Ο Σταύρος Χρ. Αναστασόπουλος και Τα αρχαία ελληνικά στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση: Μια πρόταση ακαδημαϊκής διδασκαλίας

Τα αρχαία ελληνικά στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση: Μια πρόταση ακαδημαϊκής διδασκαλίας, Σταύρου Χρ. Αναστασόπουλου

Κυκλοφόρησε αυτό το πολύ ενδιαφέρον πόνημα του δρ κλασικής φιλολογίας Σταύρου Χρ. Αναστασόπουλου Τα αρχαία ελληνικά στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση: Μια πρόταση ακαδημαϊκής διδασκαλίας, από τις εκδόσεις Κοράλλι. Και μπορεί ο υπότιτλος να οδηγεί συνειρμικά σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε καθηγητές και φοιτητές της φιλολογίας όμως, όπως θα δούμε παραστατικά παρακάτω, ουσιαστικά απευθύνεται σε άπαντες!
Είχα την ευκαιρία να το διαβάσω και, εν συντομία, το απόσταγμά του έχει ως εξής: επανεκκίνησα γνώσεις που είχαν πέσει σε λήθη μέσα στο κεφάλι μου ενώ, παράλληλα, έμαθα πράγματα και χωρίς να ζοριστώ (να βαρεθώ, να κοπιάσω...). Έτσι λοιπόν, όλοι όσοι είναι άνω των 18 έχουν από έναν καλό λόγο να ασχοληθούν με το υλικό αυτό που γράφτηκε με μεράκι (φαίνεται· αν το έχετε διαβάσει ή πρόκειται θα καταλάβετε) μετά από πολυετή πείρα ενώ εμπλουτίστηκε από τον συγγραφέα, μέσα στα χρόνια, από το 2019, που πρωτογράφτηκε, έως σήμερα.
Περισσότερα για όλα αυτά λέει ο ίδιος ο δρ Σταύρος Αναστασόπουλος απαντώντας στις ερωτήσεις μου...

Πώς προέκυψε η ιδέα; Ποιο ήταν το έναυσμα που σας κινητοποίησε να συγγράψετε αυτό το βιβλίο;
Σταύρος Χρ. Αναστασόπουλος: Κυρία Κουκίδου, κατ’ αρχάς αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχαριστήσω για την ευγενική σας φιλοξενία στον ποιοτικό ιστότοπό σας, που συντείνει και στην πνευματική μόρφωση των συμπολιτών μας. Πρέπει να σας πω ότι το βιβλίο μου με τίτλο «Τα αρχαία ελληνικά στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση: Μία πρόταση ακαδημαϊκής διδασκαλίας» (εκδόσεις Κοράλλι, 2024) αποτελεί, στην πραγματικότητα, επιστημονική και, εν γένει, πνευματική επέκταση του παλαιότερου βιβλίου μου «Τα αρχαία ελληνικά στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση: Πρόταση διδασκαλίας αγνώστου κειμένου» (εκδόσεις Πύρινος κόσμος, 2019). Τότε, το 2019, αισθάνθηκα, όντας και καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ότι εμείς οι διδάσκοντες τα φιλολογικά μαθήματα μένουμε, ενίοτε, στην επιφάνεια των πραγμάτων, προετοιμάζοντας όχι πολίτες υπεύθυνους, αισθαντικούς και με πνευματικότητα, αλλά κινούμενα ρομπότ, δηλαδή άκαρδους ανθρώπους, έτοιμους να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των καιρών αδιαφορώντας για το καθολικό (οι απαιτήσεις των καιρών δεν είναι πάντοτε καλές), έτοιμους να υποκύψουν στα πάντα για χάρη της τεχνολογικής προόδου ή της διευκόλυνσης της ζωής τους. Θέλησα, έτσι, πλάι στην συντακτική επεξεργασία των κειμένων, να προσφέρω ένα σύγγραμμα που θα αναλύει τα παρατιθέμενα κείμενα και υπό πρίσμα ερμηνευτικό, ως εκ τούτου και καθαρά πνευματικό. Φυσικά, το συγγραφικό εγχείρημα τού 2019 αντικαθρεφτίζει και το τότε γνωστικό μου επίπεδο.
Το νέο μου βιβλίο, τώρα, επεκτείνει αυτόν τον παρελθοντικό διανοητικό κορμό. Προσέθεσα νέα κείμενα προς εξέταση, εμπλούτισα όλα τα κείμενα με εκτενέστερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και, πλην αυτών, έγραψα γύρω στις 100 ολοκαίνουργιες σελίδες, κάτι που δικαιολογεί και τον νέο τίτλο. Συνολικά, πρόκειται, πια, για ένα σύγγραμμα αυθεντικά ακαδημαϊκό, χωρίς, ταυτόχρονα, να παύει να απευθύνεται και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Προσπαθώ, εν ολίγοις, να δείξω πώς ένας εν ενεργεία ερευνητής της κλασικής φιλολογίας, αλλά και συγγραφέας, πλέον, βιβλίων και δοκιμίων φιλοσοφίας διδάσκει τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Δεν υπαινίσσομαι, φυσικά, ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ανώτερος από τους συναδέλφους του· πρόκειται, επομένως, για την κατάθεση της ατομικής μου οπτικής, η οποία, βεβαίως, είναι ανοιχτή και στην κριτική.
Ο λόγος, εντούτοις, που έγραψα το βιβλίο τούτο δεν είναι μονάχα αυτός· αν θέλω να είμαι ειλικρινής, οφείλω να ομολογήσω ότι βλέπω την συγγραφική διαδικασία ως έναυσμα για διανοητική αυτοεξέλιξη. Είμαι ελάχιστα ευχαριστημένος με τα βιβλία που γράφω και με το που τα δημοσιεύω μου φαίνεται λες και η προγενέστερη ζωντάνια τους, το αειθαλές της φύσης τους δηλαδή, μετατρέπεται σε κάτι ακίνητο και νεκρό. Όσο γράφεις το βιβλίο, αυτό είναι δεκτικό στην ανατροπή· όταν το ολοκληρώσεις, πάει, τελείωσε, έχεις να κάνεις με ένα ακίνητο άγαλμα. Θέτεις ερωτήματα στο άγαλμα και σου απαντάει διαρκώς το ίδιο πράγμα, αυτό που διαβάζεις. Δυστυχώς, μπαίνω πάντοτε στον πειρασμό να διαβάζω ό,τι έχω γράψει και βρίσκω διαρκώς σημεία που αισθάνομαι ότι χρήζουν συμπλήρωσης, είτε και πλήρους αναθεώρησης. Η στάση μου αυτή άλλοτε επαινείται και άλλοτε επικρίνεται, αφού άλλοι σε θέλουν εύπλαστο στην πνευματική σου δράση και άλλοι ζητούν από σένα να είσαι αμετακίνητος, πάντοτε πιστός στις αρχικές σου πεποιθήσεις (λες και η ανυποχωρησία είναι δείγμα τιμιότητας). Να σας πω την αμαρτία μου, κυρία Κουκίδου, ποτέ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην άποψη των άλλων – αναφέρομαι πάντοτε στον συγγραφικό τομέα, όχι γενικά στη ζωή. Κάνω αυτό που κάνω, είμαι αυτός που είμαι και οι υπόλοιποι έχουν το δικαίωμα είτε να ενστερνιστούν τις αντιλήψεις μου, είτε και να τους ασκήσουν δριμεία κριτική. Τον εαυτό μου ψάχνω μέσα από τα συγγραφικά μου πονήματα και τώρα σας ομιλώ και ως συγγραφέας φιλοσοφίας. Τα θετικά σχόλια με ανακουφίζουν, κάπως, αλλά δεν με παρασύρουν (οι άνθρωποι δεν εννοούν πάντοτε τα καλά τους λόγια)· τα αρνητικά, από την άλλη, με προβληματίζουν, αλλά δεν είναι και ικανά να με θίξουν, εκτός, φυσικά, και αν έχω κάνει κραυγαλέα λάθη. Να με συμπαθάτε που εκφράζομαι σε προσωπικό τόνο, αλλά μιλάμε για ένα βιβλίο, το οποίο εκτός από φιλολογικό είναι σε διάφορα σημεία του φιλοσοφικό και, ενίοτε, και θεολογικό. Έτσι προσπαθώ να διδάσκω και τους μαθητές μου: αρχίζουμε από τον πλατωνικό Πρωταγόρα, επί παραδείγματι, αλλά πάντοτε καταλήγουμε να αναλύουμε τις εκφάνσεις της πολύπτυχης ζωής μας. Κάθε μάθημα, οποιοδήποτε μάθημα, πρέπει, εντέλει, να αποτελεί στροφή στον εαυτό μας.

