Νεφέλης Πηγή
Στο τραπέζι υπάρχει ένα βάζο, κάποτε το γέμιζα με ζωντανά λουλούδια. Τώρα πια είναι άδειο, μόνο καμιά φορά το στολίζω με νεκρά, πλαστικά. Το βάζο είναι κρυστάλλινο. Κάποια στιγμή είχα βρεθεί σε έναν επαρχιακό δρόμο που οι δύο πλευρές του ήταν σπαρμένες με χιλιάδες στρέμματα σιτάρι, τα στάχυα παραδίνονταν στις θωπείες του ανέμου, σχημάτιζαν ένα παλιρροιακό κύμα. Όταν πέρασα μετά από λίγες μέρες είχαν πια θεριστεί, παρατήρησα ότι κάποια στάχυα ξεχάστηκαν, μπήκα στο χωράφι όπως ήμουν, με τα καλοκαιρινά παπούτσια και με ένα μικρό κοπίδι που πάντα έχω στην τσάντα μου· τα έκοψα. Νόμιζα ότι ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να τους κάνω. Τα έβαλα στο απαρχαιωμένο βάζο, δώρο από τον γάμο μου. Το πιστεύεις ότι μετά από πολλά χρόνια παράμεναν εκεί νεκρά, δεν τα πείραξα για πολύ καιρό, γιατί ήθελα να μου θυμίζουν εκείνη τη μέρα, αργότερα δεν τα πέταξα, τα τύλιξα σ' ένα μαντήλι και τα καταχώνιασα στο συρτάρι του σκρίνιου.
Ο ήλιος χτυπάει στο τζάμι απροκάλυπτα. Έχει το θράσος να βρίσκει πάντα χαραμάδα να εισβάλλει. Βλέπω την αποδοκιμασία στα μάτια των ανθρώπων. Σκέφτομαι ότι πολλοί αναγάγουν τα πρόβλημά τους σε κάτι μεγαλύτερο από αυτούς, με την ελπίδα ότι δεν θα δουν αυτό που πραγματικά είναι, επιδιώκοντας να αποφύγουν τον εσωτερικό τους καθρέφτη. Με τρομάζει το ομοίωμά μου στο τζάμι. Γιατί επέλεξα να έχω αυτή την τρομερή μορφή;
Δένω κόμπους, νομίζω ότι είμαι ίδια με αυτό το σχοινί. Γεμάτη κόμπους, καθώς τους φτιάχνω ψιθυρίζω κάποιους στίχους του Ρίλκε «Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει απόκαμε το βλέμμα, τον περιζώνουν χίλια κάγκελα και παραπέρα ο κόσμος σταματά σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν άγριας δύναμης, κλειστός χορός όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σιωπά, να μόνο του ματιού αθόρυβα ανοίγει μια ανάσα αφήνει, σιωπηλά τυλίγει, τα βάθη σβήνει» δεν το θυμάμαι όλο. Έχεις δει πώς κινείται ο πάνθηρας, αργά σχεδόν νωχελικά, αν τον παρατηρούσες καλύτερα θα έβλεπες μια ορμή εσωτερική που ελλοχεύει και είναι πάντα σε ετοιμότητα και όλη αυτή η δύναμη και η ενέργεια βρίσκει τον στόχο της πάντα... Εφορμά και δεν αφήνει κόκαλο... Τι υπέροχο ζώο! Και τις αράχνες τις συμπονώ όταν τις βλέπω κάποιοι να τις έχουν ως κατοικίδια, πώς μπορείς να στερήσεις από μία αράχνη να υφαίνει τον περίτεχνο και μοναδικό ιστό της; Αν μια ακτίνα σπάσει, εκείνη σπεύδει να την φτιάξει και φυσικά η σπείρα δεν είναι απαραίτητα παγίδα, έτσι δεν είναι; Ο ιστός ενώνει κομμάτια, ακόμα και μία ακτίνα να μείνει εκείνη θα την ενώσει με τις καινούργιες. Όσες φορές κι αν την χαλάσεις τόσες φορές θα την ξαναφτιάξει. Νομίζω ότι είναι ένας από τους λόγους που δεν μου αρέσουν οι ζωολογικοί κήποι, δεν μπορώ να βλέπω υπέροχα ζώα φυλακισμένα, μου θυμίζουν τις δικές μου φυλακές.
