Εικοστή ογδόη: Συνέντευξη συντελεστών

Παρακολουθήσαμε την παράσταση με τίτλο Εικοστή ογδόη της Γενοβέφας Κτενίδου, που παίζεται στο θέατρο «Αμαλία» και ανήκει στο είδος documentary theatre. Εκεί, είδαμε επί σκηνής τους ηθοποιούς να γίνονται οι φωνές εκείνων που είτε έχασαν κάποιον δικό τους, είτε επιβίωσαν από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου 2023 στο δυστύχημα της κοιλάδας των Τεμπών.
Μια παράσταση κραυγή και γροθιά στο άδικο και στις εγκληματικές αμέλειες των υπευθύνων. Μια «επανάσταση» και διαμαρτυρία για την συνείδηση που δεν επιτρέπεται πια να μένει αμέτοχη σε αυτά τα εγκλήματα.

Μέσα από την συνέντευξη που μας παραχώρησαν οι συντελεστές της παράστασης, καταλαβαίνουμε το μέγεθος της ευθύνης του να μεταφέρεις καταστάσεις και συναισθήματα από ένα τόσο τραγικό γεγονός.

Σκηνή της παράστασης «Εικοστή ογδόη»

Πώς σας ήρθε η ιδέα;
Γενοβέφα Κτενίδου: Το καλοκαίρι του '23 αισθανόμουν άσχημα γιατί δεν ακουγόταν αρκετά το θέμα της τραγωδίας των Τεμπών και αυτό το πράγμα δεν μπορούσε να με αφήσει ανενεργή.

Τι πραγματεύεται το έργο και τι θέλετε να κρατήσει ο θεατής/αναγνώστης στο τέλος;
Γ.Κ.: Τον πόνο, τις αντιδράσεις, τις κινήσεις κάποιων ανθρώπων μετά από μια τραγωδία, που είτε τους κατέστρεψε πολιτικά είτε τους έκανε να ξαναγεννηθούν με άλλες συνθήκες και άλλα δεδομένα. Αφήνω τον θεατή να επιλέξει εκείνος τι θα κρατήσει από το έργο. Πάντως το σχόλιο «συγκλονιστικό» είναι πολύ σύνηθες για το έργο μας, όπως επίσης και τα δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα συνειδητοποίησης, δάκρυα ειλικρινή.

Ποιες ήταν οι προκλήσεις και πώς τις αντιμετωπίσατε;
Γ.Κ.: Σκηνοθετικά η πρόκληση ήταν το πώς θα παρουσιαστούν στην σκηνή τόσοι διαφορετικοί μονόλογοι, χωρίς να έχει το θεατρικό έργο την μορφή ενός μονολόγου αλλά να διακατέχεται και από πολλούς διαλόγους. Μετά από πολύμηνη εργασία μου πάνω στα κείμενα, μετά από επιλογές και «μοντάρισμα» των κειμένων –με απόλυτο σεβασμό προς τις μαρτυρίες που μου εμπιστεύτηκαν οι συγγενείς θυμάτων και οι επιζώντες– προχώρησα στην τελική μορφή του κειμένου και κατ' επέκταση της θεατρικής παράστασης, που συμπεριλαμβάνει, μαζί με τις αληθινές, αυτούσιες μαρτυρίες και μυθοπλαστικούς διαλόγους.

Πώς αποδόθηκε σκηνικά το κείμενο;
Γ.Κ.: Σαν να παρακολουθεί τις μαρτυρίες αυτές από την τηλεόραση η γυναίκα-θεατής των γεγονότων, που στην αρχή είναι πιο αποστασιοποιημένη. Κρατάει αποστάσεις ασφαλείας, για να μην στεναχωρηθεί... Στην πορεία όμως ευαισθητοποιείται όλο και περισσότερο και γνωρίζει αυτούς τους χαρακτήρες από κοντά. Θέλει να δράσει και αποφασίζει ριζικές αλλαγές για τη ζωή της. Η κεντρική αυτή ιδέα προέκυψε μετά από meeting με τον Κωσταντίνο Μουρατίδη, τον σύμβουλο κειμένου και τον Νίκο Σεμακούλα, τον βοηθό σκηνοθέτη.

