Γιάννη Σμίχελη
Στο παρελθόν ήμουν μια ρουφήχτρα, τράβαγα κι άλεθα εικόνες
ταινίες, τραγούδια, βιβλία, παραστάσεις και απέφευγα την σιωπή
σαν να ήταν η κατάληξη, ο πάτος του ωκεανού όπου όλα
αλεσμένα συνυπήρχαν στο σκοτεινό βυθό του υποσυνείδητού μου
και ωρίμαζαν για να σχηματίσουν νέες μορφές.
Τα τελευταία χρόνια έχω στρέψει την προσοχή μου
στην σιωπή και την σιγή, ακούγοντας τις φωνές της πρώτης
και αφουγκραζόμενος την ακινησία της δεύτερης.
δεν έχω τη δύναμη ν' αντέξω τις διακυμάνσεις του σκορ στο μπάσκετ
ποδοσφαιρικό αγώνα δεν παρακολουθώ, τον βρίσκω πληκτικό
με όλες τις αυτοματοποιημένες κινήσεις των παικτών όπως στο play station,
βλέπω μόνο μετά τη λήξη τα εκτεταμένα στιγμιότυπα, κι αν.
Το πιο κρίσιμο είναι η αδιαφορία μου για ταινίες
δεν μου προκαλούν εντύπωση καμία, σε αντίθεση με τη ζωγραφική
που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, ο κινηματογράφος χαρακτηρίζεται από μια μονοτονία
Σαν να εμφανίζονται ξανά και ξανά όλα τα μοτίβα των Τσάπλιν, Μόντι Πάιθονς μέχρι Μπενίνι
–ο μίστερ Μπιν μόνο τηλεοπτικά στέκεται–
Και των Πολάνσκι, Αγγελόπουλου, Μπερτολούτσι, Κουροσάβα, Γκόνταρ
ακόμη και των Τίντο Μπρας και Οσίμα.
Το σινεμά έχει εξαντληθεί και παρά την τεχνολογική βελτίωση των μέσων του
δεν αναβαθμίζει ή ανανεώνει ριζικά την αισθητική του
αντίθετα η ευκολία της κάμερας που χώνεται παντού
απομαγεύει την ίδια την τέχνη και μετατρέπει σε ντοκιμαντέρ την ταινία
ή απλώς σε λήψεις στιγμών, μάλιστα βρίσκω πιο καλαίσθητες επιστημονικές καταγραφές
του σύμπαντος, της άγριας φύσης, των σωματιδίων και ιατρικών θεμάτων
όπως μικρόβια, βακτήρια, τραύματα, εγχειρήσεις ή εικόνες από πολέμους
φυσικές καταστροφές, κοινωνικά φαινόμενα κτλ.
παρά σειρές και ταινίες από το 2000 και μετά. Λες και ο Καουρισμάκι και Κεν Λόουτς
είναι οι τελευταίοι και ως εξαίρεση.
Το Ρέθυμνο πασχίζω να το ζωγραφίσω με λέξεις σύμφωνα με ρεύματα ή ζωγράφους
από ανεξίτηλο αποτύπωμα στον εσωτερικό μου κόσμο.
Σαν να βλέπω έναν σκοτεινό πίνακα του Καραβάτζιο
όπου γυμνές γριές με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι
κόβουν τους λαιμούς κουμπουροφόρων με πλουμιστά πουκάμισα και φούστες ινδικές
κουβαλώντας όλοι στην κεφαλή κερατά αγριοκάτσικου
ενώ γύρω από την τελετή καίγονται χασισόφυλλα
και από τ' ανοιχτά σπλάχνα λυρών προβάλουν πέρδικες αιματοβαμμένες
και λαγοί με ημιαυτόματα όπλα.
Το πανεπιστήμιο σε ιμπρεσιονιστικό πίνακα με διαφορετικές εντάσεις του μαύρου και γκρίζου
ενώ ένας ήλιος χλομός να μεταφέρεται από κτήριο σε κτήριο με φορείο
και πίσω του ακολουθεί μια πομπή με λευκές νεκροφόρες.
Επικρατεί μια εντύπωση της θολούρας
σαν να χύνονται χρώματα, σχήματα και σκηνές σε σημείο απροσδιοριστίας και σύγχυσης
κάπως έτσι τα κτήρια μοιάζουν με νεκροθάφτες, τα οχήματα με πλάκες πεζοδρομίου
ο ήλιος μ' ασημένιο καντήλι, η φλόγα του με καύτρα μπάφου
και οι αχτίδες του με χλομά μαστίγια που σέρνονται.
Η θάλασσα σαν ελαιώνας πλημμυρισμένη από καρχαρίες
που της επιτίθενται και την καταβροχθίζουν, σουρεάλ του Νταλί
ενώ ο Ψηλορείτης έχει μια τεράστια μύτη κάθετα στην κορυφή του
και αναπνέει καπνούς έτσι ώστε να παίρνει τη μορφή του Βούδα
η ρίνα μάλιστα συνεχώς μεγαλώνει σαν να γίνεται δοξάρι
χρήσιμη για την ακροβασία χοίρων.
Όλη η πόλη φαντάζει σαν ένα ραγισμένο κεραμικό κιούπι
από τις ραγισματιές ξεπροβάλλουν δολοφονημένοι άνθρωποι.
Παρόμοια για τον Άγιο Νικόλαο έχω μια εικόνα όπου οι ελιές
μοιάζουν σαν καρφίτσες πάνω στις οποίες ψήνονται τουρίστες
τρέχουν αιμάτινα ζουμιά από τις σάρκες τους
ποτίζουν τα θεμέλια ξενοδοχείων τα οποία όλο και υψώνονται στον ουρανό
σαν πύργοι της Βαβέλ
σ' ένα συγκεκριμένο ύψος τσουγκρίζουν σαν αβγά και από τις σχισμές
βγαίνουν δράκοι που έχουν φάτσες καθεστωτικών πολιτικών
και χέζουν σαν να είναι μωράκια ενώ πετάνε υποδυόμενοι τους γυπαετούς.
Όλα καταλήγουν στο Ρέθυμνο του ενενήντα για να συγκρουστούν
οχήματα, ιδέες, θρησκείες, εθνικισμοί, παράσιτα, τρόποι διασκεδάσεις κερδοφορίας
διανοούμενοι με τα γυαλιά ηλίου και τ' αντηλιακό τους, βιβλία, χαρταετοί, αλεξιπτωτιστές
κι αφού γίνουν ένας πολτός άμορφης σάρκας, τα ξύλινα σπαθιά χορεύοντας
στη μελωδία της Μισιρλού κόβουν μερίδες που πετρώνουνε και πετάνε
στην ελεύθερη πτώση του χάους, δίχως γυρισμό. Δεν θέλω να δω ποτέ ξανά την Κρήτη
ούτε και να με θάψουν στο χώμα της, και τα βιβλία μου δεν ανήκουν στους συγγενείς μου
κανένας τους δεν έχει δικαίωμα πάνω τους, αυτή είναι η διαθήκη μου, ανοικτή και ξεκάθαρη
αν ποτέ φέρουν λεφτά θα τα διαχειριστεί εκείνος που βρίσκεται πιο κοντά τους
και σ' αυτή την περίοδο είναι η Τζένη Κουκίδου που άνοιξε τα φτερά των φωνών μου
έτσι όπως ξεδιπλώνονται και πετάνε. Η επιθυμία μου είναι να τα μοιράζει σε συγγραφείς άπορους
όπως εγώ. Που από το υστέρημα μου χρηματοδοτώ τα έργα μου
και ζω στο λαγούμι μου για να περισσεύουν χρήματα και να νιώθω κρυμμένος.
Ζήτω στους άπορους επίδοξους ταπεινούς φαντασιολάτρες του λόγου.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος πρώτο: Παρακμιακοί λαβύρινθοι.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Φωτεινής Χαμιδιέλη.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.