Τον Γιάννη Μπερούκα τον γνώρισα, ως πένα, όταν διάβασα την ποιητική του συλλογή Ακροβάτες της επόμενης μέρας, που επίσης είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βακχικόν, ενώ πρόσφατα ακολούθησε και η Αθέατος επιβάτης. Και να που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον «δω» ως συγγραφέα και σε μια άλλη φόρμα, σε μία μυθοπλασία.
Τα χελιδόνια του δειλινού είναι ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικού προσανατολισμού, που πραγματεύεται τη σχέση δύο ερωτευμένων, ακολουθώντας τα βήματά τους στην πορεία της ζωής τους για αρκετά έτη.
Ο Βίκτωρας θα αφήσει το νησί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα του '70 επιδιώκοντας να βρει τις ισορροπίες του και να προχωρήσει. Η Ιφιγένεια θα παλέψει να αντιστρέψει τους δαίμονες που τη διαλύουν, να ξαναπατήσει γερά στα πόδια της και να αναζητήσει –να διεκδικήσει ουσιαστικά– την ευτυχία.
Οι δυο τους, λοιπόν, και το ερώτημα είναι: θα χαθούν για πάντα ή θα καταφέρουν να συναντηθούν στη ζωή; Θα βρουν τον παράδεισό τους –υπάρχει;– ή θα επιβιώσουν για πάντα σε μία κόλαση; Πού είναι η διέξοδος; Ποια η λύτρωση;
Κάπως έτσι είναι η υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος, που θα χαρακτήριζα ως αισθηματικό δράμα με κοινωνικό απόηχο. Αρκετά από τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται για την τραγικότητά τους ενώ καθόλη τη διάρκεια, ο κύριος Μπερούκας, σκιαγραφεί τη θέση, την ψυχοσύνθεση και τη διάθεση καθενός ώστε στο τέλος να έχουμε μια πλήρη εικόνα όλων των ηρώων και της συνθήκης που καλούνται να διαχειριστούν.
Το δε ερώτημα για το βασικό ζευγάρι της μυθοπλασίας, δηλαδή αν θα συναντηθούν ποτέ –όχι δια ζώσης αλλά οι δρόμοι που ακολουθούν, οι ψυχές και οι καρδιές τους απαλλαγμένες από τα βάρη τους– τίθεται ανοιχτά σχετικά γρήγορα ενώ το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της δεκαετίας του '70 δεν επιδρά στην ιστορία, εξού και περνά ξυστά και πολύ περιθωριακά η όποια αναφορά σε αυτό και μόνο όπου κρίνεται πολύ απαραίτητη. Αν θέλετε, ο χρόνος και ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου έχουν μία μόνο συμβολή στα τεκταινόμενα κι αυτή σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συμβάσεις των κλειστών κοινωνιών· όλα τα υπόλοιπα, που αφορούν στις αναμεταξύ τους σχέσεις και στις εξελίξεις, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε μια οποιαδήποτε δεκαετία (στοιχείο διαχρονικότητας της συνθήκης που «αγγίζει» όλες τις εποχές).
Χαρακτηριστικό της αφηγηματικότητας είναι οι μακροσκελείς διάλογοι όπου τα πρόσωπα αναλύουν τις καταστάσεις και μας συστήνονται ως χαρακτήρες μέσα από εκτενείς ανταποκρίσεις, άνευ φειδούς (μια δομική χροιά θεατρικού κειμένου, θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά χωρίς στιχομυθίες).
Σε άλλα σημεία, που θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε, οφείλουμε να μιλήσουμε για τις αναφορές στο έργο του Καβάφη: άλλοτε εμφανείς, όπως στη σελίδα 191 για την Ιθάκη του, κι αλλού υποδόριες, όπως στη σελίδα 139 για τα Κεριά και οπωσδήποτε για τα ωφέλιμα μηνύματα που περνά ανάμεσα στις αράδες.
Μην περιμένεις η ζωή να έρθει σε σένα, γιατί δεν θα έρθει ποτέ, τρέξε και άρπαξέ την.
Επίσης, σημειολογικά μιλώντας, έχουμε κάποιους συμβολισμούς με ζώα όπως το ελάφι και ο λύκος –πέρα των χελιδονιών του τίτλου– αλλά έχουμε και μία Ιφιγένεια που παραλληλίζεται με τη συνώνυμη τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη.