Γιάννη Σμίχελη
α
Να γίνει το νερό φάρμακο, χρειάζεται τη δροσιά της αγάπης. Δεν είναι εύκολο ν' ακούς κάποιον να καλεί σε βοήθεια και ένας κατάκοιτος ν' ανταποκρίνεται με ό,τι μέσα διαθέτει για να ανταποκριθεί. Η μάνα γύρναγε στον σταθμό κι έψαχνε προσωπικό να την συντρέξει. Ο γιος της είχε ακόμη μια φορά προσπαθήσει να πάει στην τουαλέτα αλλά ένιωθε τόσο ασταθής κι αδύναμος που δεν μπορούσε από το αμαξίδιό του να σηκωθεί και να καθίσει στη λεκάνη. Είχε αποπειραθεί τρεις φορές ήδη, είχε κάνει ευκοίλια αλλά δεν ένιωθε άδειο το παχύ του έντερο. Ξανά και ξανά να πάει μόνος του, ν' αποδείξει ότι είναι ικανός, αυτόνομος, αυτοεξυπηρετούμενος. Κι όμως είχε λανθασμένη εντύπωση, πιθανόν το ερέθισμα της ανάγκης λόγω της σκλήρυνσης κατά πλάκας να ήταν παραίσθηση, ο συναγερμός της ανάγκης αφόδευσης μάλλον άκυρος, ή εν μέρει άκαιρος. Το παιδί είχε προκαλέσει επιπλέον πλήρη ανατροπή των βιόρυθμών του. Μ' ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι παρακολουθούσε όλη την νύχτα τηλεόραση, νέος άνθρωπος, στα ντουζένια του, τσόντες είπε ο νυχτερινός πως κοίταζε. Εξήγησε στην μητέρα ο συνάδελφος με διακριτικότητα για το ντουμπάρισμα της νύχτας με την μέρα με μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια, δεν κοιμόταν παρά ελάχιστα ακόμη και με το φως της ημέρας. Οπότε ζούσε στην αϋπνία, υπερένταση, αυτοϊκανοποίηση και με έντονες ψυχικές διακυμάνσεις. Αγώνας για το ακατόρθωτο, το άτοπο, πως θέλει να πετάξει ένας υπερήλικας και όντως τα καταφέρνει μόνο μετά τον θάνατο, όχι ακριβώς αυτός ολόκληρος, αλλά μεταφορικά και καλή την πίστη στον ισχυρισμό της αθανασίας της ψυχής. Η μάνα μετά το καταλάγιασμα του πανικού, πάνω από τα εβδομήντα, με αρκετή ενέργεια και σε πλήρη διαύγεια, μου εξηγούσε πως ήρθε από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ο άνδρας της εδώ και δυο μήνες να δει τον γιο της στο ίδρυμα και τον βρήκε στην τουαλέτα σε μια απελπιστική κατάσταση να πάει να σηκωθεί, να κινδυνεύει να πέσει, και δίχως να ξέρει ακριβώς ζητούσε βοήθεια γιατί το παιδί της φερόταν περίεργα με ενδείξεις αδυναμίας. Τίποτα δεν τελειώνει, είναι ένας άνισος αγώνας που ακόμη και ο θάνατος δεν γαληνεύει κανέναν. Το γαμώτο έχει αγκυροβολήσει στα χείλη και η απόγνωση κατεβάζει το κεφάλι προς το χώμα, ένα διαρκές σκύψιμο μπρος στην μοίρα. Κι όμως ο γιος με την νοητική ανεπάρκεια, με τα κινητικά προβλήματα, με τη δυσμορφία στην σπονδυλική δεν είχε κανένα πανικό, απλά την ανάγκη του ήθελε να κάνει, αυτό προσπαθούσε. Ο γονέας του, ο λογικός και υγιής υποτίθεται άνθρωπος, είχε χάσει την υπομονή, το πείσμα του και τα λογικά του.