Παρεμπιπτόντως, οι αράχνες είναι σαρκοφάγα... Οι άνθρωποι από την άλλη είναι παμφάγα. Ακόμα και αν δεν έχουν τίποτα να φάνε, θα τραφούν με τον διπλανό τους. Πάνω από όλα η επιβίωση του είδους. Αγαπημένο σπορ των ανθρώπων ο κανιβαλισμός... Μεταφορικά ή και κυριολεκτικά;
Κάτι τέτοια σκέφτομαι και μένω στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια στο πρόσωπο προσπαθώντας να ηρεμήσω την ανάσα μου, αλλά εκείνη παραμένει άρρυθμη, ακανόνιστη. Δεν υπακούει στις εντολές μου! Και τι είναι να υπακούσει; Σκύλος που του λες κάτσε κάτω και να κάθεται;! Όχι, σκύλος δεν είναι, αλλά θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι πιο συνεργάσιμη!
Νομίζω ότι έχω μέσα μου ένα κακό γονίδιο, που θα πρέπει να το αφανίσω για να μην διαιωνιστεί. Σιγά σιγά όλα εκπίπτουν. Ό,τι ακουμπάω το λερώνω, το αφανίζω.
Προσπαθώ να πολεμήσω τους δαίμονές μου, έχω δοκιμάσει τα πάντα, τους πήρα με το καλό, με το άγριο, με πονηριά, με μεθοδικότητα, έδωσα προσοχή στις λεπτομέρειες αλλά πάντα κερδίζουν. Πώς να τους κοιτάξω στα μάτια; Τι να κοιτάξω; Να κοιτάξω τους φόβους μου, τον κακό μου εαυτό, την μηδαμινότητα μου; Ε; Τι; Δεν απαντάς, φυσικά και δεν απαντάς, αφού δεν υπάρχεις! Πώς να απαντήσει κάποιος που είναι αόρατος, αποκύημα της φαντασίας μου!
Χάνω τις μέρες. Δεν ξέρω τι μέρα είναι σήμερα. Περνούν χωρίς να τις καταλαβαίνω. Ξαφνικά τελειώνει η εβδομάδα κι εγώ έχω μείνει στην Πέμπτη, έχω μαγειρέψει φακές την Κυριακή γιατί νόμιζα ότι είναι Παρασκευή.
Δακρύζω πολύ, χαμογελάω λίγο, τα μαύρα κρέπια κυματίζουν μεσίστια στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
Τους στίχους του Ρίλκε ψιθυρίζω σαν επωδός, επαναλαμβανόμενα, συνεχόμενα, αδιάλειπτα.
Κοιτάζω τους ανθρώπους στον ηλεκτρικό. Μου φαίνονται γνώριμοι. Κάπου τους έχω ξαναδεί, λένε ότι στα όνειρά μας, όταν βλέπουμε ανθρώπους άγνωστους, στην ουσία δεν είναι άγνωστοι, κάπου κάποτε τους έχουμε συναντήσει ανύποπτα, φευγαλέα, απλά δεν τους θυμόμαστε.
Ο αέρας ανακατεύεται με τις εξατμίσεις, τα λάδια, τη βενζίνη, το πετρέλαιο, τα αρωματικά των αυτοκινήτων. Και ο ήλιος χαμηλώνει, χάνεται πίσω από τις τεράστιες πολυκατοικίες, δεν συνάντησα ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα φύλλο, μόνο αποτσίγαρα, χαρτιά, πεταμένες συσκευασίες τροφίμων. Άνθρωποι μαζί και ο καθένας μόνος του, και η πόλη πιο μόνη από ποτέ. Οι πόλεις, όσο πολύβουες κι αν είναι, αποπνέουν μία αβάσταχτη μοναξιά.
Copyright © Νεφέλη Πηγή All rights reserved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Αθανάσιου Μίχου [Ατομική έκθεση έργων HOME Figura X]