Το βιβλίο του θανάτου

Πέτρου Βαζακόπουλου

Έργο Όπυς Ζούνη (1941-2008)

Βιβλιόφιλος…

Θα έλεγα πως δεν ήμουν ποτέ. Τουλάχιστον στην αρχή. Μέχρι που έπιασα εκείνο το βιβλίο στα χέρια μου και από τότε άλλαξε ο κόσμος όλος. Όλα όσα γνώριζα, γεγονότα και θέματα που συνέθεταν τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο μου, ένιωσα πως μεταλλάχθηκαν με έναν περίεργο τρόπο καθώς αντικαθιστούνταν από άλλες αξίες διαφοροποιώντας τον εαυτό μου σε υποσυνείδητο αλλά και συνειδητό επίπεδο. Ήταν σαν εκείνο το περίεργο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου και που για μια στιγμή ξεχνούσα το όνομα της υπόστασής του, να άλλαζε τη δομή του εαυτού και της αντίληψής μου. Εισχωρούσε με τα διάφανα πλοκάμια του μέσα στο νευρικό σύστημα κυριεύοντας το σώμα μου σαν ένα εφιαλτικό συμβιωτικό.

Πραγματικά, τώρα που το σκέφτομαι, νιώθω πως κάτι μέσα μου είχε ήδη καταλάβει το κέντρο ελέγχου του μυαλού μου, αν μπορώ να το πω έτσι. Ήταν σαν να πρόσταζε μέσα στην ψυχή μου και εγώ να μην μπορούσα να του αντισταθώ. Από μια διαφορετική οπτική θα έλεγα πως μοιάζαμε σαν δύο άνθρωποι καλύπτοντας ο ένας τα θετικά αλλά και τις ατέλειες του άλλου. Μα εκείνο ήταν ένα αντικείμενο, πώς μπορούσε να ανταλλάξει ανθρώπινα συναισθήματα; Και όμως, ένιωθα να μιλάει στην ψυχή μου μέσα, δημιουργώντας νέες εντολές τις οποίες δεν έλεγχα, τουλάχιστον στην αρχή.

Πράγματι δεν ξέρω από πού άρχισε αυτή η «συμπάθεια» που ύστερα μετατράπηκε σε αγάπη και ακόμα πιο εσωτερικό συναίσθημα για εκείνο το βιβλίο μα ένιωθα πως ήμουν άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτό. Όσο το κρατούσα στα χέρια μου ένιωθα το βελούδινο εξώφυλλό του να με κυριεύει, βυθίζοντας με στην παραμυθένια του αίσθηση σαν κάτι που συναντούσα και κρατούσα για πρώτη φορά.

Η όλη αίσθηση ήταν σαν να είχε χέρια εκείνο και με κρατούσε. Καταλαβαίνω πως ότι και να σας πω θα σας φανεί παράξενο, σε σημείο που θα πείτε ότι τρελάθηκα και θα έχετε απόλυτο δίκιο, μα ακούστε τι έγινε στη συνέχεια. Σίγουρα όλοι έχετε κρατήσει ένα αντικείμενο εξαιρετικής ομορφιάς και δεν εννοώ μόνο του περιεχομένου αλλά του τρόπου που είναι φτιαγμένο κάτι. Εκείνο που κρατούσα στα χέρια μου –και δεν αναφέρω τον όρο «βιβλίο» γιατί ήταν κάτι παραπάνω– έκρυβε κάτι το εξαιρετικό. Εκτός από το υπέροχο, ζωντανό, βελούδινης υφής εξώφυλλό του είχε και τις σελίδες του που άφηναν την αίσθηση μιας ελαφρώς κολλώδους ουσίας. Κάτι που εισχωρούσε με τη σειρά του και εκείνο μέσω των δαχτύλων κάνοντάς με να μην θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου. Ακόμα χειρότερα, αισθανόμουν πως μια ζάλη, σαν την επίγευση ενός δηλητηρίου, κυρίευε το μυαλό μου σε σημείο που άρχιζα να βλέπω ψευδαισθήσεις. Παρατηρούσα τα γράμματα να ξεκολλάνε από τις σελίδες, να μεταναστεύουν εισβάλλοντας στο σώμα μου και να κάθονται στο δέρμα μου σαν μια μορφή τατουάζ. Έπειτα να εξαφανίζονται ακόμα πιο βαθιά στις εσωτερικές στοιβάδες του δέρματός μου.

