Γιάννη Σμίχελη
α
Ξύπνησαν τα παραθυρόφυλλα στα πέρατα της καταχνιάς
κι άρχισαν να φτεροκοπούν ίλιγγο,
τα νεύρα σαν ηλεκτρικά σαλπίσματα γκαζώνουν στα μάτια
της Ευαγγελιστρίας λες και το μωράκι, ο Χριστός, έχει από πριν τη γέννα
αναληφθεί στα διαζώματα της παγανιστικής απολύμανσης,
τα σουτιέν σουτάρουν πορτοκάλια στους λειμώνες των νταβανόπροκων,
η καθαρίστρια έχει εξυγιάνει τις μασέλες των παπιγιόν κι όλοι
οι τζιτζιφιόγκοι ανασαίνουν αποποίηση της αρχής των πεντάρφανων,
με τα όργανα να πορνογραφούν τα βαφτίσια της θείας καπότας,
ένας βοσκός πετάγεται από μέσα της και με το σουράβλι του
γράφω την σύνθεση των άγιων γνάθων. Τα ματόκλαδα των
παραδόπιστων έχουν σκάψει στα ερείπια της κατήχησης
για να βρουν τον μαύρο χρυσό της λαγνείας,
το τερματικό του τερματισμού των τερμιτών της αποτελμάτωσης
είναι ο βαλτός της βαλτωμένης βάλτωσης. Στην ακινησία όλα έχουν
το δικαίωμα της κίνησης στον ακίνητο πλανήτη. Τα μηρυκαστικά
μασουλάνε τα πιο αμάσητα νέα της τρομολαγνείας,
ο θάνατος πια είναι μια παράταιρη ατάκα, σπόντα στη ζωή που
ατύχησε στη γέννα της. Όταν θα γίνουν τα πούπουλα άνθρακες
τότε και η κλιματική αλλαγή θα δηλώσει νύχτωση. Περνά ένας
κομήτης, τον αρπάζεις από το κεφάλι και με τη μύτη του
καθαρίζεις τα δόντια της παράνοιας. Κάπως έτσι ξυπνά η λογική
στα αίματα της μνησικακίας
β
Έπεφταν τα χαστούκια βροχή. Παφ, πουφ, σκαμπλ, σπλατς, πατς, πουτς
τόσο χαστουκομάνι μήτε στο Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο. Τα λαδωμένα δάκτυλα του μάγειρα έσκαγαν όπου έβρισκαν ψαχνό σαν χειροβομβίδες, νεροσακούλες και η σκηνή
κλαυσίγελου θύμιζε σχολικό πάρτι πριν τις καλοκαιρινές διακοπές αποφοίτων και ρινγκ
οικογενειακού δράματος με σαφές το ανδρικό πλεονέκτημα. Το θηλυκό να πασχίζει μια
άμυνα δίχως ελπίδα
Να μην προλαβαίνει να μετρά. Πλάκωσαν κάποια στιγμή οι δικαστές κι αποσύρθηκαν
αφού ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία με τις αναπαραστάσεις των πιο
σημαντικών σκηνών από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές με την ίδια ένταση. Στο τέλος
αποχώρησε η γίδα, βραστή, σε βαθύ πήλινο πιάτο με πιπέρι μαύρο τριμμένο της
στιγμής και τα μπιρμπιλωτά της μάτια ξεκίνησαν την πιο απίστευτη παρέλαση μπρος
στους έκπληκτους θεατές. Άρχισαν να προβάλουν το έργο όπως ακριβώς συνέβη, σαν να είχαν αμοντάριστα πλάνα ενός ντοκιμαντέρ. Το κοινό στην αίθουσα πάγωσε, οι ένορκοι άρχισαν να τρέμουν ενώ οι μασέλες των δικαστικών λειτουργών χτυπούσαν σαν μπαγκέτες ντράμερ σε αποκορύφωση ονείρωξής τους. Προς το τέλος της διαδικασίας εμφανίζονται
κούνελοι ν' απολογηθούν για τα εγκλήματα κατά των ανηλίκων υιών τους μπρος στις
μάνες και γυναίκες τους κουνέλες. Ο μάγος τραβάει τότε το σεντόνι και χύνεται ένα