Σκηνή της παράστασης «Εικοστή ογδόη»

Πώς χαρακτηρίζετε τον ρόλο σας και πώς τον προσεγγίσατε;
Παύλος Παυλίδης: Ο ρόλος μου είναι ο ψυχολόγος της πρωταγωνίστριας. Ο συγκεκριμένος ρόλος είναι προϊόν μυθοπλασίας και γι' αυτό είχα το ελεύθερο να τον προσεγγίσω όπως εγώ ήθελα. Δεν υπήρχαν φραγμοί ή παραλληλισμοί με πραγματικά πρόσωπα. Μπορεί να εμφανίζομαι ως πραγματικό πρόσωπο στην σκηνή αλλά το χτίσιμο του χαρακτήρα βασίστηκε στην πρωταγωνίστρια. Όλη η παράσταση έχει τεράστιο συναισθηματικό φορτίο και γι' αυτό ο ψυχολόγος επέλεξα να είναι η φωνή της λογικής της πρωταγωνίστριας. Προσπάθησα να ισορροπήσω με τη λογική των λεγομένων μου, την συναισθηματική φόρτιση της πρωταγωνίστριας. Το αίτημα του ρόλου μου είναι η ισορροπία!
Χριστίνα Σαρρή: Ο ρόλος μου –της μητέρας που χάνει την προέκταση του εαυτού της, την κόρη της– είναι δύσκολος και επίπονος. Όλες οι γυναίκες είναι μητέρες εκ φύσεως, όταν βρίσκονται στην ισορροπημένη θηλυκή τους ενέργεια και ο πόνος της απώλειας ενός παιδιού είναι τραγικός ειδικά όταν χάνεται με άδικο και οδυνηρό τρόπο. Προσεγγίζω τον ρόλο μου με ενσυναίσθηση και συμπόνια και δεν μπορώ παρά να βρίσκομαι –κατά τη διάρκεια του έργου αλλά και πέρα από αυτήν– σε βαθιά λύπη, σε θρήνο ψυχής...
Βάσω Σαπουντζόγλου: Πώς θα χαρακτήριζα τον ρόλο μου στην παράσταση; Κατ' αρχήν δεν θα τον χαρακτήριζα ρόλο. Δεν μπορώ να πω «υποδύομαι τον ρόλο της μητέρας». Θα πω ότι φέρνω στη σκηνή τις προσωπικές πραγματικές μαρτυρίες μιας μητέρας, που έχασε την κόρη της στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Οι μαρτυρίες είναι τραγικές, αφού περιγράφουν τις πρώτες ώρες και μέρες του συμβάντος, αλλά και το επόμενο διάστημα μέχρι και σήμερα όπου περιγράφεται ο τιτάνιος αγώνας αυτής της μητέρας για τη δικαίωση, πράγμα που έπρεπε να το κάνει η πολιτεία και η δικαιοσύνη ως όφειλε. Ως εκ τούτου ο ρόλος (κατ' ευφημισμό) είναι πολύ δύσκολος και διακατέχομαι από ένα μεγάλο βάρος ευθύνης να φέρω όλο αυτό στη σκηνή και στους θεατές μεταξύ των οποίων πάντα βρίσκονται επιζήσαντες αλλά και συγγενείς των θυμάτων. Για μένα όλες οι παραστάσεις ήταν δύσκολες με την δυσκολότερη όλων αυτή στην οποία παραστάθηκε η συγκεκριμένη μητέρα!
Η προσέγγιση του ρόλου ήταν επίσης ένα δύσκολο κομμάτι για μένα γιατί έχω και εγώ παιδιά και όλο αυτό μου δημιούργησε ένα επί πλέον άγχος για το μέλλον και την ασφάλειά τους αλλά και την ασφάλεια όλων των παιδιών και όλων των πολιτών της χώρας μου. Προσέγγισα τον ρόλο της μητέρας με ιδιαίτερο σεβασμό και περισσή ευθύνη, αλλά ταυτόχρονα και με φόβο μήπως και δεν βγουν στη σκηνή τα συναισθήματα αυτής της γυναίκας, όσο γίνεται βέβαια, γιατί το να ζεις μία τέτοια τραγωδία χάνοντας το παιδί σου με αυτόν τον άγριο, βίαιο και άδικο τρόπο, δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε οποιαδήποτε σκηνή.