Αισθανόμουν πως ήμουν μέρος των γραφόμενών του. Πόσο περίεργο, να γίνομαι μέρος της άποψης, αν μπορώ να το πω έτσι, ενός βιβλίου. Μιας γενικότητας αλλά και μιας απορρόφησης της ιστορίας του συγγραφέα. Ποιος ήμουν εγώ που αποκτούσα την ύπαρξή μου μέσω ενός αντικειμένου και που, κατά κάποιο τρόπο, ένιωθα την υπόστασή μου να αναδιαμορφώνεται μέσω αυτού; Να γίνομαι μέρος των γραμμάτων, των φράσεων. Της φαντασίας ενός συγγραφέα!

Η απειροελάχιστη αυτή αίσθηση, που έπειτα έγινε μικροσκοπική στιγμή, χανόταν στον χρόνο καθώς εκείνο ένιωθα ότι με κρατούσε. Διόρθωση. Με «διάβαζε». Μέσα μου ένιωθα πως άλλαζε η δομή μου ολόκληρη και αισθανόμουν πως ήμουν ένας άστεγος που ζητούσε ελεημοσύνη, πως δεν είχα ύπαρξη, ενώ ως αντίθεση, η αίσθηση της ενέργειας του εαυτού μου ήταν τρομερή. Τόσο που απαγορευόταν να την αγγίξω καθώς σαν ταπεινός μαθητής μιας ανθρωποκεντρικής θρησκείας έπρεπε να μάθω να κυριαρχώ τις αισθήσεις του σώματός μου. Σκέφτηκα πως σχεδόν ποτέ δεν ήμουν δάσκαλος, μα ούτε και κυρίαρχος του εαυτού μου· ποιος ήμουν εγώ που δεν μπορούσα να κάνω την παραμικρή κίνηση παρά μόνο να έχω την αίσθηση εκείνου που κρατούσα και που τώρα με είχε κυριεύσει σαν φωτεινός φάρος σε έναν σκοτεινό κόσμο;

Δεν συμπαθούσα ποτέ τα βιβλία και, όπως είπα στην αρχή, βιβλιόφιλος δεν ήμουν. Το ξέρω πως είπα το ίδιο πράγμα πολλές φορές, κάτι που έκανε να μοιάζω με αγνώμονα και απαθή άνθρωπο, μια φράση που τώρα πλέον ξορκίζω και αρχίζω να υπερασπίζομαι το αντίθετό της. Μα όποιος έχει μαγευτεί από τη μαγεία ενός βιβλίου καταλαβαίνει τι εννοώ με τον όρο «κυριαρχία επάνω στον εαυτό και πλεύση δια μέσου της γνώσης».

Το ξέρω οι περισσότεροι αρνείστε να κατανοήσετε τις αλλαγές εκείνες που αλλάζουν τη δομή της σκέψης και την αίσθηση του σώματος αλλά ακόμα και το μυαλό σας αλλάζει. Πόσο δύσκολο είναι να αναθεωρήσετε ή ακόμα και να αποδεχτείτε όταν ακούτε κάτι διαφορετικό από την άποψή σας διαβάζοντας την άποψη ενός βιβλίου, μιας γνώσης που δεν γνωρίζατε μέχρι εκείνη την στιγμή; Mα σας διαβεβαιώ πως, ακόμα και αν υπάρχουν πράγματα ανατρεπτικά και μερικές φορές καταστροφικά για τις αντιλήψεις μας, αυτός είναι ο σωστός δρόμος. Αυτό που βλέπω όμως είναι πως για να έρθει κάτι καινούργιο πρέπει να έρθει η καταστροφή των παλιών αξιών και αντιλήψεων καταστρέφοντας το παλιό οικοδόμημα του εαυτού, της προηγούμενης ύπαρξης. Τώρα που μιλάω για αυτό αισθάνομαι παράξενα, περίεργα και όταν σκέφτομαι τι χρειάστηκε να αλλάξει μέσα μου και να φτάσω σε σημείο να εξηγώ όλη αυτή την πορεία τόσο προσπαθώ να θυμηθώ όλα όσα με κρατούσαν πίσω.

