Το κείμενό μου αυτό αφιερώνω στους Παναγιώτη Βρακά, Σοφία Μπέλλου, Τάσο Κούζη και Μιχάλη Κόντη (διδασκάλους μου κατά τα σχολικά μου χρόνια), εξαιρετικούς φιλολόγους που συνέτειναν καταλυτικά στην διαμόρφωση της επιστημονικής μου προσωπικότητας.
Η ποιητική συλλογή του Σαντορινιού Ιάκωβου Θήρα-Καραμολέγκου με τίτλο Ονειροπατρίδα εξεδόθη το 2022 από τις εκδόσεις Κοράλλι και βραβεύτηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 2024. Ο ποιητής αυτός, όντας από τους πνευματικούς ανθρώπους της νέας γενιάς που επιτελούν αξιόλογο και αξιαφήγητο διανοητικό έργο, πρέπει να καταταχθεί στους αισθαντικούς γλύπτες της σύγχρονης στιχουργικής, καθώς τα συνθέματά του διέπονται εν συνόλω από έντονη φιλοπατρία και κατάδηλο ερωτισμό, ενώ εντοπίζονται και εικόνες του ελλαδικού χώρου έξοχα παρουσιασμένες. Υπό το φιλολογικό αυτό πρίσμα, ο δημιουργός αυτός, παρά την αξιοσέβαστη αφοσίωσή του στη λεπτομέρεια και τεχνικώς εννοουμένη αποτύπωση του στίχου, εντάσσεται, εν τινί μέτρω και μεταξύ άλλων, και στο κίνημα του ρομαντισμού. Το πρώτο, άλλωστε, ποίημα της συλλογής –και, συνολικά, το καλύτερο– με τίτλο Ύμνος φτωχός και τίμιος σε μιαν Ελλάδα άλλη συνδυάζει αποτελεσματικά γνήσια μέριμνα για την μορφική επεξεργασία του έργου και, συνάμα, αυθεντική καλλιτεχνική απελευθέρωση, αποδεικτική και της βούλησης του ποιητή να αγγίξει το σολωμικό πρότυπο, δηλαδή την αξεδιάλυτη σύνδεση νου (τεχνικής) και φαντασίας (καλλιτεχνικού γούστου). Σε αυτό το εκτενέστατο ποιητικό του δημιούργημα, ο Καραμολέγκος, υπερβαίνει εαυτόν και επιχειρεί με ανδρεία να κοιτάξει τον Διονύσιο Σολωμό κατάματα.
Στο κείμενό μου, βέβαια, αυτό, όπως φαίνεται ήδη και από την τιτλοφόρησή του, προτίθεμαι να προβώ σε σύντομη φιλολογική και φιλοσοφική πραγμάτευση του ποιήματος Ευχαριστώ, εμπεριεχομένου, ως ειπώθηκε, στην συλλογή Ονειροπατρίδα. Το έργο τούτο, όχι, ασφαλώς, το καλύτερο της συλλογής αυτής και εκ πρώτης όψεως απλό τόσο στη μορφή όσο και στα ερμηνευτικά του συμφραζόμενα, περικλείει εντός του φιλοσοφικό ζήτημα άξιο προς πραγμάτευση και συλλογιστική προσέγγιση και, άρα, εγερτικό των ενδότερων διανοητικών δυνάμεων του ανθρώπου. Σωστό κρίνεται να παρατεθεί εν συνεχεία το ποίημα, βραχύ, εξάλλου, από άποψη εκτάσεως, ώστε να παρακολουθήσει ευχερώς το αναγνωστικό κοινό την εξέλιξη της ερμηνείας του:
Ευχαριστώ αυτές κι αυτούς που μ' αγνοούν,Σκάβουν τον λάκκο μου, μισούν, συκοφαντούνε...Παίζει να ζω –όταν εκείνοι δεν θα ζούνε–Μέσα στων πάντων την καρδιά, ψυχή και νου.Μ' υποχρεώνουν να δουλεύω με ορμήΚαι να κοιτάζω στην αγάπη να βαθαίνω.Για τα φαινόμενα γερνάω και πεθαίνω,Μα ετοιμάζω τ' αναστάσιμο κορμί...Ευχαριστώ αυτές κι αυτούς που με μειώνουν:Στην ταπεινότητα των άστρων με ψηλώνουν!