Εκτός των καθηγητών και των φοιτητών της φιλολογίας, ποιες άλλες κοινωνικές ομάδες μπορούν να ωφεληθούν από το βιβλίο;
Σ.Α.: Σας ευχαριστώ για αυτό το πολύ όμορφο ερώτημά σας. Φρονώ πως, πια, κάνουμε φιλοσοφικό διάλογο και όχι συνέντευξη. Λοιπόν, δεν θα απέκλεια καμία κοινωνική ομάδα από την ανάγνωσή του, πώς γίνεται να εισηγηθώ κάτι τέτοιο; Αρχικά, θα επαναλάβω αυτό που λέτε: έχω την αίσθηση πως οι μαθητές του Λυκείου, οι φιλόλογοι που διδάσκουν στο Λύκειο, οι φοιτητές της φιλολογίας, αλλά και των υπολοίπων φιλολογικών τμημάτων, καθώς και οι καθηγητές αυτών των τμημάτων αποτελούν κατεξοχήν τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται το βιβλίο αυτό. Εντούτοις, πολύ ενδιαφέρον θα είναι το βιβλίο και για όσους ασχολούνται με τη φιλοσοφία ή και τη θεολογία. Συν τοις άλλοις, θα μπορούσε να διαβαστεί και από ανθρώπους που έχουν γενικότερα εσωτερικές αναζητήσεις. Με την αυστηρή έννοια του όρου «κοινωνική ομάδα» το σύγγραμμα απευθύνεται, ασφαλώς, σε όλους, δεν θα μπορούσε ένα επιστημονικό βιβλίο να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε ανθρώπους. Βέβαια, οι ασκούντες την φιλολογική επιστήμη, οι εραστές του φιλοσοφικού τρόπου ζωής και οι πιστεύοντες στον Χριστό θα το αγαπήσουν, μάλλον, λίγο παραπάνω. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να ωφεληθούν και οι υπόλοιποι από την ανάγνωσή του. Για παράδειγμα, οι πρώτες 100, σχεδόν, σελίδες του βιβλίου είναι καθαρά θεωρητικές-φιλοσοφικές και απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Νομίζω ότι αφορά όλους μας η υποβάθμιση των κλασικών σπουδών σήμερα και ο λόγος που συμβαίνει αυτό. Επίσης, υποθέτω πως όλοι οι αναγνώστες είναι περίεργοι να μάθουν, λόγου χάριν, γιατί θεωρώ ότι ο αυθεντικός κλασικός φιλόλογος είναι φιλόσοφος και θέλουν, ελπίζω, να δουν την σχετική επιχειρηματολογία μου. Άλλοι θα έχουν την περιέργεια να ανακαλύψουν τι εννοώ όταν λέω ότι στο παρόν βιβλίο προβαίνω σε επιστημολογική θεμελίωση της κλασικής φιλολογίας. Φυσικά, τα 34 κείμενα που έπονται και η συνακόλουθη ακαδημαϊκή ερμηνευτική τους πραγμάτευση απαιτούν σημαντική εξοικείωση με τις φιλολογικές σπουδές.

Προσωπικά, βρήκα εξαιρετικά χρήσιμη την ανάδειξη της χρησιμότητας των αρχαίων ελληνικών στη σύγχρονη εποχή, τις αιτίες βάσει των οποίων δεν θα μπορούσαμε να ξεκόψουμε τα αρχαία ελληνικά από τα νεοελληνικά όπως και το απόσταγμα της μίας, ενιαίας κι αδιαίρετης γλώσσας (άρα, συμπερασματικά, και της αναγκαιότητας να γνωρίσουμε/διδαχτούμε τα αρχαία ελληνικά). Θεωρείτε πως στη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή υπάρχουν ελλείψεις που θα έπρεπε να καλύπτονται από ανάλογα πονήματα;
Σ.Α.: Δίνετε, λοιπόν, και εσείς έμφαση στις πρώτες 100 σελίδες του βιβλίου και επιβεβαιώνετε όσα σας απάντησα προηγουμένως. Αγαπητή κυρία Κουκίδου, έγραψα αυτό το βιβλίο, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε ανάλογο στο είδος του, που να συνδυάζει όλα αυτά που με ρωτάτε. Δεν εκφράζομαι αλαζονικά· στο πανεπιστήμιο μάθαμε ότι κάθε μας συγγραφική απόπειρα οφείλει να είναι εντελώς ή, έστω, μερικώς ρηξικέλευθη. Στη δευτεροβάθμια κυκλοφορούν τα βιβλία που αποκαλούμε, συνήθως, «σχολικά βοηθήματα» ή και «λυσάρια». Δεν τα υποτιμώ, φυσικά, αφού συχνότατα τα συμβουλεύομαι, ώστε να εμπλουτίσω την διδασκαλία μου. Τα πονήματα, όμως, αυτά δεν ξεφεύγουν από την σχολική ύλη, ούτε προτείνουν νέο τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών, με λίγα λόγια δεν είναι συγγράμματα ακαδημαϊκά· προσπαθούν, απλώς, να αποσαφηνίσουν την διδακτέα ύλη και να προετοιμάσουν κατά τέτοιο τρόπο τους μαθητές, ώστε να πετύχουν στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Δεν είναι κακό αυτό, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Για μένα, όμως, δεν είναι επαρκές, διότι έτσι δεν υπερβαίνουμε την σχολική πρακτική.
