Γιάννη Σμίχελη
Ενώ λοιπόν ο ελληνικός εθνικισμός ήταν διάτρητος
με καβαλικεμένα καλάμια και βασικό κεντρικό μότο
πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ξεκινά από τον αρχαίο ελληνικό
ότι ο χριστιανισμός έχει σαν βασικό μέσο διάδοσης την ελληνική γλώσσα
και βασική πηγή εμπλουτισμού του πάλι το αρχαίο ελληνικό πνεύμα
στην τελική οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα έχουν πει όλα
οι υπόλοιποι μεταγενέστεροι τους αντιγράφουν
εθελοτυφλούμε στο συνονθύλευμα που αυτοχρίστηκε ελληνικό
ενώ βασικά μόνο χριστιανικό και κατάλοιπο του Βυζαντίου ήταν
που άντεξε στη διάδοχη κατάσταση της οθωμανικής
με πολύ έντονο το τοπικιστικό πνεύμα
κι ελάχιστη εθνοτική συνείδηση. Οι Νεοέλληνες δεν ήταν ποτέ εθνικοί,
καχύποπτοι ανασφαλοί καιροσκόποι ήταν.
Βασικά σχεδόν όλοι δήλωναν ως κύριο στοιχείο ταυτότητας τον τόπο καταγωγής
την θρησκευτική πίστη κατόπιν και τρίτο καταϊδρωμένο το έθνος.
Άλλωστε μέχρι να φτιαχτεί η ελληνική δημοτική καθομιλουμένη
μεταξύ τους δεν πολυκαταλαβαίνονταν αφού οι διάλεκτοι είχαν ποικίλες προελεύσεις
Έτσι ώστε να είναι επιρροές κουλτούρας από άλλες εθνότητες
Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι, Πόντιοι, λοιποί Μικρασιάτες, Αρβανίτες,
Σλάβοι, Εβραίοι, Ιταλοί, Βούλγαροι, Άραβες
χώρια τις διαφορές των ομογενειακών παροικιών.
Παρότι είμαστε μια χούφτα άνθρωποι συγκριτικά με τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης
τέτοια αλληλοφαγωμάρα, φθόνος, ζήλια, υπονόμευση και τόσοι εμφύλιοι
ακόμη και οι Ιταλοί που μας έμοιαζαν λόγω της μακραίωνης ιστορίας κρατών-πόλεων
δεν κατέληξαν στον αλληλοσκοτωμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Κάτι που σε μας στοίχισε διακόσιες χιλιάδες ζωές, πρόσφυγες κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες
Πολιτικούς κρατούμενους, στιγματισμένους, περιθωριοποιημένους
και ήδη είχε συρρικνωθεί ο συνολικός πληθυσμός, μόνο τα θύματα της πείνας
ήταν πάνω από μια εκατοντάδα χιλιάδα, εκτός από τους σκοτωμένους του πολέμου
της αντίστασης, των αντίποινων.
Κι ενώ έχουν συμβεί όλα αυτά αντί να πάρει η οικονομία την πάνω βόλτα το πενήντα
μεταναστεύει μισό μύρι και το αξιολογούν οι υποτιθέμενοι εθνάρχες ευλογία.
Από το εξήντα κι ύστερα το φαινόμενο αστυφιλίας
και η συνακόλουθη ερημοποίηση της υπαίθρου
είναι δήθεν ένδειξη της ισχυρής ανάπτυξης. Ωραία εθνική πολιτική είχαμε
Ποιος δουλεύει ποιον, ρε; Τι έθνος ανάδελφον και κουραφέξαλα;
Ένα μπουλούκι ανεκπαίδευτων ηθοποιών του δρόμου
που επαναλαμβάνουν την αρχαία ελληνική τραγωδία
μ' εφιαλτικούς όρους αιματοβαμμένης οπερέτας.
Όσο για το ανάδελφο είναι κι αυτό παραμύθιασμα αυτοϊκανοποίησης
Ούνα ράτσα ούνα φάτσα με την νότια Ιταλία, με τους Εβραίους
να λειτουργεί ο ένας για τον άλλο ως alter ego
κι από κοντά Αρμένιοι, Γεωργιανοί κι Αλβανοί.
Το έθνος μας είναι για τα μπάζα και διασώζεται διαρκώς από τον λαό του
μόνο που τον τελευταίο τον αλλοίωσαν σε πριμαντόνες αστικοκουραμπιέδιες
κι έχασε τον προσανατολισμό του στην ανοικτή διαδραστική κουλτούρα
και στην διαρκή αναζήτηση κι εμπλουτισμό του λαϊκού πολιτισμού
μ' επίπτωση από το ενενήντα και μετά να νομίζει ότι αναβαθμίστηκε σε
επενδυτή, κτηματία, ιδιοκτήτη του ήλιου και της θάλασσας.
Ευτυχώς που ήρθε η κρίση του οκτώ για να τον ξεπουλήσει
το εθνικό πολιτικό προσωπικό στεγνά στο παγκόσμιο τραπεζικό κατεστημένο
για να συλλάβει τη διαφορά του από τις εθνομπουρμπουλήθρες.
