Boris Vian, ο λιποτάκτης

(ή τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια)

Φωτογραφίες του Boris Vian

«Δεν βρίσκομαι στη Γη για να σκοτώνω τους κακόμοιρους τους ανθρώπους», γράφει τραγουδιστά ο Boris Vian στον Πρόεδρο, ελπίζοντας ότι θα το διαβάσει αν έχει χρόνο και τονίζοντάς του ότι δεν έχει καμία διάθεση να τον πικράνει. Του υπενθυμίζει επίσης ότι «αν χρειάζεται να δοθεί αίμα μπορεί να δώσει το δικό του, για το καλό παράδειγμα». Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε δηλαδή. Το γράμμα αυτό είναι το τραγούδι Le déserteur (Ο λιποτάκτης). Το πιο γνωστό τραγούδι του, από τα απροσδιόριστου αριθμού που έχει γράψει.

Από τα λογοτεχνικά του έργα –τα έντεκα μυθιστορήματα καλύτερα, γιατί μέχρι και λιμπρέτο όπερας είχε γράψει– το πιο σημαντικό θεωρείται Ο αφρός των ημερών (L’ êcume des jours).[1] Αυτό βέβαια έγινε χρόνια μετά τον θάνατό του όταν συμπεριλήφθηκε στην περίφημη βιβλιοθήκη La Pleiade. Τιμή που δεν του είχαν κάνει όσο ζούσε. Σάμπως είναι και ο πρώτος; Προσωπικά μου αρέσει και Το φθινόπωρο στο Πεκίνο (L’ Automne a Pekin)[1]· είναι πιο φευγάτο. Δεν πιστεύω φυσικά ότι έχουν τόση σημασία οι προτιμήσεις μου για το διαμέτρημα αυτού του δημιουργού.

Όπως και να έχει όμως, αυτό που του προκάλεσε τους περισσότερους πονοκεφάλους με τη δικαιοσύνη και όχι μόνο –αλλά τον έκανε γνωστό όσο ζούσε και πρόσκαιρα ευκατάστατο– είναι το Θα φτύσω στους τάφους σας (J’ irais cracher sur vos tombes).[1] Βιβλίο που έμεινε για πάντα δεμένο μαζί του μιας και στην προβολή της ομώνυμης ταινίας –την οποία αποδοκίμαζε– πέθανε από καρδιακό επεισόδιο. Η υγεία του άλλωστε ήταν πάντα εύθραυστη. Το είχε γράψει, όπως και άλλα τρία, με το ψευδώνυμο Vernon Sullivan· ένα από τα πολλά που είχε υιοθετήσει. Ο ίδιος εμφανίζονταν ως μεταφραστής! Θα επανέλθουμε σ' αυτό αργότερα.

Ο πολυπράγμων Boris Vian ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, ένας αναγεννησιακός άνθρωπος του εικοστού αιώνα. Ασχολήθηκε με μία σωρεία θεμάτων, όχι τόσο συμβατών και όχι μόνο λογοτεχνικών. Ήταν –μεταξύ άλλων!– μηχανικός, τρομπετίστας, συνθέτης, τραγουδιστής, ποιητής, στιχουργός, πεζογράφος, αρθρογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός, ζωγράφος. Όλα αυτά σε τριάντα εννέα χρόνια. Σε τόσα του αφαίρεσαν το δόντι –όπως αποκαλούσε τη ζωή σ' ένα άλλο τραγούδι του, το προφητικό La vie c’ est come une dent (Η ζωή είναι σαν ένα δόντι). Έχουμε αναφερθεί σ' αυτό στο άρθρο για τον Georges Brassens. Η έγγραφη εκτίμηση του τελευταίου όμως στο οπισθόφυλλο του μοναδικού δίσκου που ηχογράφησε όσο ζούσε Chansons possibles ou impossibles (Τραγούδια πιθανά ή απίθανα) δεν βοήθησε και πολύ στην αποδοχή του. Τότε, φυσικά.

Η οικογένειά του ήταν αρχικά εύπορη και τα παιδικά του χρόνια σχεδόν αμέριμνα. Όχι και όλα τα υπόλοιπα όμως. Από μικρή ηλικία έδειξε το ταλέντο του για τη μουσική. Η ενασχόληση αυτή τον συνόδευσε μέχρι το τέλος. Παρά το γεγονός ότι είναι περισσότερο γνωστός ως λογοτέχνης, η μουσική τον πλάνεψε από την αρχή και απορρόφησε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του. Οι μουσικές του γνωριμίες περιλάμβαναν (εκτός του Brassens φυσικά), από τον σημαντικό Γάλλο μουσικό Serge Gainsbourg μέχρι και τον θρυλικό Duke Ellington. Είχε επίσης γνωριμία με τον μεγάλο Miles Davis –συνάδελφος στην τρομπέτα γαρ.

Με τον πρώτο έχουν γράψει τουλάχιστον ένα τραγούδι, το απίστευτο Quand J’ aurais du vent dans mon crane. Λέει πράγματα σαν κι αυτά: «Όταν θα έχω αέρα μέσα στο κρανίο μου, όταν θα έχω σκουλήκια πάνω στα κόκκαλά μου, ίσως νομίσετε ότι χασκογελάω, αλλά θα είναι εσφαλμένη εντύπωση. Γιατί θα μου λείψουν: Το πλαστικό μου μέλος που θα έχουν φάει οι αρουραίοι, […] ο εγκέφαλός μου που βοηθούσε να με προβλέψω χωρίς ζωή, […] τα μπούτια κι ο κώλος μου που πάνω τους θα καθόμουνα...». Λέει κι άλλα πολλά, αν ενδιαφέρεστε.

Του δεύτερου είχε οργανώσει συναυλίες στο Παρίσι. Αυτοί όμως που έκαναν γνωστά τα τραγούδια του ήταν ο παραγωγός Jacques Canetti και ο τραγουδιστής και ηθοποιός Serge Reggiani. Η μεγάλη του μουσική αγάπη ήταν η jazz, από το swing μέχρι το bebop. Έπαιζε σε κλαμπ (όπως το ιστορικό Hot Club de France) και αρθρογραφούσε στο περιοδικό Jazz Hot. Μέχρι και καλλιτεχνικός διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας Phillips είχε γίνει ο μηχανικός! Προς το τέλος ασχολήθηκε –αναπόφευκτα– και με το επαναστατικό τότε rock 'n' roll, με τη συμμέτοχή του στο 45άρι Rock and Roll Mops και σε άλλα.

Παράλληλα με τις μουσικές όμως οι λογοτεχνικές του παρέες ήταν το ίδιο λαμπερές. Ο Jean Paul Sartre και η Simone de Beauvoir για παράδειγμα, στων οποίων το περιοδικό Les Temps Modernes αρθρογραφούσε. Είναι επίσης δύο από τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα Ο αφρός των ημερών. Είχε επίσης αρθρογραφήσει στο περιοδικό Combat, του οποίου αρχισυντάκτης ήταν ο Albert Camus, ένας πρίγκηπας των γαλλικών γραμμάτων.
Όλοι αυτοί οι μουσικοί, φιλόσοφοι, λογοτέχνες και λοιποί κάτι θα ξέρανε για να τον κάνουνε παρέα. Εσείς τι λέτε;

Τώρα βέβαια γεννάται το ερώτημα για τα γενικότερα κοινωνικά του πιστεύω.
Αναρχικό τον χαρακτήριζε ο Sartre, ήπιο αναρχικό η δεύτερη σύζυγός του αλλά βασικά αντικομφορμιστή. Αντιμιλιταριστή, παθητικό αναρχικό, πεσιμιστή, απολιτικό, λάτρη του παράλογου, τον χαρακτήριζαν άλλοι. Διαλέγουμε και παίρνουμε!
Σνομπ αυτοχαρακτηρίζονταν! Στο τραγούδι του J’ suis snob με λίγα λόγια λέει: «Είμαι σνομπ, είναι το μόνο μου ελάττωμα, με έχει καταστρέψει αυτό το μικρόβιο. Είμαι υπερβολικά σνομπ. Συναναστρέφομαι μόνο βαρόνους με ηχηρά ονόματα, μ' αρέσει να ντύνομαι μοδάτα, βλέπω σουηδικές ταινίες, έχω οδικά ατυχήματα με Τζάγκουαρ. Μ' αυτές τις μικρές λεπτομέρειες είναι κάποιος σνομπ ή όχι. Κι όταν πεθάνω θέλω ένα σάβανο του Ντιόρ». Ο αυτοσαρκασμός σ' όλο του το μεγαλείο.

Μια ενδιαφέρουσα –κατά κάποιο τρόπο– περίοδος της ζωής του Boris Vian, είναι και η θητεία του στο Κολέγιο της Παταφυσικής όπου απέκτησε τον βαθμό του σατράπη. Μη με ρωτήσετε γι' αυτό, δεν έχω καταλάβει πολλά πράγματα. Είναι, απ' ότι δεν κατάλαβα: «Η επιστήμη των φανταστικών λύσεων και των παρανοήσεων, που αποδίδει συμβολικά σε γενικές γραμμές τις ιδιότητες των περιγραφόμενων αντικειμένων από την πιθανότητά τους» ή «Η επιστήμη που μελετάει τους κανόνες που ορίζουν τις εξαιρέσεις» ή κάτι τέτοιο. Αυτά τα διευκρινιστικά λόγια είναι του θεωρητικού της επιστήμης Alfred Jarry. Μέλη του κολεγίου πάντως ήταν πολλοί επιφανείς οι οποίοι μάλλον είχαν καταλάβει. Μεταξύ τους οι –αδιαμφησβήτητης εμβέλειας– Joan Miro, Eugène Ionesco, Jacques Prévert και Max Ernst, για παράδειγμα.

Ας επιστρέψουμε στη λογοτεχνία όμως. Μην δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το Θα φτύσω στους τάφους σας έχει να κάνει με το πτύειν ή τις συλήσεις τους, κατά την προσφιλή συνήθεια του βιτρούβιου Leonardo da Vinci. Είναι η εκδίκηση ενός κατάλευκου και ξανθού μαύρου! Είχαν σκοτώσει τον μικρό αδελφό του –μαύρος στα χαρακτηριστικά αυτός– σε ρατσιστικό επεισόδιο. Πούλαγε βιβλία στη λευκή ράτσα και κατάφερνε όλες τις όμορφες και πλούσιες λόγω ειδικών προσόντων. Κάποια στιγμή σκότωσε δύο αδελφές αφού τις πήδηξε. Οι λευκοί τον κρέμασαν όπως έκαναν τότε στους μαύρους που βίαζαν λευκές. Μόνο που δεν τις είχε ακριβώς βιάσει. Τώρα γιατί τον κατατρέξανε γι' αυτό το βιβλίο δεν καταλαβαίνω. Δεν ζούσα βέβαια εκείνες τις εποχές που το σοφότερο (όπως έχει βαπτίσει τον εαυτό του) ον του πλανήτη μας –αφού είχε αλληλοεξοντωθεί δύο φορές σε διάστημα τριάντα ετών– ετοιμαζόταν να μεταφέρει τις πολιτιστικές και λοιπές διαφορές του στο πιο αραιοκατοικημένο –χωρίς ευτυχώς τη συμβολή του– διάστημα.

Ο αφρός των ημερών είναι πιο εύκολα κατανοητός· που λέει ο λόγος δηλαδή. Κάτι μεταξύ της Κυρίας με τις καμέλιες που είχε προηγηθεί και του Λαβ στόρυ που θα ακολουθούσε –τηρουμένων των αναλογιών φυσικά! Η μουσική όμως δεν είναι ούτε Giuseppe Verdi ούτε Francis Lai (ωραία σύγκριση, έτσι!). Είναι τζαζ όπως θα περιμέναμε οι υποψιασμένοι/ες· έτσι περιγράφεται φυσικά, δεν ακούγεται στο βιβλίο! Ακόμα και το όνομα της άτυχης κοπέλας είναι τίτλος μιας σύνθεσης του Duke Ellington. Εδώ σκοτώνει η αρρώστια την Chloe, μια εύθραυστη κοπέλα που την αγαπάει ο Colin, ένας πλούσιος νεαρός δανδής. Συμβαίνουν φυσικά πολλά και διάφορα στα 68 κεφάλαια του σύντομου σχετικά κοινού βίου τους και βιβλίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, διακατέχεται από σκωπτική διάθεση απέναντι στην τότε παρισινή κοινωνία των εστέτ και των διανοούμενων, μέλος της οποίας ήτανε και ο ίδιος! Ακολουθούν κι άλλοι θάνατοι όμως μέχρι να τελειώσει το βιβλίο.

Γενικά ο θάνατος τον απασχολούσε, ίσως λόγω της κακής υγείας του. Que tu es impatiente la mort, «Πόσο ανυπόμονος είσαι θάνατε. Παίρνεις ένα μικρό παιδί, μια όμορφη κοπέλα, χτυπάς πάλι την πόρτα μου απόψε το βράδυ. Αλλά το ξέρεις ήδη ότι έχεις χάσει το παιχνίδι. Όλα θα ξαναρχίσουν. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για […] την σκιά ενός άνθους […] το χαμόγελο του Μάη […] το πουλί που τραγουδάει…», παρατηρεί σ' ένα έξοχο τραγούδι του.

Το φθινόπωρο στο Πεκίνο μας μεταφέρει στην Εξωποταμία –και όχι στο Πεκίνο– όπου γίνονται επίσης πολλά και διάφορα κατά τη διάρκεια της κατασκευής μιας σιδηροδρομικής γραμμής. Εδώ βάζει φυσικά το χεράκι του και ο μηχανικός! Το μυθιστόρημα αυτό είναι αισθητά εκτενέστερο από τα υπόλοιπα που έχει γράψει, η πλοκή του πιο περίπλοκη ή πιο παράλογη και οι χαρακτήρες του πιο ασυμβίβαστοι μεταξύ τους. Ο πρωταγωνιστής, που βρέθηκε εκεί κατά λάθος, ένας αρχαιολόγος, γραμματείς, μηχανικοί, εργάτες, ένας αβάς, ένας καθηγητής μανιακός με τον αερομοντελισμό, ο εισπράκτορας του λεωφορείου κι άλλοι πολλοί. Το μυθιστόρημα τελειώνει στο λεωφορείο 975 στο οποίο και άρχισε πριν από πεντακόσιες σελίδες, ο επιβάτης όμως δεν είναι ο ίδιος. Άλλωστε οι πιο πολλοί χαρακτήρες έχουν πεθάνει, όπως κι ο πρωταγωνιστής. Το φλερτ με τον θάνατο καλά κρατεί. Στις τελευταίες γραμμές της ολιγόλογης Μετάβασης, με την οποία τελειώνει το βιβλίο ενημερωνόμαστε ότι: «Η πολυπλοκότητα του συνόλου αυτών των στοιχείων είναι τέτοια που γίνεται πραγματικά αδύνατο να προβλεφθεί κι ακόμα πιο αδύνατο να συλληφθεί με τη φαντασία το τι μπορεί να τους συμβεί. Είναι ανώφελο να επιχειρήσει κανείς να το περιγράψει, γιατί καθένας μπορεί να φανταστεί οποιαδήποτε λύση.». Διαβλέπω μία κάπως παταφυσική προσέγγιση;

Έχει γράψει επίσης και αρκετά διηγήματα μερικά από τα οποία έχουν κυκλοφορήσει, σε μετάφραση, από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους.

Όσον αφορά την πανθομολογούμενη αντιπολεμική του διάθεση τώρα, Ο λιποτάκτης δεν είναι βέβαια παρά ένα από τα πάμπολλα τραγούδια του. Λόγω θέματος όμως και εποχής –πόλεμος στην Ινδοκίνα και αργότερα στην Αλγερία– έγινε το πιο γνωστό. Το έχουν ερμηνεύσει μια πλειάδα Γάλλοι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Serge Reggiani, αλλά και οι διεθνείς Peter, Paul and Mary και Joan Baez –a capella παρακαλώ!– σε συναυλίες τους στο Παρίσι (το 1965 και το 1980 αντίστοιχα). Για την Baez βέβαια το περιμέναμε· το στοιχείο της! Φαντάζομαι ότι θα της είχε θυμίσει τον πρόσφατο πόλεμο στο Βιετνάμ στον οποίο είχε αντιταχθεί σθεναρά. Μέχρι και φυλακή είχε πάει, όπως και ο τότε σύζυγός της στον οποίο είχε αφιερώσει, για την περίσταση, ένα περίφημο τραγούδι της στο φεστιβάλ του Woodstock. Έχει πλάκα η γαλλική προφορά τους πάντως!

La java de la bomb atomique (Η ζάβα της ατομικής βόμβας), είναι ένα ακόμα τραγούδι επί του θέματος. Ο θείος του ήταν ερασιτέχνης κατασκευαστής ατομικής βόμβας. Την τελειοποιούσε για χρόνια και τα βράδια έτρωγε σούπα με φιδέ στους συγγενείς του. Αφού την ολοκλήρωσε τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του όλοι οι αρχηγοί κρατών. Η βόμβα εξερράγη τυχαία και δεν έμεινε κανένας τους. Στο δικαστήριο τον καταδίκασαν, αλλά μετά τον αμνήστευσαν. Η πατρίδα για να τον ευγνωμονήσει τον εξέλεξε ηγέτη της κυβέρνησης.