Όταν διδάσκω, προσπαθώ να κάνω όλα όσα γράφω στο βιβλίο: πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο (είναι αυτό που αποκαλώ «συνειρμική περιδιάβαση στον κόσμο της αποθησαυρισμένης γραμματείας»), δηλαδή εκεί που μιλάω στους μαθητές μου για τον Πλάτωνα, τους λέω ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και μετά κάνω αναδρομή στα Δοκίμια του Michel de Montaigne. Βρίσκω, αυτοσχεδιάζοντας, τα σημεία που συνδέονται μεταξύ τους και κάθε μάθημα το αντιμετωπίζω ως μια νέα φιλοσοφική συνδιαλλαγή μεταξύ νεότερου και πρεσβύτερου. Εγώ, ως καθηγητής, δεν είμαι καλύτερος από τους μαθητές μου, μόνο πιο πεπειραμένος ίσως· πνευματικά τους θεωρώ ισότιμους, γιατί όλοι τα ίδια μεγάλα ερωτήματα θέτουμε για τη ζωή που ζούμε και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Σύστημα δεν τους διδάσκω ποτέ· τους κοινοποιώ, μεν, τις αντιλήψεις μου για τα πράγματα, αλλά τους προστατεύω από αυτές. Θέλω να γίνουν αυτόνομοι πολίτες με δική τους σκέψη. Όσοι, δε, από αυτούς ασχοληθούν με την πνευματική ζωή, θέλω όχι, απλώς, να με ξεπεράσουν, αλλά να μου ασκήσουν και αυστηρή κριτική. Ο αληθινός δάσκαλος χαίρεται όταν ο μαθητής αποκόπτεται από τον πνευματικό ομφάλιο λώρο του· αν δυσανασχετεί, δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος. Δείτε το και λογικά: είναι δυνατόν παιδιά που από τα 5 τους εξοικειώνονται με την τεχνολογία να μην υπερβούν επιστημονικά τη γενιά μου; Δεν υπάρχει περίπτωση, θα μας διαλύσουν – και καλά θα κάνουν. Αν αυτήν την εποχή έγραψα μια διδακτορική διατριβή 718 σελίδων, ανεβάζοντας, κάπως, τον πήχη στην επιστήμη μου, είμαι βέβαιος ότι, αν σε 20 χρόνια ήμουν με κάποιον τρόπο ξανά στην ίδια σπουδαστική φάση, θα έγραφα 1.200. Το διανοητικό επίπεδο ανεβαίνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, η βιβλιογραφία διαρκώς εμπλουτίζεται και έχουμε χρέος να συμβαδίσουμε, όσο μπορούμε.
