Γιάννη Σμίχελη
Το ζήτημα του εθνικισμού μάς είχε κάνει τα νεύρα τσατάλια. Βασικά τον αρνούμασταν για να τον επιβεβαιώνουμε ασυνείδητα στις εκδηλώσεις της ζωής μας που μόνο έμμεσες σχέσεις με αυτόν έχουν. Βέβαια υπάρχει και ο πατριωτισμός αλλά δεν παύει να είναι κι αυτός ένα είδος εθνικισμού, γιατί η διαδοχή γενεών επιβεβαιώνει την αλυσίδα μετάβασης περιουσίας, παραδόσεων, αξιών, κοινωνικών εμπειριών και μαζικών βιωμάτων από τις προηγούμενες στην επόμενη γενιά. Μόνο που σήμερα ζούμε μια ανατροπή, οι γενιές των γονέων έχουν γκρεμίσει τη ζωή και των μέλλον των παιδιών τους με όρους πολυδιάστατης κρίσης σε βαθμό παρακμιακής σήψης, όποτε είναι αναρμόδιοι ως προς την κλασική έννοια του όρου κοινωνική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς, των παιδιών που έχουν γεννηθεί από το ενενήντα και μετά, κι ανίκανοι της παράδοσης κληρονομιάς αφού την έχουν υποθηκεύσει για έναν αιώνα. Όταν ο δάσκαλος είναι σκάρτος οι μαθητές αναλαμβάνουν τη μόρφωσή τους μέσα από την αυτοδιδακτική και αλληλοδιδακτική μέθοδο. Επομένως ο πατριωτισμός ακυρώνεται και αντικαθίσταται από τον παιδισμό. Δηλαδή η κοινωνία δεν ακολουθεί τα χνάρια των πατέρων της αλλά τους όρους επιβίωσης και διάσωσης των παιδιών τα οποία μεγαλώνουν σ' αυτήν. Όμως πολλά παιδιά, ενώ γεννήθηκαν ή μεγαλώνουν στη χώρα, έχουν γονείς μετανάστες ή πρόσφυγες που προέρχονται από άλλες, κατά συνέπεια οι απόγονοι αυτοί ορίζουν την κοινωνία όχι με τις διδαχές των προγόνων τους αλλά με τους όρους της επιβίωσης και διαβίωσης εφόσον αρθούν οι απειλές κατά της ύπαρξής τους ως άνθρωποι και πολίτες. Αυτό έχει ως επακόλουθο να ακούμε τα θέλω και τις άγουρες σκέψεις της νεολαίας αντί τις ξοφλημένες συνταγές των μεσηλίκων και ηλικιωμένων. Το ορθό, ώριμο, σωστό, λογικό, ηθικό, αξιόπιστο, καθολικό, συλλογικό, ωφέλιμο, καλό, επανορίζονται ριζικά από την νεότητα και όλο το περιεχόμενο του πολιτισμού αντιμετωπίζεται κριτικά έως καχύποπτα και απαξιωτικά σε σημείο αδιαφορίας ή καταστροφής αυτού, όπως μια παραγωγική μονάδα σε πτώχευση και κλείσιμο της οποίας ο εξοπλισμός και τα εναπομείναντα προϊόντα επαναξιολογούνται ανάλογα τις ανάγκες των νέων. Το χρήσιμο ορίζεται πια από την πρακτική εμπειρία των νεαρών ατόμων που παλεύουν να ζήσουν με ένα χρέος αιώνων στο κεφάλι τους για το οποίο δεν ευθύνονται. Καταλαβαινόμαστε; Ο πατριωτισμός λοιπόν ο οποίος θεωρητικά παραπέμπει στον ιδρυτή του γένους, τον Έλληνα, σ' έναν Μυρμιδώνα, πρόγονο του Αχιλλέα, ορίζει την γενεαλογική σειρά σύμφωνα με το ανδρικό φύλο και τους πατέρες των απογόνων, έτσι λοιπόν, αυτό το πατριαρχικό μοντέλο διαδοχής των γενεών δίνει περιεχόμενο στην πατρίδα, τη γη των πατέρων κι από κει συνεπάγεται και ο πατριωτισμός. Η συμβολή της μητέρας πολιτιστικά προσδιορίζεται στη γλώσσα αφού το παιδί μαθαίνει την μητρική του μόλις γεννηθεί. Όποτε υπάρχει μια εξισορρόπηση στον ρόλο των φύλων ως προς τη διαμόρφωση της ταυτότητας του νεογέννητου. Σήμερα όμως στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι που μοιάζει με την εμπειρία του γερμανικού λαού επί ναζισμού. Η γενιά των πατέρων, αν και η πιο μορφωμένη κι ευκατάστατη σ' ένα βράδυ κυριολεκτικά, από το «λεφτά υπάρχουν» και λίγο νωρίτερα με την απίστευτη σπατάλη στους Ολυμπιακούς αγώνες, επέλεξε τη χρεοκοπία του ελληνικού θαύματος, όπως χαρακτήριζε η κυβέρνηση Σημίτη τη χρηματιστηριακή φούσκα του 2000, και μέσα σε μια δεκαετία διπλασίασε το χρέος του χρεοκοπημένου παρακρατικού κράτους και εξαθλίωσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού με κύρια θύματα τη νέα γενιά που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Έτσι δεν υπάρχει πατρίδα πια αλλά τα πτωχευμένα και υπερχρεωμένα τέκνα της υπαίτιας γενιάς της κατάρρευσης. Όποτε πια, για να οριστεί ο λαός πέρα από έθνος και πατριωτισμό, χρειάζεται ο πληθυσμός να επικεντρωθεί στις ανάγκες κι απαιτήσεις και τρόπους δράσεις των παιδιών του.
Θα τελειώσω αυτό το γραπτό με την παρακάτω αφήγηση, γιατί είναι η πεμπτουσία της ζωής μου. Χριστούγεννα του ενενήντα οκτώ, βρεθήκαμε στην Αθήνα να γιορτάσουμε μαζί στο πατρικό της. Είχε πια χωρίσει από τον θετό της μπαμπά, αυτό έλεγε τότε, διότι αργότερα θα τον ξανάβρισκε, με τους υπόλοιπους υποτίθεται πως το είχε λήξει, τα ληγμένα έχουν την πιο δραστική επίδραση όπως φάνηκε σ' αυτήν αργότερα, όσο πιο τελειωμένο τόσο και πιο μαστουριάρικα καυλωτικά εξαρτησιακό. Είχα τα κλειδιά από το σπίτι του ανεκπλήρωτου πλατωνικού μου έρωτα, είχαμε στενές φιλίες, όποτε εκεί βγάλαμε τα μάτια μας για τα καλά με τη φιλόσοφό μου. Πάνω λοιπόν στ' άγρια ντουζένια μας μου ψιθυρίζει στο αφτί όλο ηδυπάθεια «χύσε μέσα μου, μέσα μου, μέσα μου» και σαν να συνδέθηκα πλήρως με όλο τον κόσμο του σύμπαντος και άντλησα το μεδούλι του για να εκσπερματώσω στα βάθη της αβύσσου του αιδοίου της. Έκσταση παραληρηματική. Όταν λοιπόν βρεθήκαμε μετά τις γιορτές στην Κρήτη για να δούμε τ' αποτέλεσμα και της έδωσα ένα τεστ εγκυμοσύνης όπου αποδείχτηκε ότι ήταν θετικό της άναψαν τα λαμπάκια, δεν το θέλω μου λέει κι έμεινα κάγκελο. Ορίστε; Προσπάθησα μαζί με τον γυναικολόγο να την μεταπείσουμε ώστε να κρατήσουμε το παιδί. Πίστευα ότι ήταν δικό μου. Αυτή δεν ξέρω τι ήξερε και όπως ξέρετε μόνο η εγκυμονούσα γνωρίζει τα της σύλληψης αφού τα πράττει όλα με την συμμετοχή του σώματός της. Σωστά; Μετά το χειρουργείο ήταν όλο τρελή χαρά, σαν να πετούσε στους πέντε ουρανούς, στον έβδομο έφτασε όταν ξαναβρήκε τους τελειωμένους κι άρχισε τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. Βέβαια κατά την επιστροφή με το λεωφορείο στο σπίτι μουγκαμάρα, σαν να είχε βυθιστεί στο εκατοστό πάτωμα του πάτου του βυθού. Τι να πω, οι ψυχικές διακυμάνσεις αυτής της κοπέλας ήταν ένα ασανσέρ ουρανοξύστη στο πολύ γρήγορο. Το πιο κρίσιμο όμως είναι ότι αυτή το ξεπέρασε κaι απέκτησε παιδιά, εγώ δεν το κατάφερα αυτό και το μόνο που πέτυχα ήταν να ταυτιστώ με το θύμα της άμβλωσης και να πασχίζω να ζήσω τη ζωή που του στερήσαμε ως να είναι αυτό στη θέση μου. Πλήρη παράνοια. Και εις ανώτερά μου. Τέλος τελειωτικό.
Ως υστερόγραφο θα ήθελα να τονίσω τον τρόπο που όριζε την εχεμύθεια και τη διακριτικότητα. Στον γυναικολόγο εξήγησα πως η αρνητική της στάση οφείλεται στο γεγονός πως αυτή μόλις είχε χωρίσει και είχαμε καπάκι συνάψει σχέση, αυτό βέβαια ήταν δίκη μου φαντασίωση, γιατί στο μυαλουδάκι της πάντα έπαιζαν ως μπαλαντέρ οι καβάτζες ή ενναλακτικές όταν ζοριζόταν με τον επίσημο σύντροφο ο φιλόσοφος και ο συμφοιτητής και όποιος άλλος πιστός προσερχόταν για ένα στα πεταχτά. Σε συζήτηση με φιλενάδα της, όπου δεν μου την διηγήθηκε αλλά ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, τις ακούω να συζητάνε και λέει η κολλητής της πως ο δικός της πάσχει σύμφωνα με τον ψυχολόγο από διπολική διαταραχή, χασισοπότης κι αυτός, και μετά απευθείας πετάγεται στα γκομενικά για να τονίσει πως συνάντησε το έτερο αμόρε. Κι αναρωτήθηκα ποιες μπορεί να ήταν οι πηγές της ψυχικής διαταραχής του μόνιμού της. Η σύντροφός μου λοιπόν τόνισε στη συζήτηση περί της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης πως εγώ τα ξέρασα όλα στον γιατρό και δεν είχα κανένα πρόβλημα να κρατήσω το παιδί. Αυτό το εξέλαβε ως αδυναμία μου αντί ως φιλελεύθερη στάση μου και ως μία εκδήλωση του έρωτά μου. Το σύμπλεγμα στο μυαλό της ήταν όλα μαζί και γάμο για να την συντηρεί κάποιος μην χαλάει τη ζαχαρένια της και γκόμενους για να μην διαταράσσεται η καύλα της. Δεν είχε τα κότσια να πει αυτή είμαι αλλά το πήδημα μετά του ωφέλιμου. Δηλαδή είχε εξελίσσει την τακτική των καπακιών της αρματοκλεφτουριάς σε ιδιωτικό επίπεδο και δεν της αρκούσε μόνο το μαζί μου τρως και πίνεις κι άλλου πας και το δίνεις, όχι αλλά το πήγαινε παραπέρα, σου κάνω τη χάρη και πηδιέμαι μαζί σου, όταν και όποτε θέλω, αφού μου τα σκας για να με συντηρείς και όταν μου 'ρθει το δίνω κι όπου λάχει άμα λάχει. Έτσι λοιπόν έπαιζε με τους ώριμους, ευκατάστατους και τους ανώριμους νέους μέχρι να βρει τον γιατρό της κατάλληλης ηλικίας όπως επιθυμούσαν στο σπίτι. Όμως όλο αυτό έπρεπε να παραμείνει κρυφό στο πλαίσιο που το αντιλαμβανόταν, δηλαδή με τις απελευθερωμένες φιλενάδες έκανε το κομμάτι της αυτοπροβολής της, αλλά σε άλλες περιπτώσεις θίγονταν η αξιοπρέπειά της και ένιωθε ντροπή. Έπαιζε το τροπάριο επικερδές καυλωτικές συνευρέσεις με τον φερετζέ της διανόησης. Αν όλο αυτό συνδυαστεί με το περίφημο της ελληνικής κεντρικής πολιτικής σκηνής, το έθνος με τα ένδοξα μεγαλεία του παρελθόντος που τα ξεπουλά για να βγάλουν τα φράγκα τους ικανοποιητικώς τα τζάκια και η οικονομική ελίτ του τόπου, κατανοούμε πως το μείγμα ιδιωτικού δημοσίου που επικράτησε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, κυρίως από το ενενήντα και μετά, οδήγησε στην περίφημη πια πολυκρίση της κοινωνίας της.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος πρώτο: Παρακμιακοί λαβύρινθοι.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Φωτεινής Χαμιδιέλη.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.