Ένας άντρας κακοποιεί σεξουαλικά ένα ανήλικο αγόρι. Χρόνια μετά ξανασυναντιούνται. Είναι άραγε μια δεύτερη ευκαιρία ή ένα σχέδιο εκδίκησης; Γιατί αποφεύγουν οι φωτογράφοι την αυτόματη εστίαση στην κάμερα; Μπορείς να ξεπεράσεις τον αβάσταχτο πόνο και να προχωρήσεις ή η πληγή δεν κλείνει ποτέ;
Το θεατρικό έργο του Γιώργου Αγγελίδη είναι ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα που φωτίζει εναλλάξ το θύμα και τον θύτη από ποικίλες οπτικές γωνίες και ανατρέπει διαρκώς την πορεία των ζωών τους. Ο Πέτρος δέχτηκε τις απαιτήσεις του Μάριου, που τον εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν, και τώρα αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Μια φαινομενικά τυχαία βραδιά θα τους φέρει ξανά κοντά αλλά μια εξομολόγηση θα φέρει τα πάνω κάτω και ο Πέτρος θα υπαναχωρήσει, θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, θα ξεχάσει. Μόνο που, στην πιο κρίσιμη στιγμή της σχέσης τους, θα ανακαλύψει κάτι που θα τον οδηγήσει ξανά στο μονοπάτι της εκδίκησης. Το τατουάζ του μάλιστα αποτυπώνει το αίσθημα του εγκλωβισμού στο μέσον ενός διπλού απείρου και αυτήν τη θέση προσπαθεί να ξεκαθαρίσει κυρίως μέσα του ως το τέλος της παράστασης.
Δύο άντρες, με μεγάλη διαφορά ηλικίας, αποφασίζουν να προχωρήσουν μαζί, ανοίγονται, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον, καταθέτουν τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τα συναισθήματά τους.
Ο Γιώργος Αγγελίδης μελετάει προσεκτικά κάθε σκηνή και κάθε διάλογο των χαρακτήρων του, προσπαθώντας να βρει ελαφρυντικά και για τους δύο, χωρίς όμως να καταλήγει σε συμπεράσματα. Αντίθετα, τα περιστατικά που περιγράφει και οι δύο ήρωες που ζωντανεύει χαρίζουν επαμφοτερίζοντα επιχειρήματα για τον θεατή που στο τέλος μένει βουβός για λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα πριν το χειροκρότημα.
Ο Οδυσσέας Πετράκης και ο Χρήστος Ντόβας ζωντανεύουν τον Πέτρο και τον Μάριο αντίστοιχα, κινούνται με άνεση στη σκηνή, ερμηνεύουν σωστά τους ρόλους τους και μας μεταφέρουν, μέσα από σκηνοθετικά τεχνάσματα, πίσω στο παρελθόν πριν ξανάρθουν στο σήμερα. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα σα να μην υπάρχει χημεία μεταξύ τους, αισθανόμουν μια απόσταση ανάμεσά τους, μήπως όμως όλο αυτό είναι και δείγμα του ταλέντου των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν; Ο Πέτρος και ο Μάρκος δεν είναι ένα ερωτευμένο (όχι αμοιβαία και ισόποσα τουλάχιστον) ζευγάρι, έχουν καλά κρυμμένα μυστικά που τους χωρίζουν, έχουν να παλέψουν υποσυνείδητα με ένα τραύμα, με ένα άσχημο παρελθόν, άρα μήπως αυτή η εντύπωση που αποκόμισα είναι αποτέλεσμα σωστής υποκριτικής;
Η σκηνοθεσία της Νατάσας Παπαδάκη είναι έξυπνη και καταφέρνει με διάφορα τρικ να κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο. Οι μικροί μονόλογοι του Οδυσσέα Πετράκη μπροστά στην κάμερα, που αποτυπώνονται στον καμβά, είναι γρήγοροι, βιαστικοί, σα να προσπαθεί να ξεφορτωθεί τους φόβους του για εκείνη τη νύχτα και τα συναισθήματα που ίσως πρόλαβε να νιώσει για τον Μάριο. Αυτές οι σκηνές ανεβάζουν την ταχύτητα της παράστασης και οδηγούν σε επόμενες σκηνές που γεννούν ποικίλης έντασης εικόνες και συναισθήματα. Άλλο θετικό χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας είναι η στιγμή της κακοποίησης που δόθηκε πίσω από τον καμβά, με τους φωτισμούς του The Chameleon να ενισχύουν την ένταση. Οι ηθοποιοί, καθοδηγημένοι σωστά, βγάζουν λοιπόν τον καλύτερό τους εαυτό. Τέλος, τα σκηνικά του Βασίλη Δαρόγλου είναι λιτά και πρακτικά, η μουσική της Στέλλας Σαμαρά συμβάλλει θετικά στην ατμόσφαιρα της παράστασης και τα ρούχα που επέλεξε η Έλενα Στρατηγοπούλου είναι πρακτικά και καθημερινά.
Η Αυτόματη εστίαση είναι μια παράσταση που, όπως η φωτογραφική μηχανή, εστιάζει κάθε φορά και σε διαφορετικό στιγμιότυπο στη ζωή δύο ηρώων που ετοιμάζονται για σύγκρουση χωρίς να το ξέρουν. Όπως η επιλογή της αυτόματης εστίασης, που αποφεύγουν οι φωτογράφοι γιατί δεν πιάνει σταθερά συγκεκριμένες λεπτομέρειες κι έτσι δεν βοηθάει στο τελικό αποτέλεσμα, έτσι και οι χαρακτήρες φωτίζονται σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κάθε στιγμή κι αλλιώς, είτε με σκληρό είτε με απαλό φωτισμό.
Δύο άντρες, μια εκδίκηση. Δύο ζωές, μια απόφαση. Μια δυνατή παράσταση που ακόμη απασχολεί το μυαλό μου.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου