Γιάννη Σμίχελη
Διαπέρασε την πόρτα δίχως να χτυπήσει το κουδούνι
Άφησε τα δάκρυα στο ποτήρι
Κι έριξε το θλιμμένο ύφος στο τασάκι σαν γόπα καμμένη
Οι αναθυμιάσεις της παραφροσύνης είχαν ξεθυμάνει
Πάντως τα νοτισμένα ρούχα των τσαλακωμένων στιγμών
Δεν ξεκολλούσαν πια από πάνω του
Η ψυχή του είχε την όψη μετωπικής σύγκρουσης με
Αμετακίνητο κίνδυνο, όπως τα πουλιά
Της ταλαιπωρίας των ονείρων
Έκλεισε τα μάτια κι άνοιξαν οι τρύπες της καρδιάς
Κολυμπούσε στο αίμα η γνώση της απελπισίας
Μακροβούτι κάνει η οργή στ' άγρια νερά του ιδρώτα
Και χάνεται στο σκοτεινό δάσος των εμμονών
Η σύγχυση γερασμένη πρόωρα από το πείσμα
Τ' ανικανοποίητου κρύβεται στην καλύβα των παραισθήσεων
Λες και τα σώματα να συναντήθηκαν εκεί που δεν άντεχαν
Και συγχωνεύτηκαν από την δίνη της ανημποριάς
Με τον στρόβιλό της να γκρεμίζει όλα τα οχυρώματα
Της εγωκεντρικότητας
Γδούπος ενός τίποτα κατακερματισμένου σε παύσεις
Ούτε μια νότα δεν τόλμησε να παρέμβει
Βουβαμάρα στην αντάρα
Και το ξέπνοο μια κηδεία πριν τον τελικό θάνατο
Όλα ρυθμισμένα στην εντέλεια από τις μιζέριες
Και τότε στο παρά
Μια πελώρια ανατολή κάνει την στιγμή αιώνια
Σαν να γίνονται όλα με την ακρίβεια της αισιοδοξίας
—————————————————————————
Θυμάμαι την νύχτα που άνοιξαν οι ουρανοί
Κι έπεφταν φώτα, από τον ηλεκτρισμό του συμπαντικού θόλου
Σαν κάποιος να έκοβε αστραπές, να κατέβαζε άστρα
Να πρόσφερε ανθοδέσμες ηλιαχτίδες
Και να τις βύθιζε σε βυθούς, όχι ωκεανού
Μα ζώων, συνήθως ανθρώπων, αλλά
Και δέντρων όπως μια αιωνόβια ελιά
Ή σε μια πάπια, ένα σκίουρο.
Το χαρακτηριστικό ήταν ότι τα φώτα χάνονταν
Στο ανθρώπινο σκοτάδι, τα ρούφαγε
Έτσι που να φαινόταν ότι δεν σταματούσε η πτώση
Μέσα του ποτέ
Κι ήταν πυκνό, τόσο πολύ, σαν πίσσα, πετρέλαιο
Κατράμι και παχύρευστο
Λες κι ήταν μαυρισμένο αίμα, σαν να ήταν σε θάλασσα
Και είχε ρεύματα που κατέληγαν σε ρουφήχτρες
Και τότε ξεκινούσε και η περιπέτεια της εξαφάνισης της λάμψης
Ενώ στον κορμό του δέντρου το φως σχημάτιζε ένα διάφανο
Δέρμα με όλη την ιστορία της γης
Ο φλοιός διηγείτο την εξέλιξη της ζωής σε διαφάνειες της επιφάνειάς του
Λες και φωτεινές αιχμές σκάλιζαν τη φωνή του φυτού
Ήταν όνειρο να παρακολουθείς τις αφηγήσεις πεύκου
Μπορούσε με ακρίβεια να δηλώσει την απόσταση που πετάχτηκε
Το κουκουνάρι, και με λεπτομέρεια που ο σπόρος του
Φυτεύτηκε
Οι πευκοβελόνες έραβαν σύννεφα στις πληγές τους
Κι έτσι το αίμα τους σταματούσε να ποτίζει το χώμα
Οι κορφές των ελάτων είχαν την έγνοια να φροντίζουν
Τις νιφάδες του χιονιού να μην κρυώσουν και παγώσουν
Τα σκιουράκια με τις ουρές τους
ξεσκόνιζαν τ' άστρα από την συμπαντική άχνη
Και τους έδιναν ξανά την αστραφτερή όψη του ονείρου
Μόνο αυτός ο άνθρωπος παρέμενε μαύρος
Ώσπου στο τέλος το φως αποφάνθηκε
Πως η ανθρώπινη ζωή είναι το πιο σκοτεινό σκοτάδι
Του κόσμου.
