Όλγας Δημοσθένους Καλύβα
Νύξ δ ἒτεκε... καί Ὀιζύν ἀλγινόεσσαν
Θεογονία, Ηδίοδος (211-225)
μες στο βόρβορο,
που θωπεύει τους απειρόκαλους μαύρους ωσάν τη νυχτιά βοστρύχους της ήβης της,
κρυφά ηδονίζεται αγγίζοντας δειλά το χώμα.
Το κορμί κυρτό πολύγωνο μ' άκανθο σφιχτοδεμένο,
πόδια σα νιόβγαλτα κλαράκια ισχνά και τρυφερά, ορθάνοιχτα σε καθόδους κι ανόδους μυρίων ίσκιων, χαράζουν διαδρομές με κλίση δαχτύλων εσωτερική κι άγνωρη στους αιώνες·
χέρια σταυρωμένα κι αφημένα σε πόδια νεκρά βαστούν το βάρος τ' ασήκωτο της αθλιότητας της επώδυνης,
καθώς λιμνάζει του μετώπου η ρωγμή·
στήθη απρόσιτα, μικρά σπουργίτια που τα δέρνει ο χιονιάς, φωλιάζουν σε γιομάτη αλύτρωτους καρπούς κοιλιά·
Τα μάτια άφαντα κι υγρά, πατρίδα δεν έχουν να σταθούν κι ο νους στη ζαρωμένη να θωρεί καταφύγιο τη θλίψη.
Copyright © Όλγας Δημοσθένους Καλύβα All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Alexis Soul-Grey
(Στεντόρειοι ψιθυρισμοί, Κέφαλος, 2021)