Γεβγκένι Βαχτάνγκοφ

Γεβγκένι Βαχτάνγκοφ

Ο Γεβγκένι Μπαγκρατιόνοβιτς Βαχτάνγκοφ (Yevgeny Bagrationovich Vakhtangov) γεννήθηκε το 1883 στη Ρωσία. Ήταν μαθητής του Στανισλάβσκι και υπήρξε, στη σύντομη ζωή του, ηθοποιός και σκηνοθέτης.

Το 1914 είχε διακριθεί σε ένα από τα εργαστήρια του μοσχοβίτικου καλλιτεχνικού θεάτρου, ενώ το 1918 υποδύθηκε τον Μάκμπεθ με μεγάλη επιτυχία και μέσα στην ίδια χρονιά σκηνοθέτησε –έπειτα από προτροπή του ίδιου του Στανισλάβσκι– το έργο Ντυμπούκ ή μεταξύ δύο κόσμων του Άνσκι στο εβραϊκό θέατρο της Μόσχας. Η παράσταση αυτή γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και το εν λόγω έργο έγινε γνωστό και αγαπητό στο παγκόσμιο θέατρο.

Σε όλη του την καλλιτεχνικής ζωή, ο Βαχτάνγκοφ, υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του επιδραστικού θεατρικού δασκάλου του, του Στανισλάβσκι, και επικριτής του Μέγερχολντ.

Κρατούσε πάντα σημειώσεις από τη θεατρική ζωή και ό,τι είχε σχέση με την μεγάλη του αγάπη, το θέατρο. Σε μια από αυτές τις πολλές σημειώσεις του αναφέρει: «Να αγαπάτε την σκηνή πιο πολύ από το ίδιο σας το σπίτι. Να την πλένετε τρεις φορές την ημέρα.».

Όταν τελείωσε η επανάσταση ανέλαβε τη διεύθυνση του Τρίτου Στούντιο του Μ. Κ. Θ. και ανέβασε το έργο του Μέτερλινκ Το θαύμα του Αγίου Αντωνίου καθώς και τα Παντρολογήματα του Γκόγκολ.

Μια ακόμα σημείωσή του μας κάνει γνωστό ότι: «Θα 'ρθει μια μέρα, που τα ζωγραφιστά σκηνικά θα αντικατασταθούν από τοπία που θα δημιουργεί ο φωτισμός.» ενώ αρχίζει σιγά σιγά να κρατάει αρνητική στάση απέναντι στον δάσκαλό του, τον Στανισλάβσκι: «Ο Στανισλάβσκι βρίσκει αρμονία μονάχα στην κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής του. Ωστόσο, μια εποχή που δεν είναι αιώνια, ενώ το αιώνιο υπάρχει σε κάθε εποχή.».

Θα σημειώσει ακόμα μια μεγάλη επιτυχία με την Πριγκίπισσα Τουραντό του Κάρλο Γκότσι.

Στο απόγειο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας και με έμφυτο το θεατρικό ταλέντο, οι παραστάσεις του φεύγουν από το κλίμα του Στανισλάβσκι και έρχονται πιο κοντά στο κλίμα του Μέγερχολντ.