Μαζί, εγώ και εκείνο το βιβλίο, ήταν σαν να είχαμε φτιάξει κάτι διαφορετικό, αναιρώντας τον υπαρκτό κόσμο. Όμως όσο κοιτούσα μέσα στις σελίδες του βιβλίου αντί για γράμματα έβλεπα κενές σελίδες καθώς τα γράμματα είχαν εξαφανιστεί. Μέσα μου άρχιζα να νιώθω γεμάτος, να φουσκώνω κατά έναν περίεργο τρόπο και να θέλω να πετάξω το εσωτερικό περιεχόμενο του εαυτού μου προς τα έξω. Άρχισα να βήχω, να φτύνω και έπειτα να ξερνάω μα τίποτα δεν έβγαινε από το στόμα μου παρά μόνο λέξεις. Άρχισα να ψελλίζω λέξεις, μικρές στην αρχή, έπειτα πιο μεγάλες που μετά έγιναν προτάσεις, στη συνέχεια παράγραφοι μετά κεφάλαια και όσο γινόταν αυτό το βιβλίο άρχιζε να γεμίζει αποκτώντας μέγεθος και βάρος.

Αισθάνθηκα πως είχε γίνει ένα είδος εξομολογητηρίου του εαυτού μου καθώς εκείνο το πράγμα κατέγραφε οτιδήποτε εξέφραζα για τη ζωή μου καταχωρώντας ακόμα και τα συναισθήματά μου. Αισθανόμουν όμορφα, σχεδόν ανάλαφρος πλέον, καθώς δεν κατείχα τίποτα πια, παρά μόνο την αίσθηση της συνείδησής μου. Ήμουν ένα φτερό στον άνεμο. Ένα κενό δοχείο της ύπαρξής μου.

Δεν ήξερα πως μπορούσα να ονομάσω αυτή την κατάσταση. Ήμουν σίγουρος πως θα έβρισκα την κατάλληλη λέξη για αυτή τη λήθη μα εκείνο το βιβλίο δεν μιλούσε πίσω να μου εξηγήσει γιατί γινόταν όλο αυτό το πράγμα. Σαν καθρέφτης του εαυτού νόμιζα πως ήταν και σκεφτόμουν πως θα μπορούσε με τη σειρά του να μου δίνει σήματα επάνω στο χαρτί με τον ίδιο μαγικό τρόπο που πριν με μάγευε μα τώρα αντίκριζα έναν κόσμο γεμάτο σιγή.


Στεκόμουν όρθιος ανάμεσα από μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ο εαυτός μου να βρίσκεται ανάμεσα σε πολλές διαστάσεις ραφιών με βιβλία που υψώνονταν σαν τείχος στο άπειρο, με τον ήλιο να βρίσκει τρόπο ώστε να περνάει ανάμεσά τους.

Βρισκόμουν απορροφημένος από τη μαγεία αυτών που διάβαζα και τους τόπους των θαυμαστών συγγραφέων όταν μια περίεργη σκέψη μού ήρθε στο μυαλό. Αν εγώ, δηλαδή ο αναγνώστης εκείνου του καθρεφτίσματος του εαυτού μου είχε διαβάσει το δικό μου βιβλίο. Αν το έκανε, θα κατανοούσε τον δικό μου εσωτερικό κόσμο το ίδιο με μένα; Σκέφτηκα αμέσως πως ήταν άσκοπη αυτή η σκέψη αφού εκείνος, ήμουν εγώ.

Πώς γινόταν να σκέφτομαι εγώ για μένα;

Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας με κατέλαβε πάλι σε εκείνη την ονειρική στιγμή που αντίκριζα. Αυτό ήταν ολοκληρωτικά καταστροφικό για τον εαυτό μου καθώς δεν έκανα τίποτα για να αλλάξω την πορεία της σκέψης και ειδικότερα της ζωής μου. Είχα εγκλωβίσει τον εαυτό μου σε μια υποχωρητική κατάσταση ενός προσωπικού ονείρου και δεν άφηνα ούτε τη φαντασία μου να εξελιχθεί στο αντίθετο διευρύνοντας και επεκτείνοντας τα όρια του εαυτού μου.

