Γεωργίου Κονίδη
Κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν συζήτηση αρπάζοντας το ψωμί που σε λίγο θα γινόταν κομμάτια από τα δολοφονικά τους δόντια.
Το τσάι ζεστό μέσα στο πλαστικό πράσινο δοχείο, περίμενε μαρτυρικά τον θάνατό του μέσα στα στόματα των τεράτων.
Έβλεπε τις σκοτεινές σπηλιές, τα απαίσια δόντια με την ανατριχιαστική γλώσσα πριν τη κατάληξή του στη σκοτεινή φυλακή του στομαχιού.
Το χέρι άρπαξε την κανάτα να βάλει στο ποτήρι του.
Το τσάι έκλεισε τα μάτια του – εάν είχε μάτια
Ξαφνικά ακούει μια φωνή, άστο μην πίνεις, έχω στην τσέπη μου το καλύτερο ουίσκι για όλους.
Τα ποτήρια τους γέμισαν με ουίσκι και το τσάι αφέθηκε στην άκρη του τραπεζιού ελεύθερο να πεθάνει χωρίς κανείς να το σκοτώσει.
Κρυώνει σιγά σιγά μόνο του, πεθαίνοντας γεμάτο ευγνωμοσύνη για το αμαρτωλό ουίσκι που το έσωσε από τα τέρατα.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Mary Heilmann