Για την σκηνοθεσία της παράστασης Πριγκίπισσα Τουραντό καλό είναι να αναφερθεί ότι τις τελευταίες πρόβες τις διηύθυνε ο Βαχτάνγκοφ από το δωμάτιο του νοσοκομείου. Πέθανε μέσα στην ίδια χρονιά, μόλις στα τριάντα εννέα του χρόνια, μην έχοντας δει την παράστασή του. Η παράσταση αυτή παίχτηκε και στην Αθήνα το 1964, όπου παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία. Σημειώνει ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός στο θεατρικό λεξικό, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος, για τον Βαχτάνγκοφ: «Όπως και να 'χει το πράγμα, ο Βαχτάνγκοφ στάθηκε ο μόνος σκηνοθέτης στην θεατρική ιστορία που έμεινε αθάνατος από μια και μοναδική παράσταση.» εννοώντας την Πριγκίπισσα Τουραντό.
Το 1926 το θέατρο πήρε το όνομά του. Μνημονεύεται για την αγάπη και για την προσήλωσή του στο θέατρο και αν έκανε αρκετές σκηνοθεσίες η πιο πετυχημένη του ήταν η σκηνοθεσία για την παράσταση Πριγκίπισσα Τουραντό.
Για την παράσταση Πριγκίπισσα Τουραντό επίσης σημειώνει ο Αλέξης Σολομός: «Το σκηνικό και τα κοστούμια της Τουραντό, φτιαγμένα από τον σκηνογράφο Νιβίνσκι, συνδυάζουνε τον φουρουρισμό του Μαρινέτι, τον κυβισμό του Πικάσο και τον εξπρεσιονισμό του Καντίνσκι σε ένα σατιρικότατο κράμα. Τα ανθρώπινα σύνολα και η υποκριτική έκφραση αναβιώνουν τη μέθοδο της κομέντια ντελ' άρτε, με ανάκατα στοιχεία απ' το παραδοσιακό κινέζικο θέατρο. Οι ηθοποιοί εμφανίζονται στον πρόλογο με σύγχρονα βραδινά ρούχα και μασκαρεύονται θεατρικά μπροστά στο κοινό. Οι τέσσερις βασικοί ρόλοι χρησιμοποιούνε μάσκες. Όταν δεν παίρνουν μέρος στη δράση, ανακατώνονται με τους θεατές. Στα διαλείμματα δεν κλείνει η αυλαία και οι μηχανικοί της σκηνής, αποκριάτικα ντυμένοι, αλλάζουν τα έπιπλα. Στα κοστούμια σμίγει ο εποχικός χαρακτήρας με σύγχρονες ενδυματολογικές νύξεις πως το έργο δεν παίζεται τότε αλλά τώρα. Τον ίδιο σκοπό έχουν και οι επίκαιρες προσθήκες που παραλλάζουν το κείμενο του Γκότσι και κάνουν πιο ζωντανή την ειρωνεία και πιο τερατώδες το μπουρλέσκο. Κοντολογίς, εφαρμόζεται το δόγμα του Μέγερχολντ που σημάδεψε όλη την προτοπωριακή εποχή 1915-1930 του τσαρικού και σοβιετικού θεάτρου, ότι πρέπει πάντα να θυμάται ο θεατής πως βρίσκεται στο θέατρο.».

Στην ιστοσελίδα του Actors' Studio, ο μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου φέρεται να είπε: «Αν εξετάσετε το έργο του συστήματος Στανισλάβσκι, θα δείτε ένα αποτέλεσμα. Αν το εξετάσετε στο έργο ενός από τους σπουδαίους μαθητές του, του Βαχτάνγκοφ –ο οποίος επηρέασε την σκέψη και την δραστηριότητά μας– θα δείτε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα. Στο έργο του Βαχτάνγκοφ, η χρήση της μεθόδου από τον ίδιο, ακόμη πιο λαμπρή και πιο ευφάνταστη από αυτήν του Στανισλάβσκι και όμως ο Βαχτάνγκοφ πέτυχε τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα.».

Ο κορυφαίος Γερμανός δραματουργός Μπέρτολτ Μπρεχτ, για τον τρόπο που εργαζόταν ο Βαχτάνγκοφ, σημειώνει:
1) Το θέατρο είναι θέατρο,
2) Το πώς, όχι το τι,
3) Περισσότερη σύνθεση,
4) Μεγαλύτερη εφευρετικότητα και φαντασία ενώ στη συνέχεια υποστηρίζει ότι η μέθοδος του Βαχτάνγκοφ στερείται της κοινωνικής διορατικότητας και της παιδαγωγικής λειτουργίας της.

Ο Βαχτάνγκοφ έφυγε από τη ζωή το 1922, αφήνοντας μια σκηνοθεσία που κράτησε και δεκαετίες μετά τον πρόωρο θάνατό του αλλά και τη φήμη ενός σπουδαίου σκηνοθέτη που αναμετρήθηκε με έργα από το παγκόσμιο δραματολόγιο.
Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους σκηνοθέτες, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στα θεατρικά τεκταινόμενα της εποχής του και μπόρεσε να γίνει ιδιαίτερα επιδραστικός στους ανθρώπους που ασχολήθηκαν επαγγελματικά με τον χώρο του θεάτρου. Σπουδαίος αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει τη φήμη του μεγάλου του δασκάλου, του Στανισλάβσκι. Οπωσδήποτε όμως το όνομά του εξακολουθεί να είναι συνδυασμένο για την αγάπη και την προσήλωση στο θέατρο και κυρίως η τελευταία του σκηνοθεσία, η Πριγκίπισσα Τουραντό, να συμπεριλαμβάνεται στις καλύτερες παραστάσεις που έγιναν ποτέ στο παγκόσμιο θέατρο.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι πληροφορίες καθώς και η φωτογραφία αντλήθηκαν από το Θεατρικό λεξικό του Αλέξη Σολωμού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.