Τι θα μπορούσε να με κάνει να επαναστατήσω ενάντια στον κακό εαυτό μου, εκείνου που με εγκλώβιζε και με κρατούσε μακριά από οτιδήποτε ζωοφόρο; Τότε μου ήρθε μια εκπληκτική ιδέα, σκέφτηκα μια ιδανική στιγμή που ο εαυτός μου θα διάβαζε ένα βιβλίο. Ότι εκείνο θα πρόσταζε τι να κάνω καθώς θα γνώριζε πράγματα για μένα. Θα ήταν η προσωποποίηση του εαυτού μου, ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση της ψυχής μου και στο τέλος θα με κυρίευε αλλάζοντάς με.

Επιτέλους, από ένας ανυπόστατος άνθρωπος, πλέον, θα γινόμουν ένας υπαρκτός βρίσκοντας θαλπωρή στον κόσμο των βιβλίων. Στο τέλος της ζωής μου θα πέθαινα, θα γινόμουν πνεύμα που θα χανόταν ανάμεσα στις λέξεις των βιβλίων καθώς θα είχα υπάρξει ένας ταπεινός περιπατητής στον κόσμο που κάποτε γνώριζα. Μέσα εκεί θα υπήρχα σαν κατάδικος μιας αιώνιας γνώσης που θα έσφιγγε τα λουριά της βαθιά μέσα μου. Εκεί θα μπορούσα να συνομιλώ με κόσμο, θα άκουγα τις σκέψεις συγγραφέων και θα παρηγορούσα τον εαυτό μου πως εκείνοι άκουγαν πίσω τις δικές μου σκέψεις. Ίσως μου έδειχναν την πηγή όλων που είχαν αρχίσει κάποτε και να με έφεραν κι εμένα μαζί τους μέσα στη δική τους δομή, στον δικό τους κόσμο.

Ίσως τότε να μπορούσα να θυμηθώ την στιγμή που άγγιξα για πρώτη φορά εκείνο το βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Μα μια σκέψη γεννήθηκε, αν τελικά εκείνο κυριάρχησε ολοκληρωτικά επάνω μου τότε πού βρισκόταν η ύπαρξή μου;


Σκοτεινό δολοφονικό εξώφυλλο

Παρατηρώ το εξώφυλλο από το βιβλίο που κρατώ στη βιβλιοθήκη. Όσο το κάνω αυτό, τόσο νιώθω να χάνομαι μέσα σε μια σκοτεινή λήθη. Όλα μέσα μου αισθάνομαι να έχουν αντικατασταθεί από κάτι άλλο, σκοτεινό και οι σκέψεις μου δεν είναι πια αθώες.

Παρατήρησα και ξεχώρισα εκείνο το βιβλίο ανάμεσα από πολλά. Έμοιαζε σαν να μιλούσε σε μένα, πρόσταζε να πάω να το αγγίξω και χωρίς δεύτερη σκέψη το έκανα. Ένιωσα πως εγκλωβίστηκα σε μια στιγμή που έμοιαζε σκοτεινή και που πρόσταζε στο μυαλό μου δολοφονίες και σκοτωμούς. Μαύρα, σκοτεινά λόγια σκαρφάλωναν σαν μαύρες αράχνες επάνω στο σώμα μου. Εισχωρούσαν και φώλιαζαν μέσα στην ψυχή μου θέλοντας να κυριαρχήσουν απόλυτα και ένιωθα πως γινόταν επιτακτικό να κυνηγήσω εκείνα τα σκοτεινά λόγια που αφυπνούσαν την άβυσσο μέσα μου.

Μα τελικά εκείνα κυριάρχησαν και τελείωσαν τον αγώνα για κυριαρχία πριν καν αρχίσει. Το φως μέσα μου έσβησε και αποδέχτηκα την κρύα νύχτα χωρίς όρους. Μέρος του σκοταδιού έγινα και άρχισα να κυνηγώ οτιδήποτε φωτεινό. Δεν ήθελα τη γνώση να υπάρχει και κυνηγούσα οποιαδήποτε ζωοφόρα ιδέα σαν να ήταν θήραμα. Τρεφόμουν από αυτές και πάλι δεν ένιωθα καλά καθώς το σκοτάδι μέσα μου γέμιζε με γνώση, με φως.