Ο ποιητής αρχίζει το συγγραφικό ξετύλιγμα των αυθόρμητων, ως φαίνεται, συλλογισμών του με την λέξη «ευχαριστώ», ήδη καταγεγραμμένη στον τίτλο του ποιήματος, το οποίο θα κινηθεί, μάλλον, στον νοητικό άξονα της αποδοχής της ευεργεσίας. Σύντομα, όμως, διακρίνει ο αναγνώστης την ειρωνεία, η εμφατική παρουσία της οποίας δηλώνεται χωρίς περιστροφές με ρήματα και εκφράσεις, όπως «μ' αγνοούν», «σκάβουν τον λάκκο μου» και «συκοφαντούνε». Στους επόμενους δύο στίχους, ο συγγραφέας συγκεκριμενοποιεί τον συλλογισμό του, διατεινόμενος ότι αυτές οι εναντίον του επιθέσεις τού εξασφαλίζουν περίοπτη θέση μεταξύ των μεγάλων δημιουργών της ανθρωπότητας, ήτοι κατοχυρώνουν το μερτικό του στην αθανασία. Κατά συνέπεια, το ποιητικό υποκείμενο φρονεί πως η κατασυκοφάντηση από έτερο άνθρωπο δύναται να είναι εξυψωτική της φήμης του πνευματικού ατόμου, εδώ, προφανώς, του ποιητή. Υπαινίσσεται, παράλληλα, ο Καραμολέγκος, ότι οι φθονούντες, ιδίως αυτοί που τείνουν να αγνοούν τους διακεκριμένους ή, έστω, επίδοξους δημιουργούς, συνήθως ποδοπατούνται από τον αδέκαστο χρόνο, τον δυνάμενο να κρίνει άπαντες και άπαντα. Το νόημα τούτο εκφράζεται όμορφα με τον τρόπο διά του οποίου λήγουν ο πρώτος και τρίτος στίχος της πρώτης στροφής: εν ολίγοις, οι εκουσίως αγνοούντες τα σπουδαία πνευματικά συνθέματα, άρα και τους πατέρες αυτών, δεν πρόκειται να επιβιώσουν μετά την αναπόφευκτη φυσική φθορά των σωμάτων, εν αντιθέσει με την εξέχουσα διανοητικώς φύση, η οποία χάρη στο βαθυνόητο έργο της δύναται να αφήνει πίσω της αθάνατα πνευματικά τέκνα. Το τελευταίο αυτό το περιγράφει καταφανώς ανώτερα από εμένα ο Πλάτων στο Συμπόσιόν του. Όπως και να έχει, ο Καραμολέγκος είναι ποιητής θαρραλέος.
Όλος αυτός ο φθόνος, που, σημειωτέον, κάποτε κάμπτει αφεύκτως τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ακόμα και του πιο ανθεκτικού στην εναντίον του εχθρότητα, παρέχει σθένος αστείρευτο στον ποιητή, ο οποίος εργάζεται με ορμή και κάματο πνευματικό. Με λόγια διαφορετικά και φιλοσοφικά, εδώ εντοπίζεται μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε δύο αυξήσεις, ας τις ονομάσουμε έτσι: όσο οι άνθρωποι συνεχίζουν να φθονούν, τόσο η πνευματική προσωπικότητα, έχουσα και επίγνωση του ξεχωριστού ταλέντου της, πεισμώνει και δεν παύει να χαρίζει στην ανθρωπότητα βαθύπλουτη διανοητική δημιουργία. Τα φαινόμενα, ήγουν ο επίγειος κόσμος, αποφαίνονται πως ο ποιητής γερνάει και οδεύει προς τον θάνατο, την ολοκληρωτική ανυπαρξία· εντούτοις, ο αφανισμός του σώματος είναι, τελικά, μόνο φαινομενικός, αφού το όνομα συνεχίζει να ζει διά της επίκλησης που πραγματοποιούν σε αυτό οι μεταγενέστεροι. Αυτή είναι στο σημείο αυτό η σημασία του «αναστάσιμου κορμιού» (ωραία και πρόδηλη η χριστιανική επιρροή). Στις Φιλοσοφικές καταθέσεις μου σημειώνω σχετικά:
«Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την κατάκτηση της υστεροφημίας. Το αλλόκοτο, βεβαίως, είναι ότι ο άνθρωπος δεν έχει, ενδεχομένως, την δυνατότητα να απολαύσει τους καρπούς της προσφοράς του, αλλά συνεχίζω να θεωρώ ότι ευδαίμων είναι ο μη ευρισκόμενος εν ζωή σωματικώς, που εξακολουθεί, όμως, να αποτελεί συμβολική προσωπικότητα καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των ανθρώπων. Η μη ζωή, λοιπόν, μετατρέπεται εμφατικά σε πανηγυρική παρουσία με αέναη πνευματική ισχύ και, ίσως, αυτή να είναι, εντέλει, η αληθινή ζωή.» (Στ. Χρ. Αναστασόπουλος, Φιλοσοφικές καταθέσεις, Αθήνα 2021, σ. 195)
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι η φυσική απουσία είναι, τελικά, εμφατικότατη παρουσία, όταν το υποκείμενο έχει κατορθώσει να διακριθεί κατά τη διάρκεια της ένυλης υπάρξεώς του. Πρόκειται, όπως πρεσβεύω, για την συνήθη τάση της φιλοσοφίας, άρα και της ζωής τής ίδιας, να είναι αδιάσπαστα δεμένη με την αντίφαση. Το ανύπαρκτο είναι, στην πραγματικότητα, υπαρκτό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είναι αδύνατον να συλληφθεί πνευματικώς η έννοια της ζέστης δίχως την ύπαρξη του ψύχους. Φυσικά, η αποδοχή του συλλογισμού αυτού απαιτεί φιλοσοφικά προετοιμασμένο αποδέκτη, ο οποίος βούλεται να ζει τη ζωή του με τρόπο πνευματικό και καταδικαστικό της άμετρης ηδονής. Η ηδονή οφείλει, μεν, να αποτελεί μέρος της καθημερινότητας του ανθρώπου, αλλά σε πλαίσιο λελογισμένο, ειδάλλως το άτομο καταλήγει να φρονεί ότι όλα τελειώνουν εδώ, φτάνει, ως εκ τούτου, στο σημείο να υιοθετεί στάση ζωής παντελώς αντιφιλοσοφική.
