Ξεκλειδώνοντας τον Αίαντα του Γιώργου Νανούρη

Ο Μιχάλης Σαράντης ως Αίας σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη

29/07/2024, Θέατρο Δάσους
Ο ήλιος πέφτει σιγά σιγά. Ο κόσμος μαζεύεται. Ακούω –ακόμα και μέσα από το λεωφορείο– ανθρώπους να συζητάνε για την παράσταση. Για πολλούς είναι, ίσως, και η μοναδική που θα δουν όλο το καλοκαίρι. Άλλωστε, για τον μέσο –σχεδόν– θεατρόφιλο Έλληνα το πλάνο του καλοκαιριού έχει θάλασσα, καρπούζι και ίσως μία επίσκεψη σε κάποιο ανοιχτό θέατρο με την προοπτική θέασης ενός αρχαίου δράματος. Η καγκελόπορτα ανοίγει. Τα πλήθη κάνουν ουρά. Το καυτό θέατρο Δάσους, με τα ως συνήθως ζεστά του μάρμαρα και τα αδυσώπητα κουνούπια, γεμίζει σχεδόν ασφυκτικά. Κοντεύει 21:30. Το κοινό έχει εξοπλιστεί με βεντάλιες, νερά και εντομοαπωθητικά.

Ο Μιχάλης Σαράντης και ο Απόστολος Χαντζαράς μπαίνουν στη σκηνή και παίρνουν τις θέσεις τους. Πρώτο χειροκρότημα. Ίσως είναι τρομακτικό να στέκεσαι μόνος μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, σκέφτηκα. Αλλά ο Μ. Σαράντης μοιάζει να το έχει συνηθίσει. Μας κοιτάζει για μια στιγμή και αρχίζει να μας εξιστορεί τα πάθη ενός μεγάλου πολεμιστή: του Αίαντα.

Η παράσταση τελειώνει, κατεβαίνω με τα πόδια από το θέατρο Δάσους έως την Καμάρα για να σκεφτώ λίγο αυτό που συνέβη τα 80 προηγούμενα λεπτά. Ακούω τον κόσμο να σχολιάζει, να κρίνει, να επικρίνει, να αναλύει και να καυχιέται για όσα κατάλαβε ή όσα ερμήνευσε. Δεν σας κρύβω πως αυτές οι στιγμές είναι οι αγαπημένες μου. Λίγο πιο κάτω παίρνει το αφτί μου το εξής: «Δηλαδή; Τι ήταν αυτό που είδαμε τώρα;». Αυτή η φράση πυροδότησε το κείμενο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι λάτρης του «πέλεκυ» που πέφτει στη θεατρική κριτική, ούτε θεωρώ πως είμαι αρμόδια να συντάξω μία. Έτσι κι αλλιώς, η συγκεκριμένη παράσταση παίζει χρόνια και έχουν ξοδέψει οι αρθρογράφοι αρκετό μελάνι για να την κρίνουν. Γι' αυτό θα αρκεστώ στην αγαπημένη μου συνήθεια: να προσπαθήσω να την ξεκλειδώσω μέσα από τα δικά μου μάτια και τις δικές μου προσλαμβάνουσες. Γιατί κάθε φορά που ένας άνθρωπος δεν καταλαβαίνει αυτό που είδε, χάνεται και ένας θεατής από τις θεατρικές αίθουσες.

Οπότε, αν σας κατέκλισαν κι εσάς τα «γιατί» ή ίσως λίγο περισσότερο το «γιατί έτσι;» –κλασική ερώτηση σε κάθε ανέβασμα αρχαίου δράματος– μείνετε να το συζητήσουμε λίγο παραπάνω! Αν διαφωνήσετε μαζί μου, ακόμα καλύτερα! Κανείς μας δεν είναι παντογνώστης!

Για αρχή όμως, να σας συστηθώ: είμαι η Δέσποινα, είμαι 19 χρονών, σπουδάζω θέατρο και εδώ, στο koukidaki.gr θα βρίσκετε άρθρα μου, κείμενα μου, σκέψεις μου για την τέχνη και τον πολιτισμό. Και το ταξίδι μας είναι έτοιμο να αρχίσει με τον πρώτο τίτλο της σεζόν: Ξεκλειδώνοντας τον Αίαντα του Γιώργου Νανούρη.

Ο Αίας του Σοφοκλή

Ο Αίας πιστεύει πως μετά τον θάνατο του Αχιλλέα θα του δοθούν τα όπλα του νεκρού. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, καθώς τα όπλα καταλήγουν στον Οδυσσέα, αποφασίζει να εκδικηθεί. Η Αθηνά ωστόσο, τον παραπλανά στρέφοντας τον σε μία αγέλη ζώων, αφήνοντάς τον να τα σκοτώσει νομίζοντας πως είναι οι εχθροί του. Όταν ο Αίας επανέλθει από τη μανία του, θα δώσει τέλος στη ζωή του. Το έργο θα μπορούσε δυνητικά, να είχε τελειώσει σε αυτό το σημείο. Ωστόσο η αυτοκτονία συμβαίνει ακριβώς στη μέση της πλοκής. Για το υπόλοιπο μισό τη σκυτάλη θα πάρουν ο Μενέλαος, ο Αγαμέμνωνας και ο Οδυσσέας (για να είμαστε δίκαιοι, είναι και ο Τεύκτρος στην εξίσωση), με τους δύο πρώτους να επιμένουν πως ο Αίας δεν πρέπει να θαφτεί και τον Οδυσσέα τελικά να τους μεταπείθει για το αντίθετο –αρκετά ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς πως ο Αίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του.
Όπως κάθε αρχαίο κείμενο –ή μάλλον όπως σε κάθε καλό κείμενο– ο Αίας μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, εδώ θα επικεντρωθούμε στην ανάγνωση του Νανούρη.

Αίας του Γιώργου Νανούρη

Ο Γιώργος Νανούρης, ο Μιχάλης Σαράντης και ο Απόστολος Χαντζαράς (γιατί ποτέ η παράσταση δεν είναι μόνο του σκηνοθέτη) κάνουν μία ηρωο-κεντρική ανάγνωση του έργου και το παρουσιάζουν με δύο τύπους αφήγησης: λεκτικής και εικαστικής, που ενώνονται, συνυπάρχουν και συνομιλούν καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Το ενδιαφέρον σκηνοθετικό τέχνασμα είναι το εξής: Ο Μιχάλης Σαράντης είναι ο μοναδικός ηθοποιός επί σκηνής. Ο ίδιος θα αφηγηθεί και όλη την ιστορία του Αίαντα, θα παίξει όλους τους ρόλους –με τη βοήθεια του Απόστολου Χαντζαρά και των εικόνων του.

Χονδρικά μπορούμε να πούμε πως για κάθε ήρωα υπάρχει και μία θέση στα καβαλέτα που στέκονται επί σκηνής και περιμένουν να αγκαλιάσουν τα έργα τέχνης του Α. Χαντζαρά. Ο Μ. Σαράντης, για κάθε ήρωα έχει και διαφορετική κινησιολογία, ενέργεια και φωνή –ή τουλάχιστον προσπαθεί. Αυτό είναι και το γενικότερο ενδιαφέρον της παράστασης: η συνεχής εναλλαγή των ρόλων και των διαθέσεων. Δύσκολο εγχείρημα ομολογουμένως αυτό, ειδικά όταν τα μόνα σου εφόδια είναι μερικά έργα τέχνης, το φως, το σκοτάδι και μία πολεμική πανοπλία. Εκεί ήταν που επικεντρώθηκε και όλη η εκτέλεση.

Ο Γ. Νανούρης τόνισε τη μοναχικότητα της αυτοκαταστροφής, τη μανία, την εμμονή του θανάτου και την πολεμική φύση του Αίαντα. Πώς το έκανε αυτό; Επέτρεψε όλο το έργο να παρουσιαστεί από μόνο έναν ηθοποιό, από έναν «παραμυθά» όπως αναφέρουν σχετικές συνεντεύξεις. Υπό άλλες συνθήκες αυτόν τον έναν αφηγητή/ήρωα/εκτελεστή θα τον αντιμετωπίζαμε με δυσπιστία: κι αν όλα τα παρουσιάζει από τη δική του οπτική γωνία; Έγιναν έτσι ή όχι; Τα είπαν όλα αυτά οι ήρωες που παίζει; Πέραν αυτών των ερωτημάτων, η μοναχικότητα επί σκηνής μας δίνει και ένα άλλο προβάδισμα: ένας από τους μεγαλύτερους πολεμιστές, στέκεται μόνος ανάμεσα σε όλους εμάς που πασχίζουμε να ακούσουμε την ιστορία του. Είναι σαν να κάνει μία αναδρομή σε χρόνο ενεστώτα –αν την κάνει ο ίδιος. Τα πρόσωπα θολά μέσα στο μυαλό του (άσπρα και μαύρα, σχεδόν σκιές, όπως μας αποκαλύπτουν τα πορτρέτα που τον πλαισιώνουν) κι εμείς συνοδοιπόροι σε αυτόν του τον αναστοχασμό. Ο Μ. Σαράντης αλλάζει ρόλους, αλλάζει πρόσωπα, αλλά δεν παύει ποτέ του να είναι ο Αίας –σύμπτωση, σκοπιμότητα ή επιτήδευση; Αν το έργο προσεγγιζόταν διαφορετικά από τους δημιουργούς του, θα μπορούσαμε να πούμε πως βλέπουμε έναν Αίαντα να παρουσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Τώρα, θα παραλλάξω αυτή τη φράση και θα πω πως στην παράσταση του Νανούρη, βλέπουμε έναν Μ. Σαράντη, έναν story teller (που λένε και στο χωριό μου) να μας μιλάει για τον Αίαντα, μέσα πάντα από τη σκοπιά και τα φίλτρα του υποκειμένου που αφηγείται, δηλαδή του ίδιου του ηθοποιού.

Λίγο πιο πάνω ανέφερα πως στο έργο του Σοφοκλή, ο Αίας πεθαίνει στα μισά της πλοκής. Στην ανάγνωση του Γ. Νανούρη, όμως, ο θάνατος μετατοπίζεται αισθητά. Γίνεται λίγο πιο αργά (συγκριτικά με την έκταση της παράστασης), ή μάλλον παίρνει πιο πολύ χώρο και χρόνο απ' ότι θα έπαιρνε κανονικά. Ο Αίας μανιάζει, τρέχει πάνω κάτω στη σκηνή, ο ηθοποιός παίζει –ο ήρωας ζει– κάπου ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, το μυαλό έχει κατακλιστεί από το αίμα, οι κόκκινοι προβολείς που λούζουν τον Μ. Σαράντη προοικονομούν και το –αναμενόμενο– τέλος του ήρωα του. Σκηνή συγκινησιακά φορτισμένη αυτή του θανάτου, όπως ακριβώς τη ζητάει ο μέσος θεατής, μας αναγκάζει (σχεδόν εκβιαστικά με την –εκπληκτική κατά τα άλλα– μουσική που παίζει παράλληλα) να νιώσουμε οίκτο για τον Αίαντα και να τον υψώσουμε στον θρόνο που του έχει προσδώσει η ιστορία του.
Ναι, αν θέλετε τη γνώμη μου, με την ανάγνωση που έγινε, το έργο θα έπρεπε να τελειώσει εδώ. Υποτυπωδώς παίζεται και το υπόλοιπο μισό, προφανώς συμπυκνωμένο, ωστόσο δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η ταφή του Αίαντα, στο πρωτότυπο, ή μάλλον σε μία από τις αναγνώσεις του πρωτότυπου, γίνεται για να εξιλεώσει τον ήρωα στα μάτια των θεατών.
Στην παράσταση του Νανούρη, ο ήρωας δεν πέφτει ποτέ από τον θρόνο του, δεν χάνει ποτέ την ταυτότητα του τέλειου πολεμιστή. Ο Μ. Σαράντης τρέφει τον θεατή με έναν άκρατο θαυμασμό και θλίψη για αυτό που βλέπει, για τον ήρωα που μάχεται, για τον ήρωα που πεθαίνει μπροστά στα μάτια του. Άρα, δεν έχει τίποτε άλλο να δει: η κάθαρση του Αίαντα έχει επιτελεστεί ήδη από την (υπερ)προβολή του θανάτου του.

