Η αφορμή για το παρόν δόθηκε από τη New Star, που φέρνει το κλασικό φιλμ στους θερινούς κινηματογράφους από τις 4 Ιουλίου 2024 (σε ψηφιακή αποκατάσταση 4Κ). Η ταινία-σταθμός της ιστορίας του παγκόσμιου κινηματογράφου του «ζωγράφου» του σινεμά –όπως έχει χαρακτηριστεί ο δημιουργός– έρχεται ξανά στις αίθουσες.
Για την ιστορία, το φιλμ έχει τιμηθεί με Χρυσό Λέων στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας, το 1951, και με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας την επόμενη χρονιά ενώ έχει χαρακτηριστεί ως ταινία αναφοράς, ένα από τα καλύτερα φιλμ όλων των εποχών κ.ο.κ. Κι επειδή τυχαίνει να την έχω δει, μεταφέρω τις βασικότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή, μια περίληψη που θα σας βοηθήσει να την παρακολουθήσετε πιο άνετα, διάφορα χρήσιμα σημεία σχετικά με τον δημιουργό και ό,τι άλλο προκύψει.
Πάντοτε, όταν μιλάμε για ένα έργο, είναι θεμιτό να ξεκινάμε με μία περίληψη. Ένας ξυλοκόπος και ένας ιερές συζητάνε στο ξέφωτο της πύλης Ρασομόν μια βροχερή μέρα. Καθώς πλησιάζει ένας χωρικός, για να προστατευθεί κι εκείνος από τη βροχή, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας ληστής είναι ο ύποπτος. Ο ξυλοκόπος και ο ιερέας αφηγούνται στον χωρικό όσα γνωρίζουν, τα οποία σε εμάς μεταφέρονται μέσω φλας μπακ στα οποία οι πρωταγωνιστές (ληστής, σύζυγος και ξυλοκόπος) λένε όσα είδαν ή όσα θεωρούν πως είδαν ενώ ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι.
Οι αφηγήσεις τους είναι ασύμφωνες, δεν ταυτίζονται πουθενά, άρα ο θεατής υποθέτει πως κάποιος λέει ψέματα (ή κάποιοι). Σε αυτό το σημείο προσπαθούμε, ως θεατές, να κατανοήσουμε τις προθέσεις καθενός, το κίνητρο και το ατομικό συμφέρον, που τον οδηγεί στο ψέμα, ενώ και οι τρεις τους ισχυρίζονται ότι είναι οι δολοφόνοι!
Η παράξενη αυτή ιστορία γίνεται πιο καταθλιπτική, αισθαντική κι έντονη υπό το βροχερό τοπίο και τις άλλες καταστροφές της περιοχής ενώ Ρασομόν σημαίνει «πύλη των δαιμόνων» (βλέπε υπότιτλο) κι επίσης Ρατζομόν ονομάζεται μία πύλη στην αρχαία λεωφόρο Σουζάκου που οδηγούσε στο αυτοκρατορικό παλάτι της Ιαπωνίας. Το σενάριο αυτό κατάφερε να μπει στη διδακτέα ύλη των κινηματογραφικών σχολών παγκοσμίως όπως και το σκηνοθετικό ύφος του Κουροσάβα. Η ταινία πραγματεύεται τη σχετικότητα της αλήθειας υπό το πρίσμα των πολλαπλών εκδοχών της βάσει υποκειμενικότητας, οπτικής γωνίας ή προσωπικού όφελους, χαρακτήρα, άποψης κ.ο.κ. με προεκτάσεις στην κλονισμένη πίστη για τους ανθρώπους.
«Οι χαρακτήρες, μια αμαρτωλή ανάγκη για κολακευτικό ψέμα» [...] «δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς ψέματα για να νιώθουν ότι είναι καλύτεροι άνθρωποι από ό,τι πραγματικά είναι.»Ακίρα Κουροσάβα
Πρόκειται για τη δωδέκατη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα, ένα αριστουργηματικό σύνολο που έφερε την Ιαπωνία κοντά στον δυτικό κόσμο και έβαλε τον δημιουργό σε όλες τις λίστες για τους καλύτερους σκηνοθέτες.
