Αλέξανδρος Πιστοφίδης: Κατ' αρχάς, δεν νιώθω επαγγελματίας συγγραφέας. Οι ιδέες όλων των βιβλίων μου προήλθαν από «ανάγκες», που έγιναν «εμμονές». Η ιδέα-ανάγκη-εμμονή του συγκεκριμένου βιβλίου «Το ανυπεράσπιστο αγόρι», γεννήθηκε ένα βράδυ του 1968, όταν συζητώντας με τον κατά 17 χρόνια μεγαλύτερό μου σύζυγο της αδερφής μου, του έλεγα το πόσο υπερήφανος είμαι για το χωριό μου, στο οποίο δεν έγιναν κατά την Κατοχή και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου τα εγκλήματα που έγιναν σε άλλα μέρη της Ελλάδος, για να πάρω την απάντηση: «Ήμουν δώδεκα χρονών το 1942 όταν είδα συγχωριανούς μας να σκοτώνουν έναν συγχωριανό μας αντάρτη στην πλατεία του χωριού μας με πέτρες.».
Ήμουν 19 ετών και έμεινα άναυδος και αμίλητος για μερικά λεπτά, σαν να έφαγα εγώ ο ίδιος τις πετριές. Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ κάποια βράδια και αυτό που στην πορεία με συγκλόνισε περισσότερο ήταν η τύχη του δεκάχρονου αγοριού του θύματος που είδε τον πατέρα του να λιθοβολείται από συγχωριανούς και γείτονες.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Α.Π.: Το γράψιμο μερικούς μήνες, αλλά η αναζήτηση στοιχείων σχεδόν 50 χρόνια. Υπήρξαν εκατοντάδες αυτόπτες μάρτυρες, που γνώριζαν, αλλά δεν απαντούσαν σε ερωτήματα γι' αυτά που είδαν. Άρχισαν να μιλούν αφού είχαν αποβιώσει όλοι οι πρωταγωνιστές του λιθοβολισμού, οι οποίοι υπήρξαν όλοι συνεργάτες των Βούλγαρων κατακτητών του χωριού μου και, μετά το τέλος του πολέμου, μεταμορφώθηκαν όλοι σε υπερπατριώτες και συνεργάτες των υπηρεσιών ασφαλείας κατά των κομμουνιστών.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Α.Π.: Παρότι δεν συμπαθώ τις ετικέτες και είχα πάντα κατά νου να αποφύγω συνταγές ή τεχνικές γραφής άλλων συγγραφέων που ε΄΄ιχα διαβάσει κατά καιρούς, γράφοντας με μοναδικό κριτήριο την αλήθεια, δεν μπόρεσα να αποφύγω επιρροές από τους Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Μαρσέλ Προυστ και Τζέιμς Τζόυς σε προσωπικές σκέψεις και εσωτερικές αναζητήσεις δεκαετιών. Με λίγα λόγια, θα το χαρακτήριζα ένα πεζογράφημα με στοιχεία δοκιμίου, αποκαλυπτικού ρεπορτάζ και ψυχογραφήματος.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Α.Π.: Πρόκειται για αληθινή ιστορία, η οποία συνέβη το Μάρτη του 1942, σε ένα χωριό της βουλγαροκρατούμενης Δράμας. Με αφορμή τον επιχειρούμενο εκβουλγαρισμό των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ξεσπάει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1941 η πρώτη μαζική εξέγερση στην κατεχόμενη Ελλάδα και η δεύτερη σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, κατά των δυνάμεων κατοχής. Η εξέγερση έγινε διεθνώς γνωστή ως «Εξέγερση και σφαγή της Δράμας», αναπτερώνοντας το ηθικό των κατακτημένων λαών της Ευρώπης!
Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ακολούθησαν μαζικές εκτελέσεις αμάχων από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής στην πόλη της Δράμας καθώς και σε πολλά χωριά του νομού. Έξι περίπου μήνες μετά, συλλαμβάνεται ο τελευταίος αντάρτης, μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού του και αφού προπηλακίζεται και λοιδορείται, από συνεργάτες των Βουλγάρων παρουσία του δεκάχρονου γιου του, φονεύεται δια λιθοβολισμού και το άψυχο σώμα του πετιέται στον σκουπιδότοπο του χωριού.