β
Ανέβαινε τις σκάλες, δυο δυο τα σκαλοπάτια. Κυριολεκτικά πήδαγε σαν λαγός και έβγαζε μια φωνή νικηφόρου γάτου μετά από μια σκληρή μάχη με σκύλο. Τα αγαπημένα του ζώα είχαν γίνει η δεύτερη φύση του και είχε μάθει στα ρίσκα, τον φόβο να νικά εκεί που δεν πιάνει λογική, όταν η ελπίδα είχε λουφάξει από την απόγνωση της αναμονής των αποτελεσμάτων εξετάσεων, ιατρικών διαγνώσεων και οδηγιών. Να γαμηθούν όλοι, αν είναι να σκέφτομαι συνεχώς πως θα φάω τα μούτρα μου, μόνο αυτά μου έμειναν, τότε να τους φυτέψω μια σφαίρα χθες για να μην παιδεύομαι με τον αόρατο εχθρό, τη φοβία. Κι ανέβαινε την σκάλα των πέντε ορόφων γατολαγουδίσια και γέλαγαν τα μουστάκια του, γουργούριζε το στομάχι του από χαρά που θα γευτεί με ολόκληρη την όρεξη του το φαγητό της μάνας του. Αυτή πια είχε ηττηθεί κατά κράτος, δεν της επέτρεπε να σκέπτεται αρνητικά, την έστειλε σε ψυχαναλυτή να λύσει τον κόμπο των φοβιών της. Άλμα στο άλμα και να τρέχουν τα σάλια του, πείνα, μεγάλη πείνα, λαχταριστό ψητό φούρνου, όχι κρέας, ρολό λαχανικών, με μπεσαμέλ από μη γαλακτοκομικά υλικά, πλήρως vegan κι όλη η οικογένεια ακολουθούσε, είχε δίκιο το ήξεραν, αυτό το μείγμα θρησκευτικότητας και κοινοκτημοσύνης ήταν τόσο στενά δεμένα με τα δίκαια των αναπήρων και της σημασία της φύσης στη ζωή. Το είχε ψάξει πολύ καλά, δεν του κουνιόταν ούτε ο καθηγητής αδελφός του. Μόνο φυτικό βούτυρο, ελαιόλαδο και ένα μοναχά ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Τέταρτος όροφος. Σε πέντε λεπτά και είκοσι δεύτερα πολύ κοντά στον χρόνο του, αλλά δεν πάει για ρεκόρ σήμερα. Απλά έχει τεράστια πείνα.
γ
Η πριγκίπισσα στέκει διαρκώς σε μια κορνίζα, κρατώντας το σώμα της σαν βάζο Βοημίας ραγισμένο, και από το βλέμμα της τρέχει η ανάμνηση της σύντομης πρόσχαρης ζωής που έζησε και εκείνης που ονειρεύτηκε σαν να είναι δυο βροχές ταυτόχρονες όπου στην μια τα σύννεφα κλαίνε και στην άλλη μοιρολογούνε. Το δέρμα της είναι μια πλάση αισθαντικότητας και απαλότητας λουλουδιαστής, σαν την ευαισθησία μια γαρδένιας.
Έχει διαρκώς την αίσθηση του ανέμου που γυρνά μέσα στον κλειστό χώρο, όχι από οργή, μήτε για μια ακόμη απόπειρα διαφυγής, μα για να μεταμορφώνει το εσωτερικό του στη διάθεση της έκπληξης με τις πινελιές των φυσημάτων στα πέπλα της σιγής. Συχνά μοιάζει σαν ένας μοτοσυκλετιστής στις ράγες του πόνου. Κι όλο τρέχει πάνω τους όχι για να εκτροχιαστεί κάποια στιγμή μα για να μάθει να επιταχύνει δίχως να χάσει τον έλεγχο, να τιθασεύσει τις σουβλιές, τα τσιτώματα, την πίκρα, την απόγνωση, το σφίξιμο, το πλάκωμα, το άπειρο βάρος μιας μαύρης μοίρας. Είναι σαν να μπορεί ένας κρίνος να κρατάει όλο το ουράνιο στερέωμα και να μετατρέπεται ο κάλυκάς του σε συλλέκτης της ουσίας του. Τα μαξιλάρια της είναι τα καραβάκια που σεργιανάνε τις αγκυλώσεις, τις συμπιέσεις των λυγμών, τις νευραλγίες, τη θολούρα του μυαλού στην άυλη θάλασσα του αόρατου σκοταδιού. Αυτού που φυλάει όλα τα μυστικά της αδιέξοδης κατάστασης για να ντύσει τους κήπους του φωτός με τους χρωματισμούς της σοφίας. Έφτασε ο χρόνος στο παράθυρό της και της τραγουδά τους ύμνους της αιωνιότητας μα το δέντρο που ξέρει τον καημό της αναζητά το άπειρο για να μιλήσει με ειλικρίνεια για την αξία του πεπερασμένου και του περαστικού.