Καθώς λοιπόν το εθνικό κράτος βουλιάζει η ανέχεια θα ξυπνάει τον λαό
η νέα ανασφάλεια του προσανατολισμού της μειοδοτούσας εθνικής
κοσμοπολίτικης αλλοπρόσαλλης αστικής τάξης
θα του ενεργοποιήσει όλα τ' αντανακλαστικά για τη δημιουργία
μιας νέας λαϊκής ταυτότητας με αυτοαναφορικότητα.
Το βασικό καλό του νέου συμφώνου φιλίας των Αθηνών
είναι πως θα συναντηθούν οι λαοί Τούρκων κι Ελλήνων
έτσι ώστε να συλλάβουν ότι στο ίδιο καζάνι εκμετάλλευσης βράζουν.
Ίσως τότε ο Χικμέτ με τον Ρίτσο ν' αποκτήσουν κοινό διάδοχο.
Γυρνώ σαν σκιά στην πόλη του Ρεθύμνου εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια
όποτε την αγγίζω με τη μνήμη πιάνεται η ψυχή μου
αδυνατώ να σταθώ και ν' ανασυστήσω συγκεκριμένα περιστατικά και εικόνες
δραπετεύω από τη μνήμη μου σαν κάβουρας που κρύβεται στα βράχια
γίνεται η αμνησία μια πέτρινη πανοπλία, ένα προστατευτικό κέλυφος
στο ούτως ή άλλως ανθεκτικό οστρακοειδές δέρμα μου
κι όμως μέσα του υπάρχει μια διαρκή πληγή, αιμορραγεί, δεν με υπακούει
με οδηγεί σε ατραπούς αγνώστους προς μια πορεία θεραπείας δια μέσου του ξένου.
Ξέρω πως ως ξένος νιώθω καλύτερα παρά ο οικείος ή δικός τους
ήμουν πάντα για τους δικούς μου άλλους το σφαχτάρι, ο βολικός τύπος
που τους εξυπηρετώ για να μου την φέρουν, τι καλό παιδί που ήσουν
μου έλεγε ή μάνα μου, και μετά με κατηγορούσε πως της έφαγα τα λεφτά της,
τους τα βρόντηξα κι έφυγα, κι έτσι άρχισα να με βλέπω ξανά και ξανά
σε όλα τα μέρη της Ελλάδας που έζησα, μόνο στο Ρέθυμνο δεν με τοποθετώ
με ακρίβεια και χρονική διαδοχή γεγονότων με πειστική διήγηση.
Όχι, έρχονται φλασιές από καθηγητές, συμφοιτητές, ερωμένες, γνωστούς
μπαρ, πανεπιστήμιο, εστιατόρια, πολλά χωριά, γουστόζικα κάποια από αυτά
αλλά δεν μπορώ να κάνω τον σκελετό ενός ιστορικού μυθιστορήματος
έστω αφήγησης
σαν να δένει το ψυχικό μου τραύμα τις εκλάμψεις των αναμνήσεων
ούτε καν ολόκληρες οι μνήμες δεν έρχονται, κεραυνοί αποσπασματικότητας
και να τους χειρίζομαι σαν ηλεκτροσόκ στα οποία συνηθίζω
μαλακίες τίποτα δεν είναι μια συνήθεια, συνηθισμένος είναι μόνο ο επιφανειακός τύπος
ο φελλός που κολύμπα στη θάλασσα και δεν πνίγεται ποτέ
το πλαστικό που παραμένει αναλλοίωτο για εκατοντάδες και βάλε χρόνια
και όστρακο να ήμουνα καλύτερα θα ήταν
είμαι άνθρωπος και πρωτίστως απροσάρμοστος
μπορεί όμως και να είναι αυτό που θα με σώσει από την λαίλαπα της εποχής
την αποχαύνωση.
Γυρίζω διακόπτη, κλείνω τα μάτια και κοινωνιολογίζω.
Η ρεθυμιώτικη κοινωνία ήταν ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα
απίστευτα ανομοιογενές και με κοινωνικά σύνολα σε παράλληλα σύμπαντα
οι ντόπιοι κάτοικοι, πολλοί χωριάτες από τον όνειρο όγκο του Ψηλορείτη
πανεπιστημιακή κοινότητα, στρατόπεδο νεοσύλλεκτων με πολλά προβλήματα
ψυχοκοινωνικά και τουρίστες, πολλούς και από όλο τον κόσμο
με τρία επιπλέον ακραία χαρακτηριστικά, οπλοφορία, χασισοκαλλιέργεια
και το κερασάκι στην τούρτα η παραδοσιακή βεντέτα.
Στιβάνια, κουμπούρια, τρίφυλλα και τετράφυλλα, μίνι, φαιοπράσινες
βιβλία στις μασχάλες, βιβλία στα χέρια, βιβλία στο κεφάλι, βιβλία δίπλα στα καραφάκια ράκη,
σανδάλια, μπικίνια, μαυρομάντηλα, γραβάτες, κοστούμια, γόβες στιλέτο και σκαρπίνια
μαζί με καρναβαλιστικά ρούχα. Και το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν
το καρναβάλι λάμβανε χώρα στις Απόκριες ή σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σημ. επιμ.: Στον στίχο «το πενήντα / μεταναστεύει μισό μύρι» προφανώς έχει δομήσει ένα υποκοριστικό σχήμα για το εκατομμύριο ή πρόκειται για έναν τύπο της αργκό.
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος πρώτο: Παρακμιακοί λαβύρινθοι.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Φωτεινής Χαμιδιέλη.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.