Το περιεχόμενο του βιβλίου αναφέρεται στην περιπετειώδη ζωή του δεκάχρονου γιου του θύματος, το οποίο κατέληξε σε μια από τις 58 παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, «για να μεταμορφωθεί σε ένα γνήσιο Ελληνόπουλο, πιστεύοντας ότι ο πατέρας του ήταν ένας εγκληματίας»!
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Α.Π.: Δεν το διάβασα μετά την εκτύπωση, οπότε δεν μπορώ να σας πω τι ακριβώς. Εάν δεν μου άρεσε κάτι συγκεκριμένο δεν θα το έδινα προς εκτύπωση.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Α.Π.: Δεν μπορώ να μιλήσω για αγαπημένο ήρωα. Ένιωσα θαυμασμό για το λιθοβολημένο πατέρα-αντάρτη και συμπάθεια για το ανυπεράσπιστο αγόρι του.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Α.Π.: Αυτό θα εξαρτηθεί απ' το τι μπορεί να περιμένει ο αναγνώστης από μια αληθινή ιστορία αυτοθυσίας, προδοσίας, συλλογικής υστερίας όχλου, φρίκης και διάλυσης του κοινωνικού ιστού μιας μικρής κοινωνίας, όπου μέσα σε λίγες ώρες μεταμορφώθηκε σε μια αγέλη.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Α.Π.: Το μέλλον του γιου μου.
Φοβάστε...
Α.Π.: Φοβάμαι για την επανάληψη παρόμοιων καταστάσεων που θα καλλιεργήσουν τέτοια απάνθρωπα συμβάντα, δίχως ποτέ να τιμωρηθούν οι πρωταγωνιστές. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έγραψα το παρόν βιβλίο, ελπίζοντας να μην επιτρέψουν οι επόμενες γενιές να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, αν και όλα δείχνουν ότι ο φιλοτομαρισμός και η αντίληψη του «δεν με νοιάζει αν έξω γίνεται χαμός, αρκεί να περνάω εγώ καλά» καλλιεργούνται συστηματικά από τα ΜΜΕ και όχι μόνο.
Αγαπάτε...
Α.Π.: Πρωτίστως τους ανθρώπους.
Ελπίζετε...
Α.Π.: Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι ήταν μικρά παιδιά, κατά τη διάρκεια του λιθοβολισμού δεν βρέθηκε κανένας από τους πολλούς ενήλικες, οι οποίοι ήταν παρόντες, που να προσπάθησε να αποσοβήσει το αποτρόπαιο συμβάν, ούτε καν κάποιοι ιερωμένοι που ήταν παρόντες.
Θέλετε...
Α.Π.: Θέλω και ελπίζω, το βιβλίο να βάλει ένα μικρό λιθαράκι στη δημιουργία ανθρώπων όπως τους περιγράφει ο Ρ. Κίπλινγκ στο εμβληματικό ποίημά του «Αν», αν και δεν πιστεύω ότι το βιβλίο συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία τέτοιων ανθρώπων. Η γνώση από μόνη της, δίχως τη διάθεση για αλλαγή, δηλαδή μάθηση, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Α.Π.: Εκείνοι που ενδιαφέρονται για την ιστορία και τη δημιουργία μιας πιο δημοκρατικής, δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Α.Π.: Η λέξη πρέπει δεν έχει θέση στην ανάγνωση ενός βιβλίου.
Γιατί δεν πρέπει;
Α.Π.: Δεν πρέπει να το διαβάσει εκείνος που έχει στερεότυπα και ιδεολογικές ή θρησκευτικές προκαταλήψεις, διότι θα βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα, τα οποία θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις στερεότυπες αντιλήψεις του.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Α.Π.: Μπορείτε να το παραγγείλετε σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Α.Π.: Το e-mail μου είναι: pistofidisal@gmail.com.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Α.Π.: Το γκρι και το πράσινο.
Ποια μουσική;
Α.Π.: Το Requiem του A. Mozart και το What A Wonderful World του L. Armstrong.
Ποιο άρωμα;
Α.Π.: Της ελπίδας.
Ποιο συναίσθημα;
Α.Π.: Της ενσυναίσθησης.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Α.Π.: Θεατρικό έργο.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Α.Π.: Αυτό που είμαι.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Α.Π.: Ντοστογιέφσκι και Μπουκόφσκι.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Α.Π.: Ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική».