Από την άλλη, ο άνθρωπος που δέχεται την ύπαρξη του επέκεινα, έστω και αποδεχόμενος την αδυναμία του να μιλήσει με εμπειρικά επιχειρήματα για αυτό, αφοσιώνεται στην διάπραξη ευγενών πράξεων, είτε σωματικών, είτε πνευματικών. Ας μην γελιόμαστε· άπαντες, λόγου χάριν, οι σπουδαίοι αθλητές έχουν καταληφθεί από τον πόθο της υστεροφημίας. Κατά ανάλογο τρόπο, οι πνευματώδεις προσωπικότητες στοχεύουν στη δημιουργία αθάνατων παιδιών, ήτοι συνθεμάτων, που θα εξακολουθήσουν με το κραταιό διανοητικό ακτινοβόλημά τους να είναι υπηρετικά των πνευματικών αναγκών της ανθρωπότητας και στο μέλλον. Αυτό, στην ουσία, το φιλοσόφημα εισηγείται και ο Καραμολέγκος: η δημιουργηθείσα εκ του υποκειμένου υλικότητα στο παρόν, δηλαδή το χαρτί πάνω στο οποίο καταγράφονται τα πνευματικά μηνύματα του δημιουργού, καταντά στο μέλλον να μετατρέπεται σε πνευματικότητα αέναη, ζείδωρη και οδηγητική, συμπερασματικά, των ανθρώπινων εξελίξεων. Το αθάνατο, εν ολίγοις, διανοητικό δημιούργημα κατευθύνει για πάντα τον έλλογο βηματισμό της ανθρωπότητας μέσα από την ολόφωτη πνευματικότητά του. Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερη δικαίωση για έναν διάκονο της λογοτεχνίας, της επιστήμης ή και του φιλοσοφικού στοχασμού;
Εξόχως φιλοσοφικό είναι, επομένως, το ποίημα τούτο του νεαρού Καραμολέγκου, που με τον μεστό ποιητικής έμπνευσης λόγο του έχει καταφέρει, ήδη, να είναι δέκτης σεβασμού από καταξιωμένους και τρανούς λογοτέχνες της πατρίδας μας, ενώ η πένα του αρχίζει σταδιακά να γίνεται γνωστή και στο εξωτερικό. Όχι άδικα, βεβαίως· και αυτό, διότι, μεταξύ άλλων, ο ποιητής μπόρεσε στο ποίημά του, Ευχαριστώ, να προβεί σε νοητική σύλληψη της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ διάκρισης και φθόνου και τόλμησε, συγχρόνως, να υπερασπιστεί την κατ' εκείνον πνευματική δύναμη των ποιητικών δημιουργημάτων του. Η διαπίστωσή του αυτή, αποδεικτική και αυτογνωσίας, είναι αναγκαίο να γίνει το φιλοσοφικό αθλοθέτημα του μέλλοντος: οι εξέχουσες διανοητικές φύσεις έχουν χρέος να μπορούν, με την συνδρομή της εξαντλητικής ενδοσκόπησης, να αναγνωρίζουν πρώτιστα τα σφάλματά τους φυσικά, ώστε και να εξελίξουν το επίπεδο του στοχασμού τους, αλλά δευτερευόντως και τις μοναδικές αρετές τους, τις απόλυτα ικανές να τους χαρίσουν την πολυπόθητη υστεροφημία.
Έχουμε, συμπερασματικά, χρέος να είμαστε αυστηροί μεν, δίκαιοι δε, όταν αξιολογούμε τον εαυτό μας: δεν πρέπει ποτέ να μας θεωρούμε κάτι παραπάνω από αυτό που όντως είμαστε, αλλά, αντίστοιχα, οφείλουμε και να μην υποβιβάζουμε ή αποκρύπτουμε τις όποιες κατακτήσεις μας, από φόβο μήπως εγείρουμε τον φθόνο της πλειονότητας. Πες για σένα όχι αυτό που θα ήθελαν οι υπόλοιποι, όχι αυτό που επιθυμείς εσύ, αλλά αυτό που είναι.
δρ κλασικής φιλολογίας ΕΚΠΑ
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η συλλογή του Ιάκωβου Θήρα-Καραμολέγκου Ονειροπατρίδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοράλλι