Γεωργίου Κονίδη
Μα νιώθω μικρός χωρίς αυτές.
Με εξουσιάζουν με τρόπο μοναδικό.
Ατενίζω τη θάλασσα ακούγοντας μουσική καθισμένος σε ένα τραπέζι για τέσσερις μα είμαι μόνος.
Συντροφιά μου το ποτό μου και ίσως κάποιο τραγούδι που αγαπάω.
Ο κόσμος πηγαινοέρχεται ασταμάτητα πάνω κάτω στην παραλία χορτασμένος ή νηστικός.
Άλλοι κάθονται και άλλοι μόλις φεύγουν.
Ο ήλιος έσβησε πίσω στη θάλασσα και η νύχτα γλυκά ανοίγει για μία ακόμα φορά την αγκαλιά της στους εραστές της.
Η μουσική όσο περνάνε οι ώρες γίνεται πιο μελωδική, πιο αρμονική για να ταιριάζει τέλεια σε ένα τέτοιο βράδυ.
Τελικά όλα είναι πιο όμορφα το βράδυ.
Ο άνθρωπος, τα σπίτια, η φύση, ο ουρανός.
Όλα.
Εκτός από έναν νεαρό μπαμπά που κρατάει τον γιο του και χαλαρώνουν μαζί· είμαι ο μοναδικός που κάθομαι εντελώς μόνος.
Δεν το λέω σαν παράπονο.
Απλά συμβαίνει.
Πολλές φορές που ήμουν με παρέα αισθανόμουν πιο μόνος από σήμερα.
Τώρα τελευταία έχω αρχίσει παραδόξως να μην μπορώ να ακούσω τους άλλους όταν προσπαθούν να ανιχνεύσουν εμένα.
Δεν λέω ότι δεν με νοιάζονται.
Μα δεν ξέρουν τι μου συμβαίνει.
Μιλούν πάντα σε εκείνον που βρισκόταν βολεμένος και κρυμμένος καλά πίσω από καταστάσεις και προσωπεία που δεν θα γίνουν πραγματικά ποτέ δικά του.
Αναγκάστηκα να τα υιοθετήσω.
Το ξέρω καλά τώρα.
Αργά;
Νωρίς;
Πώς το καθορίζεις;
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε κάτι τέτοιο.
Απλά το βλέπω να γίνεται.
Το μέλλον θα δείξει εάν υπάρξει πραγματικότητα σε αυτά που αναζητώ και που μπορούν να με κάνουν ευτυχισμένο. Στιγμιαία μου χαλάνε την στιγμή της γαλήνης μερικά αυτοκίνητα που μπερδεύουν τις μουσικές τους σαν σε Βαβέλ αλλά περνάει και αυτό.
Δεν ξέρω εάν ποτέ κορεστεί η ανάγκη μου να γράφω, μα ξέρω πως όταν γράφω ταξιδεύω.
Η ζωή μου να περνά μπροστά μου σε στιγμιότυπα και ξέρω ότι αυτά με έχουν καθορίσει.
Αυτός που έπρεπε να είμαι εδώ και πολύ καιρό.
Μα δεν με άφησαν τα φαντάσματα.
Είναι τρελό το ξέρω.
Μα αυτά υπάρχουν και έχουν και ονόματα.
Και σαν τα σκεφτόμουνα έκανα άλλα πράγματα από αυτά που ήθελα για να τα ξεχάσω.
Τα ξέχναγα όταν δεν ήμουν εγώ.
Και έκανα κυριολεκτικά τρύπες στο νερό που σαν βγάζεις το χέρι σου χάνονται.
Προσπαθώντας να ξεχάσω αυτές τις ιστορίες γινόμουνα μέρα με τη μέρα κάτι ξένο.
Αυτός ο ξένος οδηγήθηκε από λάθος σε λάθος.
Μπούχτισα και με εμένα και με εκείνον.
Ποια ζωή θα ζήσω από τώρα και στο εξής δεν γνωρίζω.
Ό,τι σχεδίασα να ζήσω απέτυχε παταγωδώς.
Άρα θα σταματήσω από εδώ και πέρα να σχεδιάζω;
Ούτε αυτό το ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι γνωρίζω πια τις αχιβάδες που μου έχουν προσκολλήσει και θα τις διώξω.
Η αγάπη που έδωσα τριγύρω είναι μόνο στάλες αγάπης.
Μα η αγάπη μέσα μου θέριεψε θέλοντας να ζήσει μαζί μου την πραγματικότητα.
Να μην είναι πια στερημένη.
Η νύχτα προχώρησε όπως οι σκέψεις μου.
Η μουσική ακούγεται πιο απαλά και ο κόσμος έχει λιγοστέψει. Πίνω άλλη μια γουλιά από το ποτό μου και νιώθω ανατριχίλα στον λαιμό μου από την νύχτα που είναι ψυχρή.
Πριν δεν έγραψα τίποτα διότι ο άλλος δεν γράφει.
Τώρα γράφω ασταμάτητα και ίσως ασυνάρτητα νιώθοντας έναν αόριστο φόβο ότι δεν θα προλάβω, ότι κάτι θα γίνει.
Ο κόσμος με κοίτα περίεργα για το ατελείωτο γράμμα μου.
Μα δεν είναι γράμμα.
Γιατί κάθε γράμμα έχει και έναν παραλήπτη ενώ αυτό δεν έχει κανέναν.
Μακάρι να είχε.
Ίσως κάποτε αποκτήσει.
Ίσως και όχι.
Τότε ίσως θα αποκτήσει τίτλο.
Μα όχι τώρα.
Όχι ακόμα.
Ξέρω εγώ.
Η μάσκα μου νιώθω ότι ξεκολλάει από το πρόσωπό μου, την αισθάνομαι ξένη.
Ήρθε η στιγμή να αλλοιωθεί και να πέσει.
Και σαν φύγει, τίποτα το ψεύτικο δεν θα μπορεί να επιβιώσει.
Παίζει το Nothing else matters.
Δεν έχω τ;iποτα άλλο να πω, το λένε για εμένα οι Μετάλικα.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Ηλία Παπανικολάου [έργο από την ατομική του έκθεση με τίτλο «Open Window»]