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Α.Π.: Εξαρτάται απ' τον βαθμό ταύτισης με τους ήρωες και τη ψυχική διάθεση της στιγμής.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Α.Π.: Και τα δύο.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Α.Π.: Το άγγιγμα της ψυχής του αναγνώστη.
Τι την αποτυχία;
Α.Π.: Το αντίθετο.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Α.Π.: Ποτέ.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Α.Π.: Τους στίχους του Πίνδαρου από τους Πυθιόνικους:
«Αγαπημένη μου ψυχή, πάψε να ποθείς αιώνια ζωή
Σπεύσε και εξάντλησε αυτή που έχεις,
Όσο καλύτερα μπορείς»,
αλλά με μέτρο.
Ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης απάντησε το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για το βιβλίο του Το ανυπεράσπιστο αγόρι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Όταν αρχίσανε να τόνε λιθοβολάνε, με πρώτον εκείνον που με είχε σπρώξει πριν, τρόμαξα, τρόμαξα πολύ… Πίστεψα πως θα με σκοτώσουνε και μένανε… Αθόρυβα, για να μη με πάρουνε μυρωδιά, έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, να κρυφτώ, όχι στο σπίτι μας, αλλά στο νεκροταφείο που είναι έξω απ' το χωριό… Μπήκα μέσα σε ένα ανοιγμένο μνήμα και σε μια άδεια κάσα από μισοσαπισμένο ξύλο. Έριξα κάποια κλαδιά κάτω σαν στρώμα, που τα έκοψα από τα κυπαρίσσια και σκεπάστηκα με κάποια άλλα γιατί κρύωνα… Έμεινα κρυμμένος ανάμεσα στους τάφους δυο μερόνυχτα τρέμοντας απ' τον φόβο μου και το κρύο… Δεν μπορούσα ούτε να κλάψω απ' τον τρόμο που πήρα… Θα πρέπει να έκλαψα ύστερα από πολλά χρόνια, ένα βράδυ... όταν με κλείσανε στην παιδούπολη της Φρειδερίκης στη Λέρο και εκεί ηρέμησα για πρώτη φορά στη ζωή μου... Δεν πρέπει να ήμουνα ούτε δέκα χρονών.
Ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης γεννήθηκε στα Κύργια Δράμας. Σπούδασε οικονομικά στην Ελλάδα και στη Γερμανία, για να ακολουθήσει εντέλει το όνειρό του, να ασχοληθεί περισσότερο με τον πολιτισμό, την εκπαίδευση ενηλίκων και το γράψιμο, παρά με την επιστήμη, που ασχολείται με τη δημιουργία υλικού πλούτου. Εργάστηκε δέκα χρόνια στο Übersee-Museum της Βρέμης, ως επιστημονικός συνεργάτης και συντονιστής εκθέσεων, και πάνω από είκοσι χρόνια ως εκπαιδευτής ενηλίκων, ως μεταφραστής και ως freelancer σε ελληνικά και γερμανικά ΜΜΕ και blogs ποικίλης ύλης. Το παρόν είναι το πέμπτο του βιβλίο.
Διεκδικήστε το!
Οι εκδόσεις Ελκυστής προσφέρουν το βιβλίο σε έναν τυχερό αναγνώστη. Για να συμμετέχετε στην κλήρωση κλικάρετε εδώ και συμπληρώστε τη φόρμα. Παρακαλώ, σημειώστε τα παρακάτω:
Διαβάστε τους όρους. Συμμετοχή στην κλήρωση, που θα γίνει μετά τις 27 Δεκεμβρίου 2024, σημαίνει αποδοχή των όρων. Το βιβλίο θα αποσταλεί/παραδοθεί στον τυχερό από τον εκδότη. Αυτή η δωροθεσία είναι πανελλήνια.
Διαβάστε τους όρους. Συμμετοχή στην κλήρωση, που θα γίνει μετά τις 27 Δεκεμβρίου 2024, σημαίνει αποδοχή των όρων. Το βιβλίο θα αποσταλεί/παραδοθεί στον τυχερό από τον εκδότη. Αυτή η δωροθεσία είναι πανελλήνια.