—————————————————————————
Μάζευες τα σκόρπια έπιπλα από τους δρόμους
Και τα πεταμένα βιβλία
Όλα υπολείμματα ενός καταναλωτισμού
Δίχως πρόσωπο. Σαν μια αυτόματη κίνηση
Στ' όνομα δήθεν του φιλανθρωπισμού και της χρηστικής αξίας
Τα ξεφορτώνονταν κι εσύ άρπαξες την ευκαιρία
Να δείξεις την ακαταμάχητη γοητεία των δικαιολογιών
Στον εαυτό σου.
Οι καμπύλες σου λικνίζονταν στην κίνηση της σημαίας
Της απεξάρτησης
Είπες Θα σου δείξω, στον λεφτά μπαμπά
Και τράβηξες για τον δρόμο της βολικής εξέγερσης.
Συμπλήρωσες την εικόνα της διάρρηξης με μια φιλοζωική νότα
Υψηλού συμβολισμού κατά τα δεδομένα σου
Κι αφού εσύ συμπεριφερόσουν σαν φραγκόκοτα
Εκτός κοτετσιού δήθεν
Υιοθέτησες κι ένα σκυλάκι στα μέτρα της εναλλακτικής μητρότητας
Και έθεσες στόχο ζωής ν' αποδείξεις πως είσαι σοπράνο
Στα στέκια της νεοελληνικής ευρωαστίλας.
Συμπλήρωσες το μότο της παραλλαγής των δοξασιών
Με ποδήλατο, δίαιτα και φώτο καλλιτεχνικές λιτού σεξαπίλ.
Μόνο όταν πηδιόσουν έβγαζες την ανθρώπινη διάστασή σου
Μα όχι ολόκληρη, έτρεμες να έρθεις σ' οργασμό
Μήπως κι αποκαλυφθεί η κενότητα της αρκουδιάρικης καρδιάς σου
Κατά τ' αλλά ήσουν μια ζελατίνα που τσίτωσε τα νεύρα
Στα υπόγεια των υποκριτικών αναγκαιοτήτων μιας ματαιότητας
Στο ύψος της ένδοξης αναρρίχησης του οικογενειακού άστρου.
Αλληλούια. Ο Θεός είναι πάντα μεγάλος για τα φουσκοπορτοφόλια
Αμήν, ο Θεός είναι ανυπεράσπιστος μπρος στην βλακεία
Τετέλεσθαι, καθώς ξεδιπλώνεις το μπρίο σου στον καθεδρικό της
Απόκρυφης λαγνείας με τα συμφέροντα
Η μόνη πίστη, εκείνη στο χρήμα, εξαργυρώνει το νόημα της ζωής
Στο κενό των συναισθημάτων.
Είχες στο όνομά σου οικογενειακές επιχειρήσεις
Μα τα μυστικά είναι για να τ' ακούουν οι μυστικές υπηρεσίες
Των συνωμοτικών κουτσομπόληδων.
Να μην σχίσουν τον αέρα με τις αξίνες της κοινωνικότητας τους;
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος τρίτο: Το ξωτικό της ποίησης: Ποιητικά διηγήματα
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Αναστασίας Ντόντη [Δυο όχθες έχει το ποτάμι, μικτή τεχνική με ακρυλικά, σπρέι, κλωστές, κολάζ].
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.