Σκηνοθέτης: Akira KurosawaΣενάριο: Ryûnosuke Akutagawa, Akira Kurosawa, Shinobu HashimotoΗθοποιοί: Toshirô Mifune, Machiko Kyô, Masayuki Mori, Minoru Chiaki, Takashi Shimura, Kichijirô UedaΦωτογραφία: Kazuo MiyagawaΜουσική: Fumio HayasakaΙαπωνία, 1950Διάρκεια: 1:28'
Πάμε λοιπόν να βρούμε όλα τα άξια σημεία λόγου για το Ρασομόν του Κουροσάβα. Έχω ήδη αναφέρει πως αυτή ήταν η πρώτη ιαπωνική ταινία που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο επηρεάζοντας τους κινηματογραφιστές όλου του πλανήτη. Οι αντικρουόμενες μαρτυρίες απαντήθηκαν έκτοτε σε πάρα πολλές ταινίες (για τη μεγάλη αλλά και για τη μικρή οθόνη) και ο Τοσίρο Μιφούνε (ο ληστής της ταινίας) κατάφερε να γίνει σήμα κατατεθέν. Μάλιστα, η έκφραση «φαινόμενο Ρασομόν» καθιερώθηκε ως όρος της νομικής αργκό για το φαινόμενο των αντιφατικών καταθέσεων· τόση ήταν και είναι η δύναμη του Ρασομόν.
Εντυπωσιάζουν οι γεωμετρίες του Κουροσάβα, οι φωτοσκιάσεις του Καζούο Μιγιακάβα και η κίνηση της κάμερας όπως και η μπάντα φυσικών ήχων του Φουμίο Χαγιασάκα. Κερδίζει το ανθρωποκεντρικό του ζήτημα, που συγκλίνει όλους τους πολιτισμούς, και το μυστήριο της υπόθεσης, που παραμένει άλυτη. Η ταινία άλλαξε την κινηματογραφική γλώσσα παγκοσμίως και έβαλε στο τραπέζι το θέμα της αλήθειας μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης, καθώς μας σύστηνε τον γήινο Τοσίρο Μιφούνε και την αέρινη Ματσίκο Κίο.
«Είμαι κατασκευαστής ταινιών. Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να λέει περισσότερα πράγματα για έναν δημιουργό, από τον ίδιο το δημιούργημά του.»«Υποθέτω πως όλες οι ταινίες μου έχουν ένα κοινό θέμα. Κι αυτό μπορεί να συνοψιστεί σε μια ερώτηση: Γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να είναι πιο χαρούμενοι μαζί;»Ακίρα Κουροσάβα
Λέγεται ότι αυτή η ταινία είναι ο λόγος που η Ακαδημία έθεσε την κατηγορία Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Εκείνο που ισχύει όμως στα σίγουρα είναι πως σε αυτή την ταινία η κάμερα στράφηκε για πρώτη φορά στον ήλιο, κόντρα στο φως. Ο Κουροσάβα στη βιογραφία του [Κάτι σαν αυτοβιογραφία, εκδόσεις Αιγόκερως, 1990] αναφέρει: «Σήμερα δεν είναι ασυνήθιστο πράγμα να βάζεις την κάμερα να φιλμάρει κόντρα στον ήλιο, τότε όμως που γυρίζαμε τον Ρασομόν κάτι τέτοιο συνιστούσε ένα από τα ταμπού του κινηματογράφου. Πίστευαν μάλιστα τότε ότι οι ακτίνες του ήλιου που πέφτουν κατευθείαν στο φακό της κάμερας θα μπορούσαν να κάψουν το ίδιο το φιλμ μέσα αυτήν. Παρ' όλα αυτά, ο κάμεραμαν που είχα, ο Καζούο Μιγιαγκάβα, πήγε κόντρα σ' αυτή τη συμβατική αντίληψη και δημιούργησε υπέροχες εικόνες. Ιδιαίτερα μάλιστα το εισαγωγικό μέρος, όπου η κάμερα οδηγεί το θεατή, μέσα από το φως και τις σκιές του δάσους, σ' έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη ψυχή χάνει τον δρόμο της, ήταν αληθινά κάτι το μαγευτικό. Η σκηνή αυτή πιστεύω –και ας σημειώσω εδώ ότι την επαίνεσαν στο Διεθνές φεστιβάλ της Βενετίας, διότι ήταν η πρώτη φορά στον κινηματογράφο που η κάμερα έμπαινε στην καρδιά ενός δάσους– δεν ήταν μόνο μια από τις αριστουργηματικές του Μιγιαγκάβα, αλλά κι ένα αριστούργημα ασπρόμαυρης κινηματογραφίας σε παγκόσμιο επίπεδο.».
Επίσης, στο Ρασομόν η κάμερα κρατιέται στο χέρι κι ακολουθεί τους ήρωες (πρωτοποριακή τεχνική για την εποχή). Πολλές σκηνές γυρίστηκαν με τη χρήση πολλών καμερών ταυτόχρονα (επίσης σπάνιο για την εποχή) διευκολύνοντας όμως το μοντάζ της.
Από το Κάτι σαν αυτοβιογραφία του Ακίρα Κουροσάβα [εκδόσεις Αιγόκερως, 1990] λαμβάνουμε πολλές πληροφορίες για το φιλμ, μεταξύ των οποίων το πώς κατασκεύασαν την πύλη. Για την πύλη του Ρασομόν βασίστηκαν σε όσες πληροφορίες μπορούσαν να αντλήσουν και παρατηρώντας τις πύλες των ναών που είχαν διασωθεί. Επιδιώκοντας να επιτύχουν ένα σκηνικό που να έχει ιστορική ακρίβεια, να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κινηματογράφησης και του προϋπολογισμού τους κατασκεύασαν τη μισή στέγη (λύνοντας το πρόβλημα των μεγάλων διαστάσεων) και αντικατέστησαν την πόλη Σουτζακουμόν, που κανονικά θα φαινόταν από την πύλη, με ένα βουνό. Η εταιρεία παραγωγής δέχτηκε να αναλάβει επειδή ο Κουροσάβα παρουσίασε ως απαραίτητα σκηνικά μια πύλη και μια αυλή δικαστηρίου εξηγώντας πως όλες οι άλλες σκηνές θα γυρίζονταν σε εξωτερικούς χώρους. Τελικά, η εταιρεία είδε πως οι οικονομικές ανάγκες ξεφεύγουν κατά πολύ, αισθάνθηκε λίγο εξαπατημένη και έφτιαξαν μόνο την πύλη. Όμως η πύλη τούς κόστισε όσο δεκάδες συνηθισμένα σκηνικά!
Αλλά και η τεχνητή βροχή, σε αυτή την κλίμακα, αποτελούσε πρόκληση. Έτσι, τα γυρίσματα στην πύλη γίνονταν τις συννεφιασμένες μέρες (τις ηλιόλουστες έβγαιναν στο δάσος) και για να δημιουργηθεί η βροχή, καθώς δεν αρκούσαν οι αντλίες της παραγωγής, επιστρατεύθηκαν και οχήματα της πυροσβεστικής· τα ίδια πάντως χρησιμοποιήθηκαν και για ακόμα πιο πρακτικούς λόγους όταν κλήθηκαν να σβήσουν μια δυο πυρκαγιές που ξέσπασαν στα γυρίσματα. Επίσης, όταν η κάμερα έδειχνε τον ουρανό, δηλαδή γυρνούσε κόντρα στο φως, η βροχή δεν έγραφε. Το πρόβλημα λύθηκε βάζοντας μαύρο μελάνι στο νερό.
Ελπίζοντας ότι δεν σας κούρασα, παρόλο που είχα περισσότερο υλικό, προσπάθησα να μεταφέρω τα πιο αξιοπρόσεκτα σημεία, όσα έχουν ένα ειδικό βάρος κι ενδιαφέρον. Κι αφού έχουμε την ευκαιρία να δούμε –ή και ξαναδούμε– αυτό το κινηματογραφικό σημείο-αναφοράς θα έλεγα να εκμεταλλευτούμε τη συγκυρία.
Καλή θέαση!