Νίκος Παπάνης: Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ενός μηχανοδηγού. Ένας ρόλος σύνθετος και περίπλοκος, καθώς βασίζεται στις μαρτυρίες τριών διαφορετικών μηχανοδηγών, τις οποίες έπρεπε να ενσωματώσω σε έναν νέο χαρακτήρα. Κι αυτή ήταν η πρόκληση για μένα. Να δημιουργήσω τον χαρακτήρα ενός νέου ανθρώπου που εργάζεται στον σιδηρόδρομο και ξέρει από καιρό τις αστοχίες και τα προβλήματα που υπάρχουν, καθώς τα αντιμετώπιζε καθημερινά. Ενός ανθρώπου που ανησυχούσε για την κατάσταση και μέσω του συνδικαλιστικού οργάνου εξέφραζε αυτές τις ανησυχίες του στους αρμόδιους φορείς, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ενός ανθρώπου που έχασε στη μοιραία σύγκρουση (που αν είχαν εισακουστεί οι ανησυχίες των εργαζομένων δεν θα είχε συμβεί) πέντε συναδέλφους μηχανοδηγούς και άλλους έξι συναδέλφους άλλης ειδικότητας που τους γνώριζε. Ενός ανθρώπου που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν πάνω σε κάποιο από τα δύο μοιραία τρένα. Αυτά είναι τα στοιχεία του ρόλου που προσπαθώ να αναδείξω. Η προσέγγιση έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω της παρακολούθησης των βίντεο των μηχανοδηγών, καθώς και της καθοδήγησης της σκηνοθέτη.
Γιάννης Κωνσταντινίδης: Είναι ένας ρόλος που οδηγεί σε αναθεωρήσεις απόψεων, αναδόμηση χαρακτήρα και τρόπου σκέψης και δράσης. Είναι ένας ρόλος που εμπνέει τον άνθρωπο, που μας προκαλεί να εγκαταλείψουμε τον εφησυχασμό και την κοινωνική μας απάθεια και να επικοινωνήσουμε για την απάντηση σοβαρών κοινωνικών ερωτημάτων.
Τον ρόλο τον προσέγγισα ανθρωποκεντρικά. Αυτονόητο το ότι οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να είναι στη θέση του ήρωα. Δεδομένου ότι είμαι στην ηλικία και την κοινωνική κατάσταση του ήρωα, πώς θα μπορούσα να περιγράψω την οδύνη και την απώλεια του γιου μου.
Ελβίρα Καλίνη: Υποδύομαι την Ελένη που επέζησε. Ο ρόλος μου είναι ένα μαυροντυμένο φως, είναι η ελπίδα τραυματισμένη, με ματωμένα ρούχα, γδαρμένα νύχια, μελανιές και σπασμένα κόκκαλα. Αλλά παραμένει ελπίδα. Είναι ο θάνατος και η ζωή. Είναι οι τύψεις και η αποδόμηση. Είναι η ολοκλήρωση, η αγάπη και η ενσυναίσθηση, η ανθρωπιά, η μοναξιά και η στεναχώρια. Είναι η αλήθεια και η δικαίωση. Είναι η αλλαγή.
Προσέγγισα τον ρόλο με ευλάβεια και προσοχή. Είναι μια αντίφαση από μόνος του ο τρόπος προσέγγισής μου, αν και νιώθω ότι στην πραγματικότητα δεν τον προσέγγισα εγώ αυτό τον ρόλο, εκείνος με ήθελε και ήρθε στον δρόμο μου. Από τη μία ένιωθα σαν να μου ήρθε από το πουθενά ένα νεογνό που ήταν όμως δικό μου και ήθελε τη διαρκή φροντίδα μου: να το έχω πάντα μαζί μου, να ξενυχτάω δίπλα του, να κλαίω, να νιώθω λίγη, να νιώθω ότι είναι κάτι εύθραυστο, να φοβάμαι, να, να... Από την άλλη, ένιωσα σαν τα χαρτιά που κρατούσα να ήταν ένα αγαπημένο μου πρόσωπο που πέθανε και πήγα στο σπίτι του να το χαιρετήσω. Έκλαιγα, αλλά ήρεμα. Το καθάριζα και το σταύρωνα με κρασί, το φιλούσα και το αγκάλιαζα σαν να ήταν η τελευταία φορά. Για πολύ καιρό άγγιζα τα χαρτιά με την ίδια ευλάβεια που αγγίζεις έναν νεκρό, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Τώρα αν συζητάμε από θέμα τεχνικής, εφόσον κάνω docu theatre, έψαξα ό,τι είχε το NT UK σχετικά με αυτό, και επειδή δεν κάνω έναν ρόλο που επινοήθηκε, ζήτησα να τη γνωρίσω.
Σμαράγδα Καρασαββίδου: Υποδύομαι την Ξένια, ένα κορίτσι που επέζησε. Πρόκειται για μια κοπέλα 26 ετών που το μόνο που έκανε ήταν να μπει μια τυχαία μέρα σε ένα τυχαίο τρένο. Στη μαρτυρία της περιγράφει μια σειρά από συμπτώσεις που αρχικά την φέρανε τη λάθος ώρα στη λάθος στιγμή, έπειτα όμως την κράτησαν ζωντανή. Φέρνω λοιπόν στην σκηνή ένα κορίτσι που ακροβατεί ανάμεσα στους φόβους, που την καταβάλουν μετά την σύγκρουση, και στην νεανική ορμή της, που δεν θέλει να επιτρέψει στον εαυτό της να φοβηθεί. Η Ξένια καταβάλλεται από αντικρουόμενα συναισθήματα, προσπαθεί να ξορκίσει τους φόβους της αντιμετωπίζοντάς τους κατάματα και πολλές φορές ζώντας στα άκρα, μέχρι που καταλαβαίνει ότι ίσως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι λιγότερο επίπονοι και επικίνδυνοι. Η προσέγγιση του ρόλου έγινε με πολύ μεγάλη ενσυναίσθηση και σεβασμό καθώς από την πρώτη στιγμή που πήρα στα χέρια μου το κείμενο ένιωσα τεράστια ευθύνη απέναντι σε όλους τους επιζώντες, τους συγγενείς των θυμάτων αλλά και τα ίδια τα θύματα.
Σωτήρης Χαρισόπουλος: Ο ρόλος μου είναι ο Γιώργος, όπου κάνω δύο παιδιά τα οποία επέζησαν από το δεύτερο βαγόνι από θαύμα. Αντίκρισαν εικόνες που μόνο σε πεδίο μάχης μπορείς να δεις, που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη τους για πάντα, που τους δημιουργήθηκαν και τύψεις για τους ανθρώπους από εκεί μέσα που δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Τον ρόλο τον προσέγγισα με δυσκολία, γιατί ήταν πάρα πολύ απαιτητικός, με έντονα συναισθήματα και προσπαθούσα, όσο μπορούσα, να τον αναβιώνω και εγώ μέσα μου.
Νίκος Κορεξιανός: Δεν χαρακτηρίζω τους ρόλους μου ποτέ. Δεν μου αρέσει να χαρακτηρίζω. Όπως όλους τους ρόλους, έτσι και τον ρόλο του Σωτήρη τον θεωρώ αληθινό, ρεαλιστικό και ανθρώπινο. Έτσι προσπάθησα να τον προσεγγίσω. Με αγάπη και συμπόνια, όπως προσπαθώ να προσεγγίσω –μέσα από εμένα– όλους μου τους ρόλους.
Γενοβέφα Κτενίδου: Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι ο καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας. Είναι η γυναίκα θεατής των γεγονότων που δεν είχε άμεση ανάμειξη με την σύγκρουση, την μοιραία σύγκρουση, της 28ης Φεβρουαρίου 2023 αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα κρατώντας αποστάσεις. Προσέγγισα τον χαρακτήρα αυτό με απλότητα.

Υπήρξαν προκλήσεις και πώς τις αντιμετωπίσατε;
Π.Π.: Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να παραμείνω ψύχραιμος και να μπορέσω να περάσω την ηρεμία και την ισορροπία, παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση που επικρατεί πριν και μετά την εμφάνισή μου.
Χ.Σ.: Η πρόκληση ήταν ο ίδιος ο ρόλος, σιωπηλός και βαθύς, καθώς πρέπει να διατηρώ την ψυχραιμία μου με συνειδητή αναπνοή ώστε να μην διακόπτουν οι λυγμοί τον λόγο της μάνας.
Β.Σ.: Η μοναδική, βαθιά, δύσκολη και επίπονη πρόκληση ήταν να βάλω τον εαυτό μου στη θέση αυτής της μητέρας. Ούσα μητέρα, θυμάμαι ότι από τις πρώτες μέρες που διάβαζα το κείμενο ένιωθα την βαθιά ανάγκη να αγκαλιάζω και να φιλώ τα παιδιά μου με δάκρυα στα μάτια, μια έντονη ανησυχία αλλά και ιδιαίτερη ενοχή.
Γ.Κ.: Πολλές. Αλλά η μεγαλύτερη είναι να αποδοθεί το πένθος, η απερίγραπτη οδύνη, η θλίψη, η οργή σε όλες τις διαβαθμίσεις αυτών και τις μεταπτώσεις που ζει ο χαρακτήρας. Σ' αυτό βοήθησε η ομαδική και ατομική δουλειά σε επίπεδο ψυχαναλυτικό κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Γενοβέφας.
Ε.Κ.: Αμέτρητες. Αναφέρονται και στην προηγούμενη ερώτηση. Ο στόχος ήταν να μελετήσω τόσο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοπέλας που υποδύομαι, όσο και την ψυχή της και να τα συνδυάσω με τον λόγο έτσι ώστε να μεταφέρω σε κάθε θεατή το ποιόν της, το πώς κινείται, το τι σκέφτεται, όλα. Και ήθελα να το κάνω ναι μεν για τους θεατές, αλλά κυρίως για εκείνη, την οικογένειά της και τους υπόλοιπους επιζώντες, που μας ευχαρίστησαν που τους δώσαμε φωνή, και για όσους έφυγαν τόσο άδικα εκείνη τη νύχτα. Και όλο αυτό που ήθελα με έκανε να σκέφτομαι πώς θα προσεγγίσω σωστά από κοντά την κοπέλα εκείνη που το έζησε όλο αυτό και με εμπιστεύεται χωρίς να με ξέρει. Πώς θα της ζητήσω να εμπιστευτεί αυτό το κομμάτι της ψυχής της σε εμένα. Τις αντιμετώπισα με δύο τρόπους: 1ον σκεφτόμουν «οι άνθρωποι αυτοί το έζησαν, και εγώ θα αφήσω το άγχος και τη στεναχώρια μου να με παρεκκλίνει από το στόχο;» και 2ον τη γνώρισα.
Σ.Κ.: Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα, και αντιμετωπίζω μέχρι και σήμερα, είναι να πετύχω την απεμπλοκή καθώς πολύ πριν δημιουργηθεί αυτό το θέατρο ντοκουμέντο, από την πρώτη στιγμή που έγινε το συμβάν ένιωθα τεράστια εμπλοκή με το γεγονός, γιατί ένιωθα ότι με αφορά άμεσα και από καθαρή τύχη δεν ήμουν εγώ στη θέση των θυμάτων.
Το να ενσαρκώνεις έναν ρόλο, που έχει γραφτεί χρόνια πριν ή είναι προϊόν μυθοπλασίας, είναι συνηθισμένο, το να φέρνεις στη σκηνή όμως ένα πραγματικό πρόσωπο που ζει και αισθάνεται έχει άλλο βάρος.
Σ.Χ.: Προκλήσεις υπήρξαν γιατί ήταν δύσκολο να μπω στην ψυχολογία και τις καταστάσεις που βίωσαν. Θέλω να περάσω στον θεατή αυτά που είδαν αυτά τα παιδιά και τα συναισθήματα που είχαν την ώρα του δυστυχήματος όπως και μετά, που ήταν πάρα πολύ έντονα.