Les joyeux bouchers (Οι χαρούμενοι χασάπηδες), ένα άλλο. «Είναι το τανγκό των χασάπηδων της κρεαταγοράς… Ελάτε να πείτε το αίμα πριν μαυρίσει… Πρέπει να τρέξει αίμα… Είναι το τανγκό των χαρούμενων στρατιωτικών, των εύθυμων νικητών… Είναι το τανγκό όλων των τυμβωρύχων… Ξεπάστρεψε μερικούς, τόσο το χειρότερο αν είναι ξαδέρφια… Πρέπει να τρέξει αίμα… Αύριο θα είναι η σειρά σου, αύριο θα είναι η μέρα σου, ούτε ανθρωπάκος ούτε έρωτας.» Αυτά με δυο λόγια, σε ρυθμό τανγκό φυσικά.

Μια άλλη του αγάπη όμως ήταν τα αυτοκίνητα· παλιά κατά προτίμηση. Τα αγόραζε, τα σενιάριζε –ως μηχανικός– και αφού τα απολάμβανε, τα πούλαγε για τα επόμενα. Το πιο γνωστό είναι ένα γαλλικής κατασκευής Brasier του 1911 με το οποίο διέσχισε (σε χαμηλές ταχύτητες) σχεδόν όλη τη Γαλλία, από την Caen μέχρι το Saint-Tropez. Το είχε αγοράσει το 1950 (σαράβαλο ήδη δηλαδή). Μ' αυτό πήγανε στη γαμήλια τελετή με την δεύτερη σύζυγό του, μ' αυτό φωτογραφίζεται στο εξώφυλλο του μοναδικού του δίσκου.

Μεταθανάτια του έχουν αφιερώσει εκθέσεις, έχουν δώσει τ' όνομά του σε πλατείες, δρόμους, πνευματικά κέντρα και δεν ξέρω τι άλλο. Την μεγαλύτερη τιμή του απέδωσαν όμως οι φοιτητές των δεκαετιών '60 και '70. Ο ενθουσιασμός τους για το έργο του τον έκανε και ευρύτερα γνωστό. Με την ιδιότητα αυτή τον είχα γνωρίσει κι εγώ τη δεύτερη από αυτές τις δεκαετίες.

Για οικονομία του χώρου, που φιλόξενα μου προσφέρεται, αλλά και του χρόνου σας δεν θ' ασχοληθούμε με περισσότερα. Το έχουν κάνει άλλοι, πιο άξιοι άλλωστε.

Θα ολοκληρώσουμε με την εξομολόγησή του ότι το έτσουζε. Όχι πως δεν ήταν αναμενόμενο φυσικά! Τους λόγους μας αναλύει στο τραγούδι Je bois. Παραθέτουμε μερικούς στίχους περιληπτικά: «Πίνω συστηματικά για να ξεχάσω τους φίλους της γυναίκας μου, για να ξεχάσω τα προβλήματά μου, για να ξεχάσω την επόμενη μέρα, για να ξεχάσω ότι δεν είμαι πια είκοσι χρονών. Πίνω οτιδήποτε· είναι αηδιαστικό αλλά έτσι περνάει ο χρόνος. Ρωτάω αν η ζωή είναι τόσο διασκεδαστική, είναι τόσο ζωηρή, αν αξίζει να την ζεις. Αν αξίζει να γίνεις κερατάς για την αγάπη. Κανένας δεν μου απαντάει. Πίνω για να μεθύσω, να μην βλέπω τη φάτσα μου. Πίνω χωρίς να το φχαριστιέμαι, για να μην μου πω ότι πρέπει να τελειώσει.». Η ζωή υποθέτω, από τα συμφραζόμενα.
«Το να έχεις κάλπικους καημούς στη χώρα του κρασιού σημαίνει ότι είσαι πατριώτης» μας ενημερώνει αποτρεπτικά, μεταξύ άλλων, ο συμπατριώτης του Maxime Le Forestier, κάπου είκοσι χρόνια αργότερα, στο εξαιρετικό τραγούδι του L’ irresponsible (Ο ανεύθυνος).



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σημειώσεις:
Τα τραγούδια είναι από τα LP's του Serge Reggiani, Chante Boris Vian και 12 titres originaux, το CD Boris Vian chante Boris Vian , τo LP του Maxime Le Forestier με τον ομώνυμο τίτλο. Η επιλογή και μετάφραση των στίχων είναι του υπογράφοντα.
[1] Τα μυθιστορήματα αυτά είχαν αρχικά κυκλοφορήσει σε ελληνικές μεταφράσεις από τις εκδόσεις Γράμματα (1979), Εξάντας (1974) και Μπαρμπουνάκη (1978), αντίστοιχα.