Μεταβαίνω, τώρα, στο άλλο που με ρωτάτε. Δεν θέλω να επιμείνω πολύ στο ζήτημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αφού πρόκειται για θέμα που ιδεολογικοποιείται· και με τους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς δεν βγάζεις ποτέ άκρη. Τα ελληνικά ασφαλώς και αποτελούν μία γλώσσα, η οποία χωρίζεται στις διάφορες ιστορικές της φάσεις. Πιστεύω ακράδαντα, επίσης, πως καλή γνώση των αρχαίων ελληνικών συνεπάγεται και δυνατότητα για σύνθετη σκέψη, ακόμα και φιλοσοφική. Δεν επικαλούμαι τη γνωστή συνωμοσιολογία σύμφωνα με την οποία τα αρχαία ελληνικά ενισχύουν την λογική σκέψη ή δρουν ευεργετικά στον ανθρώπινο εγκέφαλο (ίσως η εκμάθηση πολλών γλωσσών να έχει τέτοιο αποτέλεσμα). Εμπειρικά, ωστόσο, σας λέω –με βάση το δικό μου παράδειγμα– ότι τα αρχαία ελληνικά, όπως και η ενασχόλησή μου με Έλληνες επιστήμονες και φιλοσόφους, που γνώριζαν άπταιστα τα αρχαία ελληνικά (φερ' ειπείν, η εξοικείωσή μου με τον Ιωάννη Συκουτρή και τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο), μου έχουν δώσει τη δυνατότητα να συγγράφω ποιοτικότερα ελληνικά. Βλέπετε πόσο απλά εκφράζομαι σε αυτήν την συνέντευξη, έτσι δεν είναι; Όταν, όμως, κάνω επιστήμη ή φιλοσοφία, σκοπός μου δεν είναι μόνο να μεταδώσω τα ευρήματά μου ή τις απόψεις μου· αντιθέτως, προσπαθώ να τα μεταδώσω αυτά στο αναγνωστικό κοινό μέσα από μια ελκυστική γλώσσα, ρέουσα στην αποτύπωσή της και καλλιτεχνικώς όμορφη. Σας το λέω αυτό, διότι πολλοί διατείνονται ότι η γλώσσα είναι ίδια στην προφορική και γραπτή της πτυχή. Δεν είναι ποτέ ίδια· φαντάζεστε ο Πλάτων να μιλούσε όπως έγραφε; Οι φίλοι του θα γελούσαν μαζί του. Σε μια συζήτηση, λοιπόν, μπορώ να πω: «Εγώ νομίζω ότι ο Πλάτωνας προσπαθεί να δείξει εδώ ότι δεν συμπαθεί τη δημοκρατία.». Αυτά είναι, μεν, σωστά ελληνικά, αλλά λίγα, φτωχά, με καταλαβαίνετε; Δεν είναι όμορφα, δεν είναι ελληνικά πνευματικού ανθρώπου που προσπαθεί να αφήσει έργο, δεν είναι ελληνικά που σε εμπνέουν. Όταν γράφω, θα πω: «Η βούληση του Πλάτωνος, εξόχως αποτυπωτική και της δυσμενούς εκ μέρους του αντιμετώπισης του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος, συναρμονίζεται εδώ και με...». Βλέπετε τη διαφορά; Και δεν είναι καθαρευουσιάνικα αυτά τα ελληνικά· πρόκειται για λόγια δημοτική. Στον γραπτό μας λόγο έχουμε, επομένως, χρέος να είμαστε και καλλιτέχνες, όχι απρόσωποι επιστήμονες. Γιατί να λες συνέχεια «ο Πλάτων»; Πες «ο φημισμένος φιλόσοφος», «ο περιώνυμος στοχαστής», «ο μεγαλώνυμος εκπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», «το ευγενές πνευματικά άνθος της σωκρατικής φιλοσοφίας». Ο γραπτός λόγος πρέπει να έχει λεκτικές εναλλαγές, ώστε να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο. Η γλώσσα μας μάς παρέχει δυνατότητα προς επίτευξη των παραπάνω, πρέπει να απολογηθούμε μήπως; Φυσικά, χρειάζεται, πέρα από τα αρχαία ελληνικά, να υπάρχει και το συγγραφικό ταλέντο, αυτό του δημιουργού. Μην νομίζετε πως όλοι όσοι εκπροσωπούν τις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι και καλοί συγγραφείς· συνήθως είναι καλοί επιστήμονες, σπάνια είναι καλοί συγγραφείς. Δύο επιστήμονες που γράφουν σήμερα όμορφα ελληνικά είναι ο Στέφανος Δημητρίου στην πολιτική φιλοσοφία (καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και ο Θανάσης Γκιούρας στην πολιτική επιστήμη (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης). Στην κλασική φιλολογία ωραία ελληνικά γράφει ο Δημήτρης Καραδήμας (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Στον κλάδο της νομικής μου αρέσουν τα ελληνικά του Δημήτρη Πιστικού, ο οποίος έχει μεγάλη πορεία και στον χώρο της λογοτεχνίας.

Επίσης, η σύνδεση της φιλολογίας με τη φιλοσοφία είναι ένα ακόμα σημαντικό πεδίο το οποίο πραγματεύεται το βιβλίο. Ποια είναι η γνώμη σας; Έχουμε μια κοινωνία/κοινωνική δομή που προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια στους μαθητές-εκπαιδευόμενούς της ώστε να αναπτύξουν περαιτέρω ικανότητες, γνώσεις και σοφία;
Σ.Α.: Δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό που με ρωτάτε, αγαπητή κυρία Κουκίδου. Η φιλολογική επιστήμη και ο αρχαίος ελληνικός λόγος κρύβουν μέσα τους ένα φιλοσοφικό modus vivendi. Το είπε ο Friedrich Nietzsche, το επανέλαβε αργότερα και ο Ιωάννης Συκουτρής, το υποστήριξε και ο  άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως συνδυάζοντας, εν τινί μέτρω, την πίστη στον Χριστό με πολλές από τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων περί ηθικής διαβίωσης. Ο φιλόλογος οφείλει, με την πάροδο των ετών, να μετατρέπεται σε φιλόσοφο, ήτοι σε άνθρωπο με αυτογέννητο στοχασμό. Σήμερα παράγουμε άπειρους επιστήμονες, δηλαδή ερμηνευτές των άλλων, αλλά όχι στοχαστές. Φτάνει, πια, με το τι πρεσβεύει ο Πλάτων στον «Γοργία» του ή ο Immanuel Kant στην «Κριτική του καθαρού λόγου» του. Να τα διδασκόμαστε όλα αυτά, ναι· αλλά άποψη για τη ζωή δεν έχουμε; Δεν σας κάνει εντύπωση ο χαμός που έγινε στον δημόσιο διάλογο με τον θάνατο του Χρήστου Γιανναρά; Μα διότι ο Γιανναράς, ως γνήσιος φιλόσοφος (ποιοτικός ή μη δεν θα το κρίνω εγώ), είχε λάτρεις αλλά και εχθρούς ακριβώς επειδή είχε δικό του στοχασμό. Εν ολίγοις: όταν σας εξηγώ γιατί ο Πλάτων οικοδομεί μια αριστοκρατία του πνεύματος, ποια τα κίνητρά του τέλος πάντων, ή προσπαθώ να σας δείξω γιατί ο Αριστοφάνης σατιρίζει ανελέητα τον Κλέωνα ή σας λέω τι εννοούσε ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel με την τάδε φράση του, κάνω επιστήμη· όταν, όμως, σας λέω τι είναι η αγάπη ή η αρετή, δίχως να σκοτίζομαι για το τι είπαν κάποιοι άλλοι που έζησαν παλαιότερα, είμαι φιλόσοφος. Στο σχολείο πρέπει να μαθαίνουμε τι είπαν οι άλλοι, αυτό είναι απαραίτητο· αλλά δεν έχουμε καμία υποχρέωση να τους ακολουθούμε κιόλας. Επίδειξη δεν μπορεί να κάνει κάποιος που αναλύει άριστα τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού ή τους «Ἱππῆς» του Αριστοφάνη, διότι θα βρεθούν οι τριπλάσιοι που θα τα αναλύσουν καλύτερα· έτσι, εξάλλου, προχωράει και η επιστήμη. Δεν μας λείπουν, άρα, οι επιστήμονες· μας λείπουν οι ποιητές, οι πεζογράφοι, οι θεατρικοί συγγραφείς, οι αυτόνομοι στοχαστές, δηλαδή οι φιλόσοφοι κ.λπ. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί το ελληνικό σχολείο. Έχουμε ξεχάσει να ζούμε πνευματικά, βιώνουμε την εποχή της τεχνικής αντιμετώπισης των πάντων. Δεν προτείνω να απορρίψουμε την τεχνική, αλλά να θυμηθούμε το πνεύμα.
Έπειτα, λένε κάποιοι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεις κάτι καινούργιο, όταν, για παράδειγμα, από τον Δημόκριτο μέχρι και τον Kant ειπώθηκαν τα πάντα. Τους απαντώ: «Και τότε γιατί μελετάμε τον Michel Foucault και τον Κορνήλιο Καστοριάδη; Θα μας τρελάνετε; Αυτοί γιατί δεν φοβήθηκαν την προϋπάρχουσα παράδοση;». Θέλω, λοιπόν, να πω ότι οι άνθρωποι σήμερα δεν προσφέρουν δικό τους στοχασμό, αλλά προτιμούν να προσεγγίζουν τον στοχασμό άλλων, είτε επειδή δεν μπορούν να γράψουν κάτι δικό τους, είτε επειδή βαριούνται, είτε επειδή δεν έχουν το θάρρος. Αποφασίστε εσείς τι υπερισχύει.
Μην θεωρήσετε, δε, πως εκφράζομαι από θέση «ισχύος»· κάποτε, εκδήλωνα και εγώ το κλασικό σύμπτωμα της ασθένειας ενός διανοούμενου: προσερχόμουν στην συζήτηση θέλοντας να επιβληθώ, όχι με σκοπό να μάθω. Μου άρεσε να απαγγέλλω από μνήμης χωρία του πλατωνικού Φαίδρου ή της Ἀθηναίων πολιτείας του Αριστοτέλη. Όλοι εντυπωσιάζονταν, αντί να μου βάλουν τις φωνές. Τότε, ευτύχησα να γνωρίσω έναν καλό άνθρωπο, πραγματικά ταπεινό, ο οποίος, αφού με άφησε να μιλήσω για κάνα μισάωρο, αφού με άφησε να του πω τι υποστηρίζουν ο Πλάτων και ο Θουκυδίδης (λες και ο ίδιος δεν τα ήξερε), μου είπε με απίστευτη πραότητα: «Και εσύ τι λες για όλα αυτά;». «Να, ο Πλάτων», συνέχισα εγώ, «το θέτει κάπως έτσι στην Πολιτεία του». «Όχι, παιδί μου καλό», αποκρίθηκε, «μου κατέθεσες τις γνώσεις σου, αρκούν· τώρα θέλω να γίνεις εσύ ο νέος Πλάτων και να μου μιλήσεις εσύ για τη ζωή, ο ίδιος, όχι μέσα από τις γνώμες άλλων». Αυτό το σοκ μού χρειαζόταν, κυρία Κουκίδου, ώστε να κατανοήσω πού βρίσκεται η ουσία. Γι' αυτό και ξεκίνησα, συγχρόνως με την κλασική φιλολογία, να ασχολούμαι και με την συγγραφή των δικών μου φιλοσοφικών σκέψεων. Να διαβάζουμε, συνεπώς, όλα τα βιβλία του κόσμου, να είμαστε μορφωμένοι, αλλά να γνωρίζουμε σε τι εξυπηρετούν όλα αυτά.

Στο βιβλίο περιέχονται αρκετά (δεκάδες) κείμενα της αρχαίας ελληνικής όπου εφαρμόζεται ο συνδυασμός γλωσσικής και ερμηνευτικής ανάλυσης. Δεδομένης της δημοφιλίας των συγκεκριμένων κειμένων και της ποικιλίας αυτών (πεζός και έμμετρος λόγος, εκκλησιαστικά κ.ο.κ.) θα λέγατε πως το σύγγραμμά σας μπορεί να βοηθήσει εμπράκτως όλες τις κατηγορίες αναγνωστών, ακόμα και αυτούς που –για τους δικούς τους λόγους– δεν θα ήθελαν να ξεκινήσουν μία μελέτη των αρχαίων ελληνικών;
Σ.Α.: Νομίζω πως ναι, και είναι κάτι στο οποίο αναφέρθηκα και πρωτύτερα, αλλά σας ευχαριστώ που εξειδικεύετε το ερώτημα. Γιατί οι μαθητές, οι φοιτητές, αλλά και όλοι οι Έλληνες, να μην γνωρίζουν το «Πιστεύω»; Δεν εισηγούμαι, απλώς, να γνωρίζουν την συντακτική του ανάλυση ή μετάφραση, αλλά να μπορούν και να το ερμηνεύσουν, να πραγματοποιούν παραλληλισμούς με την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία ή τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Γιατί να μην μπορούν από τον «Φαῖδρο» ή τον «Μενέξενο» του Πλάτωνος να μεταβούν στον Αίλιο Αριστείδη, ο οποίος και ασκεί αυστηρή κριτική στην άποψη του Πλάτωνος περί ρητορικής; Δεν λέω να μην γνωρίζουν τον παρακείμενο πέπυσμαι ή την λέξη «κάτοψη»· δεν θέλω, όμως, η γνώση τους να εξαντλείται σε αυτά, δεν θέλω να είναι ρομπότ, αλλά να ζουν τη ζωή τους με πνευματικότητα και ηθικό σθένος. Και αυτά τα αποκτάς, σταδιακά πάντοτε, όταν από την γλωσσική ανάλυση μεταβαίνεις στα βαθύτερα νοήματα της πλατωνικής ηθικής ή της σοφόκλειας τραγωδίας· όταν αναλύεις θεολογικά και φιλοσοφικά την «Επί του Όρους ομιλία του Ιησού Χριστού». «Μα δεν μου αρέσει ο Πλάτων» ή «δεν πιστεύω στον Θεό», θα δηλώσουν αρκετοί. Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να πιστέψεις· αλλά έχω χρέος να σε κάνω ενάρετο πολίτη, ειδάλλως η κοινωνία μας θα καταρρεύσει. Βέβαια, αν πιστεύεις στον Θεό –ας αφήσω και έναν υπαινιγμό– όχι μόνο δεν βλάπτεις κάποιον, αλλά ξαλαφρώνεις και την ψυχή σου από την κακία που όλοι, λίγο πολύ, κρύβουμε μέσα μας. Σας ομιλεί ο πρώτος και μέγιστος αμαρτωλός, ένας άνθρωπος που, κατά καιρούς, είναι αδιανόητα επηρμένος. Με την επιστήμη καλυτερεύουμε τις συνθήκες της ζωής μας, αλλά τα μεγάλα ηθικά ζητήματα διερευνώνται μόνο φιλοσοφικά – στην δική μου περίπτωση φιλοσοφικά και χριστιανικά. Όπως, όμως, είπα και παραπάνω, δεν μπορώ να κατευθύνω τις αποφάσεις των μαθητών, φοιτητών και συμπολιτών μου, αλλά μπορώ να τους δώσω κάποιες πληροφορίες· ο τρόπος διαχείρισης των πληροφοριών αυτών είναι προσωπική τους υπόθεση. Σας επαναλαμβάνω, πάντως, πως το σύγγραμμα δύναται να διαβαστεί από όλους στην κυριολεξία, διότι είναι τέτοια η ανάλυση των κειμένων, που προσπαθεί να δώσει απαντήσεις –δεν ξέρω αν το κατορθώνω αυτό– στα σπουδαία ερωτήματα που θέτουμε όσο ζούμε.
Η ερμηνευτική πραγμάτευση των κειμένων, το ξαναλέω, προσφέρει στον διδάσκοντα άπειρες δυνατότητες. Όταν θέλω να μιλήσω για την αξία της γυμναστικής στους μαθητές μου, κλέβω λίγο χρόνο από το μάθημα και τους αναλύω χωρία από την «Πολιτεία» ή τον «Τίμαιο», έργα του Πλάτωνος. Τα ίδια, άλλωστε, έργα, όπως και η γυμναστική, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση της αγχώδους ζωής (εύχομαι να είναι κατανοητό το πνεύμα του λόγου μου, δεν αντικαθιστώ τους γιατρούς). Δεν είναι σημαντικά αυτά; Επομένως, είμαι βέβαιος ότι και το ευρύτερο κοινό μπορεί να ωφεληθεί από το σύγγραμμά μου, ειδικά αν το αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, και ως βιβλίο αυτοβελτίωσης.

Τέλος, παρατίθενται ασκήσεις που δίνουν στο σύνολο μια εκπαιδευτική χροιά, ιντριγκάρουν τον αναγνώστη και οπωσδήποτε τον αφήνουν πλουσιότερο. Πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη;
Σ.Α.: Ναι, προσπάθησα να σκεφτώ πρωτότυπες ασκήσεις, δεν ξέρω αν το πέτυχα. Επαναφέρω, για παράδειγμα, το αντίστροφο κείμενο (την μετατροπή, δηλαδή, κειμένου νεοελληνικού σε αρχαιοελληνικό)· έπειτα, παραθέτω χωρία των οποίων ο συγγραφέας δεν σημειώνεται και ζητάω από τους μαθητές/φοιτητές να τον βρουν. Μπορεί να μεταφράζεις με άνεση το αρχαίο κείμενο· αλλά αν σου δώσω μερικές γραμμές από τον Αριστοτέλη ή τον Ξενοφώντα μπορείς να καταλάβεις ότι αυτοί είναι οι συγγραφείς και όχι κάποιοι άλλοι; Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ζητείται ούτε στις Πανελλαδικές, ούτε στο πανεπιστήμιο· είναι άσκηση δικής μου έμπνευσης.

Σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση που είχαμε. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Σ.Α.: Εγώ σας ευχαριστώ, κυρία Κουκίδου, για την ευκαιρία που μου δίνετε να ακουστεί ο στοχασμός μου στο ευρύτερο κοινό. Πριν κλείσουμε, θέλω να ευχαριστήσω τους Γιώργο Γκέλμπεση (εκδόσεις Κοράλλι), Γιώργο Σπηλιωτόπουλο (ο προλογίζων το βιβλίο μου), Νίκο Βατόπουλο (στο βιβλίο μου υπάρχει δοκίμιό του), Κώστα Λιννό (στο βιβλίο μου υπάρχει βιβλιοκρισία του) και Κατερίνα Παπασταυρινού (υπογράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου μου) για την συμβολή που είχαν στο έργο μου.