Η αλήθεια είναι πως το άρθρο, που θα διαβάσετε, με δυσκόλευσε όσο κανένα άλλο στην ολοκλήρωσή του. Ο λόγος; Πως για πρώτη φορά χρειάστηκε να βάλω ένα φρένο στις αποθεωτικές λέξεις που ξεπηδούσαν στο χαρτί, προσπαθώντας έτσι να κρατήσω μια κάποια δεοντολογική ισορροπία.
Μα ας τα πάρουμε από την αρχή. Πρωτοβρέθηκα στο θέατρο Τ πριν λίγους μήνες για την παράσταση 100, φεύγοντας στο τέλος με τις καλύτερες εντυπώσεις. Όντας λοιπόν… προκατειλημμένος πως θα συμβεί το ίδιο και με το έργο SENSO του Camillo Boito –σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Ρουμελιώτη– βρέθηκα εκεί ξανά στις 6 Νοεμβρίου 2024. Κι αν η χωρητικότητα του συγκεκριμένου θεάτρου είναι μικρότερη σε σχέση με τα υπόλοιπα της Θεσσαλονίκης, εντέλει την ιδιαιτερότητά του αυτή –πιστεύω– πως την αντισταθμίζει με την εξαιρετική αίσθηση που σου χαρίζει κατά την παρακολούθηση της παράστασης. Κι αυτό, γιατί όντας οι θέσεις αρκετά κοντά στους ηθοποιούς, νιώθεις σαν να βρίσκεσαι συμμέτοχος κι ο ίδιος στο έργο.
Μπαίνοντας λοιπόν στην αίθουσα, το πρώτο που παρατήρησα στο σκηνικό ήταν πως σε μια άκρη στο πάτωμα βρισκόταν ένα ανοιχτό βιβλίο μ' ένα κερί και δύο πένες. Η μία με κόκκινο φτερό και η άλλη με μαύρο. Σύντομα τα φώτα χαμήλωσαν, οι ήχοι κόπασαν και άρχισε να παίζει μια ατμοσφαιρική μελωδία.
Τη σκυτάλη πήρε τότε μία εκ των πρωταγωνιστών, που εμφανίστηκε ντυμένη στα λευκά. Προχώρησε προς το μέρος μας με βήμα αργό, συστήνοντας τον εαυτό της ως κόμισσα Λίβια, δίνοντας μάλιστα το χέρι της σε έναν θεατή για να το φιλήσει –πράγμα που πραγματικά σάστισε τόσο εκείνον όσο και όλους μας, μιας και δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο– μαζεύοντάς το ωστόσο αμέσως πίσω και δείχνοντας το πρώτο στίγμα της, πως πρόκειται δίχως άλλο για μια γοητευτική μα συγχρόνως και ωραιοπαθή προσωπικότητα.
Έπειτα στη σκηνή εμφανίστηκαν ακόμα δύο λευκοφορεμένες γυναίκες, συμπληρώνοντας έτσι την τριάδα των πρωταγωνιστών μας, οι οποίες και αποτελούσαν τις ισάριθμες εκφάνσεις του εαυτού της κόμισσας, παρακολουθώντας τες στη συνέχεια να γράφουν με τη σειρά το ημερολόγιό της και διαβάζοντας παράλληλα στο κοινό την εξέλιξη της προσωπικής της ιστορίας.
Βρισκόμαστε στο 1865, στην Ιταλία. Μαθαίνουμε για τις συναναστροφές της, τον γάμο της με τον πλούσιο, ηλικιωμένο κόμη. Την πρόσκαιρη ευτυχία και τη μοναξιά που ακολουθεί στη ζωή της... μιλώντας μας παράλληλα και για την πρώτη φορά που συνάντησε εκείνον τον νεαρό Αυστριακό αξιωματικό που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή της. Βιώνουμε μαζί της την πρώτη τους συνάντηση και το μοιραίο δέσιμό τους, με της τρεις γυναίκες να μας μεταφέρουν έξοχα την αίσθηση και τα σημάδια που αφήνει στο κορμί η ολόψυχη αφιέρωση της πράξης του έρωτα. Και σε όλο αυτό το διάστημα, οι μορφές των ηθοποιών, οι λέξεις, οι σιωπές, τα συναισθήματα που γέμιζαν το χώρο, στροβιλιζόταν πάνω στη σκηνή σαν ένα σύνολο, κάνοντας το πάθος να παίρνει μορφή και να πάλλεται στις καρδιές μας, βιώνοντας κάθε στάλα από την ασυγκράτητη αμαρτία η οποία δεν γνωρίζει μέτρο και όρια. Που αποζητά ολοένα και περισσότερη επιβεβαίωση για ν' ανασάνει, να φτερουγίσει, να ξετινάξει από πάνω της τη σκόνη τού δήθεν και του φαίνεσθαι, της μελαγχολίας και της ανούσιας κοινωνικότητας και βρίσκοντας λύτρωση στα άγρια ένστικτα της ψυχής, με την μοιραία ευλογία και τιμωρία συγχρόνως της ανάγκης αυτής, να αναζωπυρώνει τα ανεκπλήρωτα «θέλω». Ξεπερνώντας τα εμπόδια με κάθε κόστος και θυσία. Κι ας –στο τέλος της διαδρομής– καραδοκεί μια ανατρεπτική προδοσία...
Μοιραζόμαστε μαζί τους την τρέλα του έρωτα που δίνει ραντεβού στο σκοτάδι. Παρουσιάζοντάς μας τον παράδεισο και την κόλαση σε κάθε απολαυστική ή επώδυνη στιγμή. Γνωρίζοντας παράλληλα την χαρά και την οργή της κόμισσας, την ολόψυχη αφιέρωσή της και τη ζήλια, την απόγνωση και την εξάρτηση... με την ίδια τελικά να χάνει κάποια στιγμή τον έλεγχο.
Ακόμα και τώρα που γράφω για την παράσταση –πέντε μέρες μετά– έχω την αίσθηση πως φεύγοντας από την αίθουσα πήρα μαζί μου ένα πολύτιμο μυστικό. Τόσο προσωπικό και συνάμα ανομολόγητο, που γνωρίζουμε το βαθύ νόημά του μονάχα εμείς και οι ηθοποιοί επί σκηνής.
Θεωρώ δίκαιο και αναμενόμενο στο τέλος της παράστασης, το παρατεταμένο χειροκρότημα από το ενθουσιώδες κοινό. Ένα κοινό, που είχε την τύχη να μεταφερθεί, για σχεδόν μιάμιση ώρα, σε μια άλλη εποχή. Διαφορετική από το αποστειρωμένο σήμερα. Βιώνοντας μια ιστορία αγάπης που η Έλμα Βλαστοπούλου, η Ζωή Λάη και η Δήμητρα Φάκα κατάφεραν πιστεύω με τις καθηλωτικές ερμηνείες τους να αποδώσουν το έργο επί σκηνής έτσι όπως σίγουρα θα ήθελε κι ο συγγραφέας του! Ήταν εκφραστικές –τόσο αυθόρμητα εκφραστικές!– που κάθε τους κίνηση, νεύμα ή βλέμμα μάς προκαλούσε να πάρουμε μέρος και θέση στην εσωτερική πάλη των σκέψεων της κόμισσας.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές για την μοναδική εμπειρία και το συγκλονιστικό αποτέλεσμα! Πραγματικά, την συγκαταλέγω στις καλύτερες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει φέτος.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου