντά της όταν και όποτε υπάρξει ανάγκη για κάτι τέτοιο. Η αγάπη ζει, και θα ζει μέσα μου αιώνια, γιατί από πάντα εκεί βρίσκεται.
Επιμύθιο
Η Αγάπη βρίσκεται πάντοτε εκεί που θέλεις και ζητάς να βρίσκεται αλλά διάολε... είναι σε ένα σημείο, που δεν ψάχνεις ποτέ σου να τη βρεις! Μέσα σου!
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved, 2015
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή του Γιώργου Μπιλικά Οι προφήτες με τα λυπημένα μάτια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Pablo Picasso [The Kiss]