Χρύσα Μαρδάκη: Το ιστορικό μυθιστόρημα «Οι Ελληνίδες» με υπότιτλο «Η υποδόρια επανάσταση» αποτελεί για μένα μια νοηματική και χρονική συνέχεια και εξέλιξη του προηγούμενου έργου μου «Ελέγκω: Αν ήσουν γυναίκα στην Ελληνική Επανάσταση».
Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Χ.Μ.: Στο γραφείο του σπιτιού μου, επειδή η συγγραφή του απαιτούσε ερευνητική εργασία με χρήση πηγών τόσο από το διαδίκτυο, όσο και από την προσωπική μου βιβλιοθήκη.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Χ.Μ.: Πρόκειται για ένα, όπως προείπα, ιστορικό μυθιστόρημα με το οποίο επιδιώκω να ανασύρω από την αφάνεια γυναικείες προσωπικότητες, τις οποίες θεωρώ άδικα εκτοπισμένες από το προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας και να αποκαλύψω, στα όρια των δυνατοτήτων μου και της έκτασης ενός λογοτεχνικού έργου, απολύτως ενδεικτικά, μέρος έστω, της ογκώδους γυναικείας δράσης, καθώς και επιστημονικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, από το 19ο αιώνα, μέχρι περίπου τα μέσα του 20ού.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Χ.Μ.: Το 1964 στο Ολυμπία, το πιο γνωστό υπερωκεάνειο μετανάστευσης Ελλήνων στην Αμερική, ένας Ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από μια ηλικιωμένη συγγραφέα, η οποία πρόκειται να εκδώσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «Οι Ελληνίδες» και υπότιτλο «Η υποδόρια επανάσταση». Το βιβλίο της αρχίζει και τελειώνει με το πρωτοφανές, για τη νεότερη ελληνική ιστορία, γεγονός της παρασημοφόρησης από την ίδια τη βασίλισσα Όλγα γυναικών που συμμετείχαν ως υγειονομικοί στον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Αναφέρεται στα γεγονότα, τον χαρακτήρα και τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, που επηρέασαν τη λειτουργία και ιδιαιτερότητα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα και επικεντρώνεται στη συναρπαστική ζωή, το εντυπωσιακό έργο και δράση τριών κεντρικών προσώπων. Τριών πολύ σημαντικών αλλά αφανών στο πλατύ κοινό, Ελληνίδων: της πρώτης Ελληνίδας γιατρού στα πεδία των μαχών, δρ Μαρίας Καλαποθάκη, της ιδιοκτήτριας, διευθύντριας παρθεναγωγείου, βραβευμένης από την Ακαδημία Αθηνών για την 60ετή εκπαιδευτική προσφορά της Ασπασία Σκορδέλη και της διακεκριμένης στα salon του Παρισιού, αλλά άγνωστης στην Ελλάδα, ζωγράφου Κλεονίκη Ασπριώτου.
Παράλληλα και γύρω από τις τρεις γυναίκες, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, πολλές άλλες γυναίκες, από διάφορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και περιοχές του Ελληνισμού, μέσα κι έξω από την ελληνική επικράτεια, μόνες ή συλλογικά, έδιναν τους δικούς τους αγώνες κι έκαναν τις δικές τους ιδιότυπες «υποδόριες» επαναστάσεις, διεκδικώντας το αυτονόητο: ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συμμετοχή στη δημόσια ζωή της χώρας. Εξέχουσα προσωπικότητα η εκδότρια Καλλιρόη Παρρέν και πραγματικό θησαυροφυλάκιο των περισσοτέρων πολύτιμων για το έργο ντοκουμέντων, η «Εφημερίς των Κυριών», κέντησε με ανεξίτηλες κλωστές και χρώματα όλο τον καμβά του βιβλίου, ώστε οι αναγνώστες να αντικρύσουν ολοζώντανη και σαν καρδιά παλλόμενη την ιστορία της γυναικείας χειραφέτησης στην Ελλάδα.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Χ.Μ.: Την προσωπικότητα και το εσωτερικό κάλλος των ηρωίδων. Την επιμονή, το θάρρος και την αφοσίωση στην πραγμάτωση των οραμάτων τους, προσωπικών και συλλογικών. Θαύμασα επίσης την γνήσια φιλοπατρία, την ανιδιοτέλεια και την εγκάρδια συμμετοχή σε συλλογικότητες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου των γυναικών της εποχής εκείνης, σπάνιο στη σημερινή νοοτροπία του ατομικού συμφέροντος, του καιροσκοπισμού και της ανταγωνιστικότητας.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Χ.Μ.: Νομίζω και οι τρεις πρωταγωνίστριές μου, γι' αυτό και τις ξεχώρισα. Αγάπησα στην καθεμιά κάτι διαφορετικό. Στην Καλαποθάκη την ανιδιοτελή αγάπη της στον πάσχοντα άνθρωπο, πέρα από φυλετικές, κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις και διαφορές. Στην Σκορδέλη την προσήλωσή της στην εκπαιδευτική της αποστολή, την οποία υπηρέτησε με όσους τρόπους μπορούσε κι απ' την οποία δεν παραιτήθηκε παρά στα βαθιά της γεράματα. Στην Ασπριώτη την μαχητική διεκδίκηση της απόδοσης της αξίας που δικαιούνται οι καλλιτέχνιδες και την ανυποχώρητη προάσπιση του εικαστικού της έργου. Και στις τρεις το ίδιο πάθος κι αφοσίωση στον αγώνα που έδιναν.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Χ.Μ.: Θα έλεγα πως προσφέρει μια άλλη οπτική γωνία προσέγγισης της νεότερης ιστορίας μας. Όχι αναγκαστικά πιο γυναικεία. Πιο πανοραμική κι ίσως, γιατί όχι, πιο αντικειμενική. Με κεντρικό γεγονός την τραυματική για την νεότερη ελληνική ιστορία, εμπειρία του λεγόμενου «μαύρου '97», με εφόρμηση το οποίο, ξεκίνησε περισσότερο συνειδητά και διεκδικητικά τόσο το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα, όσο και η γενικότερη αφύπνιση των Ελληνίδων, ξετυλίγονται από το λίγο πριν, έως και λίγο μετά, οι ιστορίες κάποιων από τις πιο επιφανείς-αφανείς Ελληνίδες εκείνης της κρίσιμης εποχής. Της εποχής που ξεκίνησαν όλα για την σύγχρονη ταυτότητα των Ελληνίδων. Της εποχής που βάζοντας στο στήθος τους το πρώτο παράσημο, σήκωσαν το κεφάλι, σήκωσαν τα μανίκια κι άνοιξαν την πόρτα, γι' άλλους της φυλακής, γι' άλλους του βασιλείου τους. Άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους, για πρώτη φορά ως ενεργοί πολίτες. Πρώτη φορά περήφανες ως γυναίκες εργαζόμενες, πολίτες, ως άξιες απόγονοι των άξιων γυναικών του γένους μας. Ως άξιες πρόγονοι κάθε γενιάς. Ως άξιες Ελληνίδες.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Χ.Μ.: Δεν αγωνιώ, ελπίζω πάντως οι αναγνώστες να γνωρίσουν λίγο καλύτερα και να εκτιμήσουν το παρελθόν που μας καθορίζει.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Χ.Μ.: Όσοι και όσες νιώθουν την ανάγκη να μάθουν ποιοι και ποιες είμαστε και γιατί, αλλά και επιθυμούν να χαρούν σαν παραμύθι και να βιώσουν σαν απτή πραγματικότητα τις ζωές, τις αντιξοότητες και τα επιτεύγματα των προγιαγιάδων μας. Είναι τόσο νωπά τα αποτυπώματά τους...
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Χ.Μ.: Για να βαδίσετε και να περιπλανηθείτε σε κόσμους τόσο δικούς μας και τόσο άγνωστους, κρυμμένους κι εξωτικούς.
Γιατί δεν πρέπει;
Χ.Μ.: Για κανέναν λόγο. Ακόμη και οι πλέον προκατειλημμένοι, οι ξερόλες ή όσοι προτιμούν πιο εύπεπτα αναγνώσματα, με το πρώτο ξεφύλλισμα, τη μικρή στάση σε φωτογραφίες και πίνακες και ένα διαγώνιο... σάρωμα τυχαίων σελίδων, θα βρουν σημεία που θα τους κεντρίσουν και θα τους παρακινήσουν σε πιο ουσιαστικό διάβασμα.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Χ.Μ.: Στο βιβλιοπωλείο (και το ηλεκτρονικό) των εκδόσεων Ελκυστής στην Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλά ηλεκτρονικά και συμβατά βιβλιοπωλεία της χώρας.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Χ.Μ.: Στα xrymard@gmail.com, xrymard@yahoo.gr και 6938963172, 2422024320. Επίσης στο fb και το google πάλι ως Χρύσα Μαρδάκη.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Χ.Μ.: Το χρώμα μιας ανοιξιάτικης μέρας καθώς ξημερώνει (τα χρώματα του εξωφύλλου).
Ποια μουσική;
Χ.Μ.: Οι «36 ελληνικοί χοροί» του Νίκου Σκαλκώτα και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι.
Ποιο άρωμα;
Χ.Μ.: Του γιασεμιού.
Ποιο συναίσθημα;
Χ.Μ.: Ελπίδα.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Χ.Μ.: Ο γεωφυσικός χάρτης της Ελλάδας.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Χ.Μ.: Υπήρξα εκπαιδευτικός και για πολλά χρόνια ασκούσα και τα δύο. Αγαπώ την κοινωνικότητα και την διαπροσωπική σχέση της εκπαίδευσης όσο και την μοναχικότητα και την αινιγματική νοερή επαφή με το εν δυνάμει αναγνωστικό κοινό της συγγραφής.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Χ.Μ.: Φοβάμαι πως δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον, διότι διαβάζω, κυρίως με αφορμή προβληματισμούς που προκύπτουν από τα κείμενά μου, πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους, πεζογράφους και ποιητές.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Χ.Μ.: Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιους από τους παραπάνω για τον τρόπο γραφής τους και το έργο τους, που αναμφισβήτητα κάπως όλοι με επηρέασαν, θα μπορούσε να είναι η «Ασκητική» του Καζαντζάκη, «Η τέχνη να είσαι ευτυχισμένος», του Άρτουρ Σοπενχάουερ, το ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, «Η Μαρία των Μογγόλων» της Μαριάννας, Κορομηλά, «Η γυναίκα από βελούδο» του Φρέντυ Γερμανού.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Χ.Μ.: Θεωρώ πως το ορθότερο στη συγγραφή είναι ο γράφων να συνομιλεί με τους ήρωές του και να τους ακούει προσεκτικά. Ακόμη κι οι μυθοπλαστικοί ήρωες αποπνέουν τον αέρα του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο αναγκαστικά οφείλει ο συγγραφέας να τους εντάξει. Από την άλλη δεν μπορούν παρά να μιλήσουν με τις δικές του λέξεις, να ζήσουν γεγονότα και καταστάσεις όπως εκείνος τα δημιουργεί ή τα μεταφέρει με την προσωπική του πένα, να νιώσουν συναισθήματα που σ' εκείνον γεννιούνται ή πλάθοντας τον χαρακτήρα τους, πιστεύει ότι έχουν. Γενικά την βλέπω ως μια διαδικασία συνεχούς κι αμφίπλευρης επικοινωνίας με πάμπολλες εκφάνσεις και αποτελέσματα.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Χ.Μ.: Καταρχήν ανάγκη να εκφραστεί μέσω του λόγου και γραπτά κι έπειτα να νιώσει χαρά γράφοντας. Αυτά είναι αρκετά για να αποκαλυφθεί το ταλέντο, να κινητοποιηθεί η φαντασία, να αποκτηθεί η εμπειρία.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Χ.Μ.: Πολλοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Φυσικά η δύναμη του έργου. Ας μην υποτιμούμε όμως και την προβολή που επιφέρει η υπογραφή ενός γνωστού στο κοινό ονόματος ή μεγάλου εκδότη, την διαφημιστική καμπάνια, αλλά και την ευμένεια της τύχης και των συγκυριών.
Τι την αποτυχία;
Χ.Μ.: Τα ίδια από την ανάποδή τους.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Χ.Μ.: Μόνο όταν γίνεται αυτοσκοπός ή προτιμά να ζει κανείς αποκλειστικά στην εικονική πραγματικότητα του βιβλίου, από την πραγματική ζωή και την επικοινωνία με τους γύρω του. Αλλά το ίδιο ισχύει και με πολλά είδη εθισμών, όπως με το διαδίκτυο.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Χ.Μ.: «Προχωρώντας παρέα με τους συνοδοιπόρους των τέρψεων και των παθών μου».
Η Χρύσα Μαρδάκη σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών μιλάει για το ιστορικό μυθιστόρημά της Οι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής.
Η Χρύσα Μαρδάκη γεννήθηκε στον Βόλο το 1963 και διαμένει μόνιμα στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ευξεινούπολη Αλμυρού Μαγνησίας. Εργάστηκε ως καθηγήτρια κοινωνιολόγος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διετέλεσε υποδιευθύντρια και διευθύντρια στο Γενικό Λύκειο Αλμυρού Μαγνησίας. Ασχολείται από την παιδική της ηλικία με την ποίηση και την πεζογραφία. Όμως μόλις το 2014 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «Λίγο πιο πάνω από τον Παγασητικό, λίγο πιο κάτω από την Όθρυ», το 2016 την ποιητική συλλογή «Όσα ξέρω για τους ανθρώπους», ενώ το 2018 «Το περιβόλι της ελληνικής μυθολογίας», μια συλλογή παιδικών ποιημάτων, για την οποία απέσπασε σε διαγωνισμό παιδικής λογοτεχνίας τον Έπαινο της «Γυναικείας λογοτεχνικής συντροφιάς», το 2017. Την πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία την έκανε το 2020, με εννέα αφηγηματικούς μονολόγους με τίτλο «Η ημέρα της εξόδου» με τις εκδόσεις «Carpe Librum». Τον Ιούνιο του 2021 κυκλοφόρησε το ιστορικό μυθιστόρημά της: «Ελέγκω: Αν ήσουν γυναίκα στην Ελληνική Επανάσταση» από τις εκδόσεις «medi terra books», με το οποίο είχε την τιμή να λάβει μέρος στις επετειακές εκδηλώσεις του Δήμου Αλμυρού για τα 200 χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας και τα 140 ελεύθερου Αλμυρού, την 17η Αυγούστου, ημέρα της επετείου απελευθέρωσής του από τους Τούρκους. Έχει διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς ποίησης και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις ποίησης και πεζού λόγου, με τελευταίο, το συλλογικό έργο, «Αφανείς ήρωες του 1821», μετά τη βράβευσή της σε λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων «Νίκας». Ταυτόχρονα, είναι δημιουργός και συντονίστρια της Λέσχης Ιστορίας, Λόγου και Τέχνης του Πολιτιστικού Συλλόγου Ευξεινουπόλεως, με βασικό στόχο την ανάδειξη, τη μελέτη και την παρουσίαση σ' ένα ευρύτερο κοινό τόπων, χρόνων και ανθρώπων, όπως εμφανίζονται στη μεγάλη εικόνα της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης. Ό,τι δηλαδή επιδιώκει να επιτευχθεί και με το παρόν βιβλίο.