διαμελισμένο σώμα γυναικείο στο πάτωμα με τέτοια χάρη που να εξωθεί τις κρεμάστρες σ' αυνανισμό. Μόλις επανασυνδεθήκαν τα κομμάτια ο κόμματος άρχισε να δείχνει τα καλή του με τέτοια λάγνα χορευτική ηδυπάθεια ώστε όλοι οι αρσενικοί αυτοκτόνησαν μαζί επί τόπου με σερβιέτες λεπίδες. Όταν πια έφτασαν οι οδοκαθαριστές τα έδρανα έκλαναν
μέντες κι από το ξύλο τους πετάγονταν καμπανοαρχιδάκια κρεμαστά ως λευκά άνθη και
ορχιδέες αιδοία που έψελναν τον απόπατο του πάτου της βάρκας στον πυθμένα του
απύθμενου τέλους. Δεν γίνεται να τρως το κατσικάκι ξεχνώντας εσκεμμένα πως το έσφαξε ο σφαγέας που δεν θέλεις να είσαι εσύ, ο συνδαιτημόνας στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι για να μην πάρεις το κρίμα του εγκλήματος στον λαιμό σου αλλά ν' απολαμβάνεις την λεία του σαν ουδέτερο υλικό αντικείμενο της μαγειρικής τέχνης και ν' απαιτείς τα δικαιώματα των αδύναμων να τηρούνται. Όσο όλα είναι σύμβαση επιβολής της κεντρικής εξουσίας ή μιας πλειονότητας αλλά επαναλαμβάνεται το έγκλημα ως φυσικό της φύσης άλλο τόσο και δεν θα τηρείται το γράμμα τους και σε κάθε ευκαιρία μη παρακολούθησης ή χαλάρωσης ή αβλεψίας των αστυνομικών μέτρων θα παραβιάζεται ως μη συμβατό με τη φύση της φύσεώς μας. Αφύσικες κοινωνίες προσαρμόζονται με την ίδια βία που τις ίδρυσε στο περιεχόμενο της φύσης που ο άνθρωπος όρισε για να ξεφύγει από αυτήν αποτυχόντος παταγωδώς κι εξαρχής.
γ
Δεν έχουν τα τύμπανα ήχο. Το κρυολόγημά τους έχει παγώσει την μεμβράνη
Το ελάχιστο κτύπημα θα την τρυπήσει. Η ελαστικότητα έχει χαθεί και ο παλμός δεν είναι δυνατός. Διαφυγή δεν υφίσταται. Η σιγή είναι αναπόφευκτη μέχρι να αναρρώσουν οι ίνες της ορμής. Ένα φύλλο ξεραίνεται στη γωνία της πλεκτάνης. Η ιστορία έχει υφάνει τον ιστό της κι όλα εγκλωβισμένα στην ακινησία της επιβίωσης δεν μετράνε ούτε τον χρόνο. Τα δευτερόλεπτα έχουν βαρύνει τόσο ώστε πέφτουν στο κενό και σπάνε τις αιχμές τους
στο σκοτάδι. Η κιθάρα έχει τυλίξει το μπράτσο της γύρω από την παρτιτούρα και οι
νότες βουρκώνουν δίχως κιχ. Ο θάνατος παραμονεύει και ο χάρος χασμουριέται από
πλήξη, δεν αντιστέκεται κανείς. Ακόμη και το τίποτα δεν ξέρει τι να κάνει. Τα
πλήκτρα ξεκολλάνε από το πιάνο και δίχως χαιρετούρες κατευθύνονται διακριτικά στην
υψικάμινο. Οι μελωδίες έχουν σφραγίσει το βαρέλι των εμπνεύσεων. Το θωρηκτό των
ενόχων βουλιάζει αργά και βασανιστικά στον ωκεανό της αηχίας. Στο περιοδικό των
σοφιστών σελίδες δίχως συντεταγμένες, οι λέξεις κολυμπάνε στο λευκό χαρτί σαν
ναυαγοί εξαντλημένοι και χάνονται η μια μετά την άλλη στην ασάφεια. Τέλος; Ποτέ
δεν υπάρχει από μόνο του παρά μονάχα μαζί με την κάποια αρχή, αλλά αυτή είναι καλά κρυμμένη μέσα του, να μην την βρουν οι κιβδηλοποιοί και την μαγαρίσουνε.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος δεύτερο: Σημειωματάριο.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Luiz Zerbini.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.