Γεωργίου Κονίδη
Κόκκινα πλήθη μαζεμένα και κουρασμένα από την αναμονή. Μάτια με κόρες πεταγμένες, χείλια σκασμένα, κορμιά ιδρωμένα.
Περιμένουν...
Όμως ο ήλιος όλο και ζεσταίνει ενώ στον ορίζοντα δεν διακρίνεται τίποτα.
Χιλιάδες κόσμος στο αεροδρόμιο, κόκκινος κόσμος, αναρωτιέται εάν ζει σε ψευδαίσθηση ή αν πραγματικά θα έρθει. Η ώρα είναι 9.10 και είπαν ότι θα έρθει στις 9. Όμως είναι νωρίς ακόμα για απογοητεύσεις.
Όσο κυλάνε τα βασανιστικά λεπτά ένας ψίθυρος ακούγεται, που σιγά σιγά δυναμώνει και γίνεται φωνές.
Περιμένουν τουλάχιστον δύο ώρες.
Ένα άσπρο ασθενοφόρο απομακρύνεται παίρνοντας μαζί μια ηλικιωμένη κυρία που δεν άντεξε την ζέστη. Αυτή δεν πρόλαβε να ακούσει αυτό που ακούνε οι κόκκινοι άνθρωποι από τα μεγάφωνα. Η ανακοίνωση γίνεται από την τυπική μα γλυκιά φωνή της υπαλλήλου του κοντρόλ που λέει ότι: «Το αεροπλάνο που περιμένουν δεν πρόκειται να έρθει διότι έπεσε στη θάλασσα από βλάβη του κινητήρα.».
Η ανακοίνωση επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές και οι κόκκινοι άνθρωποι, χωρίς ψιθύρους, χωρίς φωνές, μα με σκυμμένα κεφάλια παίρνουν τον δρόμο για τον γυρισμό άσχετα εάν έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να γυρίσουν σε κάτι.
Στον διάδρομο υποδοχής έχει μείνει μόνο ένα παιδάκι, κοντά έξι χρόνων, που κρατάει στο ένα χέρι ένα μπαλόνι και στο άλλο το χέρι της Ελπίδας, που τον κοιτάει αμίλητη. Ίσως γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος που έπρεπε να την περιμένει. Ίσως γιατί στάθηκε τυχερή που πήρε το αεροπλάνο των 9.30. Ίσως γιατί η Ελπίδα πεθαίνει όταν και ο τελευταίος άνθρωπος δεν θα την περιμένει.
Του χαμογελά και περνούν μαζί τον δρόμο που έχει κάτι που αξίζει να γυρίσουν.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Ελένης Σαμέλη [από την ατομική της έκθεση ζωγραφικής Stalactites of Soul]