Λυσσασμένη γάτα

Φωτογραφίες θιάσου για την παράσταση «Λυσσασμένη γάτα» σε σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου

«Το ψέμα υπάρχει μες στη ζωή. Υπάρχουν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσεις... Το ποτό κι ο θάνατος...»

Αυτή είναι η φράση που μου έμεινε περισσότερο από την παράσταση που παρακολούθησα, για πρώτη φορά σε «επίσημη αποστολή» από το μέσο στο οποίο τώρα με διαβάζετε. Δεν θα σας αφήσω να αναρωτιέστε πολύ το γιατί. Αλλά πρώτα πρέπει να αναφέρω κάποια πράγματα. Μην σας πιάσω απ' τα μούτρα, ακόμα δεν αρχίσαμε.

Εγώ λοιπόν κι η τράτα μου, κατηφορίσαμε προς το κέντρο και την οδό Δεριγνύ, όπου στεγάζεται το θέατρο Αθηνά, ένας πολύ όμορφος χώρος στον οποίο δεν είχα την τύχη να βρεθώ παλαιότερα. Θα παρακολουθούσα την Λυσσασμένη γάτα του Τενεσί Ουίλιαμς, με πρωταγωνιστές γνωστά ονόματα του χώρου, άρα και με μεγάλες προσδοκίες για το αποτέλεσμα. Δεν σας κρύβω ότι τρέφω μεγάλη αδυναμία στο πρόσωπο του Πέτρου Λαγούτη, όντας κατενθουσιασμένος από το πέρασμά του στη σειρά Έτερος εγώ, και ανυπομονούσα να τον παρακολουθήσω σε κάτι διαφορετικό. Διότι ο ρόλος του Μπρικ δεν έχει καμία σχέση με τον ρόλο του Παντελή Σκλάβη. Και όταν μάλιστα, εντελώς τυχαία, τον πέτυχα στο διάλλειμα με ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο απ' αυτό που έδειχνε στην παράσταση, αλλά σαφώς καταβεβλημένο (παίζει ουσιαστικά σε όλη την παράσταση στο ένα πόδι), θαύμασα το κουράγιο του αλλά και την υποκριτική του ικανότητα. Ναι, μεροληπτώ ίσως, αλλά δεν το κρύβω. Άλλωστε δεν χρειάζεστε τα δικά μου λόγια ώστε να γνωρίζετε ήδη για τι ηθοποιό μιλάμε.

Όχι ότι οι υπόλοιποι πήγαν πίσω. Ο Γιάννης Βούρος στον ρόλο του άρρωστου ετοιμοθάνατου πατέρα, στεκόταν στιγμές σαν Τιτάνας στη μέση της σκηνής και δεν χρειαζόταν να αρθρώσει λέξη για να μας μεταφέρει αυτά που ήθελε. Η Μαρία Κατσανδρή, το αντίβαρο που συμπλήρωνε τον πατέρα, κάνοντας εξαρχής κατανοητές τις αντιθέσεις που υπάρχουν σε τέτοιες (ή και στις περισσότερες) οικογένειες. Η Μάρθα Λαμπίρη-Φεντόρουφ ως Μάγκι, σύζυγος του αλκοολικού Μπρικ, μας κοινώνησε τις ανησυχίες και τους φόβους κάθε γυναίκας που ο άντρας της έχει πέσει στα σκοτεινά τούνελ των εξαρτήσεων, με ξεκάθαρο τρόπο. Ο Κώστας Ανταλόπουλος ενσάρκωσε πειστικότατα τον μεγάλο γιο που νιώθει «ριγμένος» από τον πατέρα του σε σχέση με τον αδερφό του, περιμένει να κερδίσει από την πτώση του, αλλά παραμένει επί της ουσίας έρμαιο της χειριστικής συζύγου του, που έχει αποφασίσει να βάλει το χέρι της ώστε να φτάσει το πράγμα εκεί που εκείνη θέλει, στην απόκτηση δηλαδή της μερίδας του λέοντος από την πατρική περιουσία, μια ώρα αρχύτερα και πιο σίγουρα. Την σύζυγο υποδύεται η Μένη Κωνσταντινίδου. Κι αν αναφέρω την λέξη «υποδύεται» και όχι «ενσαρκώνει πειστικότατα» είναι μόνο και μόνο για λόγους αποφυγής επαναλήψεως. Και φυσικά ανάλογη η σκηνοθεσία, ο φωτισμός, η μουσική. Όλα όπως πρέπει, χωρίς υπερβολές ή ελλείψεις. Θα επιστρέψω όμως στον Λαγούτη και την εξαιρετική ερμηνεία του, αλλά και το νόημα του έργου, έτσι τουλάχιστον όπως το εξέλαβα εγώ.

Είδαμε έναν άνθρωπο νικημένο, καταβεβλημένο. Όχι από τα πάθη του. Από όλα όσα τον οδήγησαν εκεί. Έναν άνθρωπο που είχε παραδοθεί πλήρως στα σκοτάδια του. Ο ρόλος του δεν είχε πολλά λόγια. Λίγα και καλά. Λίγα και αιχμηρά. Κυρίως αλήθειες. Αυτό άλλωστε πραγματεύεται το έργο. Το ότι η ζωή είναι γεμάτη ψέμα, κανένας δεν αντέχει την αλήθεια, κανένας δεν την προτιμά. Όλοι θέλουν ένα όμορφο ψέμα, το προτιμούν. Ψέμα και υποκρισία, για την επίτευξη στόχων, πρακτικών ή εγωιστικών. Ή μια διαφυγή από την σκληρή αλήθεια. Αλκοόλ και ουσίες προτιμώνται από το άκουσμα της αλήθειας και την αντιμετώπισή της. Και συνήθως είναι ο σίγουρος δρόμος προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Τον Μπρικ τον πνίγει το ψέμα γύρω του, η υποκρισία που είναι διάχυτη, η απώλεια που είναι σκληρή. Αλλά ταυτόχρονα δεν αντέχει και την αλήθεια. Κανείς τους όμως δεν την αντέχει. Και όλοι περιμένουν την πτώση του άλλου ώστε να ανεβούν και να απολαύσουν εκείνοι. Εκτός από εκείνον, που έχει ήδη αποδεχθεί τη «μοίρα» του.

Και έρχομαι λοιπόν ξανά στην εισαγωγή μου και την πρώτη πρόταση του κειμένου. Μεγάλη κουβέντα, ιδιαίτερα όταν έχεις περάσει από τέτοια μονοπάτια και ξέρεις πόση αλήθεια κρύβει. Βέβαια, έχει κι άλλον ένα τρόπο αντιμετώπισης. Την ωμή αλήθεια, χωρίς υπεκφυγές ή τελεσίγραφα, όπως είναι αντίστοιχα το αλκοόλ και ο θάνατος. Αλλά όπως έγραψα και πιο πάνω, δεν την προτιμά κανένας, μάλλον δεν την αντέχει κιόλας.

Ένα δυνατό δράμα, με απόλυτα ταιριαστές ερμηνείες και σοβαρά μηνύματα, που φυσικά ισχύουν και σήμερα, ίσως ακόμα περισσότερο από την εποχή που γράφτηκε το έργο.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα

Σ.Σ.: Ο μέντοράς μου στον χώρο, μου έλεγε συνεχώς: «Κριτική κάνει ο Γεωργουσόπουλος, εμείς δεν τον φτάνουμε πουθενά, άρα δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που κάνει.». Ίσως και με πιο αγοραίο τρόπο, η αλήθεια είναι, αλλά το νόημα ήταν αυτό. Και προσπαθώ να το έχω ως βασικό κανόνα και γνώμονά μου. Οπότε από μένα δεν θα διαβάσετε ποτέ κανενός είδους κριτική. Θα διαβάζετε για συναισθήματα και σκέψεις που εισέπραξα και προσπαθώ να μεταλαμπαδεύσω από την κάθε παράσταση που παρακολούθησα, μέχρι και το σημείο της «ανταπόκρισης». Και πάντα με θετική διάθεση και σεβασμό προς τον κόπο και ιδρώτα των συντελεστών, αλλά προφανώς και προς τον οβολό των υποψηφίων θεατών. Και ως εκεί. Οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία, απόδοση, εικαστική και μουσική επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Δημήτρης Ντάσσιος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Λίνα Μπότη
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Διανομή:
Μπρικ: Πέτρος Λαγούτης,
Μάγκι: Μάρθα Λαμπίρη-Φεντόρουφ,
Πατέρας: Γιάννης Βούρος,
Μητέρα: Μαρία Κατσανδρή,
Γκούπερ: Κώστας Ανταλόπουλος,
Μέι: Μένη Κωνσταντινίδου