Γι' αυτό κιόλας η δυναμική της παράστασης πέφτει λίγο τα τελευταία είκοσι λεπτά. Οι θεατές χάνονται, αυτό που περίμεναν έχει συμβεί, τα όπλα του ήρωα είναι εκεί, μπροστά τους, αντί για το σώμα του (ή κάποιο ανδρείκελο) τονίζοντας συνεχώς την πολεμική και ηρωική του φύση, και η συζήτηση για την ταφή μάλλον τους φαίνεται άσκοπη. Το αποκορύφωμα όμως της ηρωοποίησης έρχεται στο τέλος. Ένα μεγάλο καβαλέτο μπαίνει στη μέση της σκηνής, βλέπουμε να δημιουργείται ένας Αίαντας μπροστά στα μάτια μας (αυτή τη φορά με φτερά), ένα ακόμα σκίτσο του, καθώς έχει γίνει κι αυτός μία ανάμνηση, στα λόγια ενός παραμυθά, ενός Μ. Σαράντη που έχει πια σωπάσει.

Προφανώς, μετά το τέλος της παράστασης το πλήθος χειροκροτά και ζητωκραυγάζει ενθουσιασμένο –πάντα το διεγείρει λίγο περισσότερο η εικόνα ενός αρχαίου, άσπιλου ήρωα. Ωστόσο, εγώ φεύγω από το θέατρο προβληματισμένη. Αν ο Αίας είναι από την αρχή ένας σπουδαίος ήρωας, τότε γιατί να μπει κάποιος στον κόπο να γράψει για τον θάνατό του; Μήπως περιορίζεται σε αυτή την ηρωοκεντρική πρόσληψη; Μήπως τελικά ο ήρωας-πρότυπο δεν έχει πια κάτι άλλο να μας δώσει; Βέβαια, μια παράσταση στα μέτρα της ερμηνευτικής γραμμής που αντέχει το κοινό, είναι σίγουρο πως θα γίνει επιτυχία, όπως η συγκεκριμένη.

Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν επιβράβευσε το κοινό την –πρωτοποριακή ίσως– σκηνοθεσία, αλλά την πραγμάτωση αυτού που είχε το ίδιο στο μυαλό του για τον Αίαντα –κοινώς, οι θεατές είδαν ακριβώς αυτόν τον Αίαντα που περίμεναν.

Μια παράσταση όμορφη, αλλά και ανώδυνη συνάμα. Αφήστε με να πιστεύω στην ανάγκη του «σοκ» στο αρχαίο δράμα –και στο θέατρο εν γένει. Δεν χρειάζεται να φεύγουμε πάντα από ένα θέατρο ικανοποιημένοι, γιατί το κοινό όταν σοκάρεται από μία παράσταση αρχαίου δράματος, δεν προβληματίζεται από αυτό που επιτελείται μπροστά του, αλλά τρομάζει από αυτό που εννοείται πίσω του.
Και τι μας τρομάζει περισσότερο, από την ίδια την αλήθεια;



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συντελεστές:
Μεταγραφή: Νίκος A. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης
Ερμηνεία: Μιχάλης Σαράντης
Ζωγραφική: Απόστολος Χαντζαράς
Σκηνική επιμέλεια - Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Διασκευή - Προσαρμογή κειμένου: Γιώργος Νανούρης, Μιχάλης Σαράντης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων περιοδείας: Ρίτα Σίσιου