Νίκος Σεμακούλα: Για να μείνω συνεπής ως προς την αλήθεια, ευθυγραμμιζόμενος και με την απόφαση της ηρωίδας στο τέλος του έργου να μην χρησιμοποιεί πια το ψέμα, θα πω πως ελάχιστα έως καθόλου δεν σκέφτομαι τον άνθρωπο που υποδύομαι! Νιώθω σαν να προσεγγίζω ένα φανταστικό πρόσωπο ή έναν χαρακτήρα του μακρινού παρελθόντος... Ακόμα και στις στιγμές που συγκινούμαι δακρύζοντας, το επιβάλλω στον εαυτό μου χωρίς να υποφέρω πραγματικά ή να βρίσκομαι σε συντριβή και συναισθηματική ταύτιση με τον ρόλο. Αντ' αυτού εσωτερικά υπάρχει μόνο η αγωνία για την επίδραση στο κοινό και το άρτιο αποτέλεσμα.
Ν.Κ.: Κάθε ρόλος είναι μία πρόκληση, γιατί αγγίζω, σκάβω κομμάτια του εαυτού μου, ώστε να μπορέσω να του δώσω ζωή. Ήταν δύσκολο, γιατί πήρα στοιχεία από έναν υπαρκτό χαρακτήρα και προσπάθησα να τα εντάξω σε μένα. Οπότε ο χαρακτήρας, που υποδύομαι επί σκηνής, έχει και στοιχεία του υπαρκτού προσώπου αλλά και στοιχεία από άλλους χαρακτήρες. Στα κείμενά μου συμπεριελήφθησαν κομμάτια από τις μαρτυρίες αδερφής θύματος, της Σμαρώς Οικού, αδερφής του Δημήτρη (Μιμή) Οικού. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να εντάξω στον θεατρικό χαρακτήρα κομμάτια από διαφορετικούς ανθρώπους και να δημιουργήσω εκ νέου έναν ρόλο. Αυτή ήταν η δυσκολία αλλά και η ευκολία συγχρόνως.
Γ.Κ.: Η πρόκληση υπήρχε στο ότι έπρεπε να ισορροπήσω μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού την ερμηνεία μου. Τα κατάφερα έχοντας κατά νου την περιβόητη χρυσή τομή.

Πώς θα περιγράφατε την παράσταση σε μια λέξη ή φράση;
Π.Π.: Η φράση που νομίζω ότι χαρακτηρίζει την παράσταση είναι μια φράση του Αλμπερτ Αϊνστάιν, που λέει: «Ο κόσμος δεν θα καταστραφεί από αυτούς που κάνουν το κακό, αλλά από αυτούς που παρακολουθούν χωρίς να κάνουν τίποτα.». Γιατί δεν έχουμε, πλέον, την πολυτέλεια να παρακολουθούμε απλά χωρίς να κάνουμε τίποτα. Η συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν οι μαρτυρίες των συγγενών και των επιζώντων του δυστυχήματος/εγκλήματος είναι τεράστια. Παρ' όλα αυτά πρέπει να καταλάβουμε ποιος είναι ο ρόλος μας στην κοινωνία και στις εξελίξεις της. Και φυσικά να αναλάβουμε δράση.
Χ.Σ.: Η παράσταση με μια λέξη χαρακτηρίζεται από ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ προς τον συνάνθρωπο. «Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο», έλεγε ο Μαχάτμα Γκάντι και με αυτή τη φράση θα την χαρακτήριζα, επίσης.
Β.Σ.: Η παράσταση «Εικοστή ογδόη» είναι αδύνατον να περιγραφεί με μία λέξη, ούτε καν με μια φράση. Όλη αυτή η έκρηξη των συναισθημάτων που βγαίνει από μέσα μας και κατακλύζει τη σκηνή δεν γίνεται να αποτυπωθεί με μια λέξη.
Ν.Π.: Την παράσταση την περιγράφει η φράση «κατάθεση ψυχής».
Γ.Κ.: Με μία φράση «γροθιά στο στομάχι για να βγει η αλήθεια». Η παράσταση παρακολουθεί ένα εν εξελίξει τραγικό γεγονός σκηνοθετημένο αριστοτεχνικά από σκοτεινά συστήματα συμφερόντων. Νομίζω ότι ο Άντον Τσέχωφ θα το αποκαλούσε ως ΩΦΕΛΙΜΟ.