δ
Το κεφάλι βαρύ σαν εμπορικό βαπόρι, με το φορτίο από σπασμένες σκέψεις. Κλαδιά ξερά, λόγια δίχως συνοχή, φωνές από διαφορετικές κατευθύνσεις καλά κρυμμένες σε στοές και σπήλαια ανθρωπίνων παραλογισμών. Ένα βάρος δίχως καμία ανταλλακτική αξία για τις αγορές των σαλονιών ή τις εμποροπανήγυρες των μαζικών ξεφαντώσεων. Το κεφάλι σαν μια κοτρόνα συμπυκνωμένες μάζες κραυγών, άλγους, παραισθήσεων, δυσμορφιών, ακραίων διακυμάνσεων, σαν μια μαθηματική εξίσωση με πολλούς αγνώστους χ και συνεπαγωγές προς το χάος, εκεί που δεν υπάρχει ορίζοντας μόνο ένας πολτός σκοτάδι που σαλεύει αργά βασανιστικά σαν μια λάσπη ενός βάλτου απέραντου, δίχως αρχή και τέλος, χωρίς γη, άνευ αξίας, νοήματος, χρήσης. Ακόμη και οι άγκυρες εκεί δεν ησυχάζουν, ενώ οι βάρκες από την αιώνια ακατανόητη κίνηση γίνονται σταδιακά λάσπη, όλα λάσπη. Η σκέψη μου παραφυάδες από παρωχημένα σχήματα να σέρνονται γύρω από την πέτρα αυτήν και να μην μπορούν να την αγκαλιάσουν, αδυνατούν να την κρύψουν, σαν να τους ξεφεύγει χάρη στην υπερβολική κινητικότητα της ογκολιθικής ακινησίας της. Ακόμη και η ανοησία υποχωρεί μπρος στο αναίτιό της. Σαν να μην υπάρχει άλλη θέση γι' αυτήν παρά μόνο σε μια παγωμένη ταραχή, διάχυτη, δίχως πρόσωπο. Ένας ήχος από ραγίσματα γραμμάτων αλφαβήτου, σαν η τελευταία πνοή να σημαίνει το τέλος που όλο έρχεται μα δεν φτάνει ποτέ, γιατί το ράγισμα είναι αιώνιο. Και να είναι ο μόνος συνοδός της.
Φεύγει το μυαλό ολόκληρο, να δραπετεύσει από τον ιστό που το διαμορφώνει, κανένα άλλο όργανο του ανθρώπου δεν είναι τόσο αντιφατικό στην ουσία του, αδηφάγο και ολοκληρωτικό, σε βαθμό αυτομίσους. Κανένα άλλο δεν αυτοθαυμάζεται σε ανώτερο επίπεδο από τον ναρκισσισμό ώστε να θέλει να αυτοκαταστραφεί μέσα στην ίδια του την κυριαρχία. Να θέλει όλα να τα κάνει λογική και να βαριέται μέσα σ' αυτήν και να πασχίζει να απορρίψει την δίκη του τη λογική που όμως θα τον οδηγήσει σε μιαν άλλη λογική ώστε να νιώθει σιχαμάρα με την δίκη του αυτολειτουργία. Να ζητάει να βιώνει δίχως να κατανοεί, χωρίς να αναλύει, να έχει μόνο εκλάμψεις, αλλά καμία ερμηνεία, να ενεργεί για να συγκεντρώνεται πάνω στον στόχο άνευ του ενδύματος εξηγήσεων και πειστικών επιχειρημάτων. Όμως ένας τέτοιος εγκέφαλος δεν θα θέλει να πεθάνει ποτέ, δεν θα μπορεί να αφήσει το στίγμα του παρά μόνο αν ζει αιώνια. Δεν θα έχει αναμνήσεις, θα έχει μόνο μια υποσυνείδητη μνήμη που θα ενεργεί κατά τις ανάγκες της συνεχόμενης δράσης, δίχως διάθεση θεωρητικών προσεγγίσεων και σχηματοποιήσεων. Σκούρα τα πράγματα πάω να κάνω γιόγκα.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος δεύτερο: Σημειωματάριο.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Luiz Zerbini.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.