Στη συνέχεια κυνηγούσα και έπειτα σκότωνα τους συγγραφείς και οποιοδήποτε φαινόταν να στοχάζεται μια νέα ιδέα ή ακόμα και να αποτυπώνει την σκέψη του στο χαρτί. Τους εντόπιζα από μακριά να στέκονται, σαν φωτεινοί φάροι σε έναν ολόμαυρο κόσμο, και έσβηνα μέσα τους την κάθε ελπίδα που γεννιόταν. Έπειτα οι ίδιοι παρατούσαν τη γραφή τους απογοητευμένοι και κατεστραμμένοι συνέχιζαν να δημιουργούν ακόμα πιο πυκνό σκοτάδι. Τους έβρισκα συχνά σε βιβλιοθήκες. Μερικούς διάσπαρτους να διαβάζουν σε πλατείες, σε παγκάκια, άλλους σε καφετέριες και μερικούς να κάθονται στα σπίτια τους να γράφουν. Κανένας δεν μου ξέφευγε. Μπορούσα και πάγωνα τη στιγμή και έτσι τους εγκλώβιζα μέσα στην προσωπική τους λήθη.

Δεν αισθανόμουν πια κενός καθώς είχα μαζί μου όλες εκείνες τις άμοιρες ψυχές και τους κόσμους τους σαν λάφυρα. «Επιτέλους υπάρχει παντού σκοτάδι», σκέφτηκα και πως έτσι μπορούσα να ηρεμήσω. Μα ήταν ακόμα πιο δύσκολο γιατί κάτι μέσα μου με έτρωγε, δεν με άφηνε να ηρεμήσω. Δεν ήταν τύψεις αλλά η αίσθηση ότι εγώ δεν ήμουν αυτό που ήμουν, ότι προερχόμουν από κάτι άλλο.

Κάτι όμορφο.

Σηκώθηκα και πάλεψα με αυτή τη σκέψη καθώς με ενοχλούσε. Μία σκέψη μέσα μου γεννήθηκε και έκανε τον χρόνο να μοιάζει πως επανέρχεται στο φυσιολογικό. Φαινόταν πως είχα χάσει το παιχνίδι για ακόμα μία φορά καθώς σκέφτηκα πως είχα κάνει πάλι έναν κύκλο στον οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω. Αν είχα δημιουργήσει εγώ αυτή την πορεία, τότε πού βρισκόμουν; Τι ήταν εκείνο που με καθοδηγούσε ώστε να χαθώ παίζοντας μαζί μου, κρύβοντας τον φωτεινό κόσμο, σκοτεινιάζοντας τα πάντα γύρω μου; Ποιος ήμουν εγώ ώστε να έχω συνείδηση;

«Συνείδηση», «εγώ», «ο εαυτός μου», οι λέξεις αυτές φάνηκαν περίεργα όμορφες. Μία εικόνα παρουσιάστηκε μπροστά μου με το βιβλίο να μου μιλά. Να έχει μεγαλώσει μπροστά μου και εγώ να βρίσκομαι ανάμεσα στις σελίδες του εγκλωβισμένος σε έναν τεράστιο κολλώδη ιστό.

Από τη μία μεριά φαινόταν πως το βιβλίο ύφαινε έναν σκοτεινό κόσμο και από την άλλη έναν φωτεινό. Εγώ βρισκόμουν στη μέση και ένιωθα πως τροφοδοτούσα ολόκληρο το σύμπαν του. Κρυμμένο πίσω από τη γνώση, σαν ελκυστικό περιτύλιγμα, ένιωθα πως είχε καταφέρει να με εγκλωβίσει μέσα του και ακόμα χειρότερα να με κάνει να τροφοδοτώ την υπόστασή του. Εκείνο προέβαλλε αναμνήσεις αλλά και εικόνες που αντιστοιχούσαν μέσα μου σαν κομμάτια με απόλυτη σύνδεση μεταξύ τους. Με έκανε άλλοτε να δημιουργώ και κάποιες φορές να καταστρέφω, να αρχίζω από κάτι μικρό και να τελειώνω με κάτι μεγάλο όπως έναν ολοκληρωμένο κόσμο. Να είμαι εγώ, ταυτόχρονα ο δημιουργός και ο καταστροφέας των όμορφων πραγμάτων.

Ένιωθα άσχημα, καθώς δεν ήμουν εγώ ο πραγματικός δημιουργός αλλά ο φταίχτης μιας άμορφης πραγματικότητας. Αναρωτήθηκα τι άφηνα πίσω μου και τι κακό είχα κάνει αποτρέποντας τις ελπίδες να ανθίσουν. Τι κόσμοι θα είχαν γεννηθεί από όλα εκείνα τα πράγματα που είχα αποτρέψει να γεννηθούν ή να συμβούν;

Μέσα μου ένιωσα όμορφα, όχι γιατί θα ζούσα αλλά γιατί θα πέθαινα. Επιτέλους δεν θα ήμουν δέσμιος εκείνης της ονειρικής αραχνοειδούς τρομακτικής παγίδας. Λίγο πριν χάσω την τελευταία μου πνοή προσπαθώντας να πάρω αέρα, θυμήθηκα τι διάβαζα πριν το βιβλίο με εγκλωβίσει μέσα του. Διάβαζα για έναν μαθητή που ρωτούσε για τη συνείδηση, για το αν κατάφερνε να εγκλωβιστεί από τα άσχημα και εγωιστικά ατελή σχήματα του εαυτού του, αν θα μπορούσε να κινείται πράττοντας κατά τη συνείδησή του, αν τελικά θα ήταν ελεύθερος.

Το πιο τρομακτικό ήταν πως το βιβλίο διάβαζε τη σκέψη μου ή μάλλον θα μπορούσα να πω πως πρόσταζε την κυριότητά του επάνω μου λέγοντάς μου την απάντηση. «Είσαι ελεύθερος», είπε και όταν αντιλήφθηκα την έννοια αυτή εκείνο με απελευθέρωσε κλείνοντας πίσω μου με κρότο. Το βελούδινο τεράστιο βιβλίο έγινε μικρό και χάθηκε ανάμεσα στα βιβλία μιας σκοτεινής βιβλιοθήκης.

Κοιτούσα το σκοτάδι και δεν αναγνώριζα πως κάποτε μπορούσα να ήμουν μέρος του. Παντού γύρω μου άρχισαν να εμφανίζονται βιβλία που έμοιαζαν με μικρές πυγολαμπίδες. Σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα ένα και καθώς το έκανα αυτό έλαμψε ολόκληρο το σύμπαν δείχνοντάς μου έναν νέο όμορφο παραμυθένιο κόσμο. Έπειτα άγγιξα άλλο ένα και ένας άλλος κόσμος εμφανίστηκε μπροστά μου διαφορετικός από τον πρώτο, πιο πραγματικός.

Μπορούσα να κάνω το οτιδήποτε σκέφτηκα, ακόμα και να μεταφερθώ και στη σκέψη αυτή πέρασα από το σκοτάδι μέσα σε έναν κόσμο που βρισκόταν μπροστά μου. Έκθαμβος από την ομορφιά και το μεγαλείο που αντίκριζα χαιρόμουν που επιτέλους άκουγα και άλλους ανθρώπους να υπάρχουν, ότι δεν τους είχα σκοτώσει όλους και ότι εκείνοι είχαν καταφέρει να βρουν καταφύγιο σε μια συνέχεια της ύπαρξής τους.

Γύρισα πίσω μου και κοίταξα το σκοτάδι που προηγουμένως είχα υπάρξει εγώ. Καθώς η τρύπα εκείνη έκλεινε παρατήρησα το βιβλίο που με είχε εγκλωβίσει να υπάρχει από την άλλη μεριά και να σφραγίζει την τρύπα του σκοταδιού με την κολλώδη ουσία του κλείνοντάς με στον άγνωστο κόσμο τον οποίο είχα βρεθεί. «Επιτέλους, είσαι ελεύθερος», ακούστηκε η μιμητική, ανθρώπινη, ειρωνική φωνή του.


Copyright © Πέτρος Βαζακόπουλος All rights reserved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Όπυς Ζούνη (1941-2008)