Ε.Κ.: Ζωή. Καθημερινότητα. Ελληνική πραγματικότητα. Οι παραπάνω λέξεις συντελούν ποικίλων ειδών εικόνες, όμορφες, άσχημες, ανακουφιστικές, τρομερές, ήσυχες, τρομαχτικές, δυνατές, δίκαιες, άδικες, λυτρωτικές. Όλες τις έχει αυτή η παράσταση. Όλα τα συναισθήματα. Πόνο, θυμό, αγάπη, μαυρίλα, λύτρωση, φως. Όλα. Αλλά θα προσθέσω και μια φράση της παράστασης που επίσης την χαρακτηρίζει: «Γιατί κάτι πρέπει να αλλάξει. Σωστά;».
Σ.Κ.: Η παράσταση είναι ένα γερό χαστούκι για τον θεατή που θα έρθει να τη δει. Ο θεατής θα αναγκαστεί να δει όλα αυτά που αποφεύγει και κλείνει τα μάτια γιατί νομίζει ότι δεν τον αφορούν, επειδή ακόμη δεν έχουν έρθει στη δική του πόρτα.
Σ.Χ.: Σύγχρονη τραγωδία.
Γ.Κ.: Μια ευκαιρία να ακουστούν φωνές που δεν ακούστηκαν ή άλλες που ακούστηκαν εν μέρει. Μια ευκαιρία για ατομική και συλλογική αλλαγή.

Ποια η γνώμη σας για τη σύγχρονη δραματουργία;
Π.Π.: Θεωρώ ότι η σύγχρονη δραματουργία είναι χωρισμένη σε δύο μεγάλες τάσεις.
Οι σκηνοθέτες της πρώτης τάσης έχουν στόχο να ταρακουνήσουν τον θεατή. Να ανεβάσουν τη «θερμοκρασία». Ο κάθε ρόλος έχει ένα αίτημα, το οποίο οδηγεί τον ηθοποιό σε μια λειτουργία-δράση. Μόνο μέσω της λειτουργίας-δράσης θα υπάρξει ενέργεια, η οποία θα ανεβάσει τη θερμοκρασία πάνω στη σκηνή. Και αυτή η ενεργειακή αλλαγή θα επηρεάσει τον θεατή και θα τον ταρακουνήσει. Αυτή τη διαδικασία θέλουν. Αυτήν επιδιώκουν. Έχουν αποδεσμευθεί από τα δεσμά των σκηνικών και του ρεαλισμού. Αναζητούν αυτό το αίτημα του κάθε ρόλου που θα προκαλέσει αλυσιδωτές εκρήξεις δράσης και ενέργειας στον ηθοποιό, ο οποίος θα ανεβάσει τη θερμοκρασία πάνω στην σκηνή.
Στην δεύτερη τάση ανήκουν οι σκηνοθέτες που δίνουν περισσότερο βαρύτητα στον ρεαλισμό και στα σκηνικά. Τους ενδιαφέρει περισσότερο να χτίσουν έναν κόσμο πάνω στην σκηνή, από το να κάνουν τον θεατή να νιώσει/αισθανθεί αυτόν τον κόσμο που έχουν στο μυαλό τους. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει κοινό και για τις δύο σκηνοθετικές τάσεις.
Τώρα, αν με ρωτάτε, ποια από τις δύο τάσεις μπορεί να εξελίξει το θέατρο, τους ηθοποιούς και το κοινό τότε θα απαντήσω χωρίς δεύτερη σκέψη, οι σκηνοθέτες της πρώτης τάσης.
Χ.Σ.: Η δραματουργία θα ήταν καλό να δίνει περισσότερο βάρος στην καρδιά (συναίσθημα) και λιγότερο στον νου (λογική) ώστε να υπάρχει αρμονία μεταξύ καρδιάς και νου. Να σιωπήσει ο υπερτροφικός νους, να μιλήσει η «παγωμένη» καρδιά και μέσω του δράματος να έρθουν η κάθαρση και η απελευθέρωση του πόνου.
Β.Σ.: Η σύγχρονη δραματουργία πολλές φορές χαρακτηρίζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, από μία διάθεση υπερβολής των συγγραφέων να αποδώσουν το σύγχρονο γίγνεσθαι με τρόπο λιγότερο ρεαλιστικό από την κλασική. Άμοιρη βέβαια δεν είναι και η σκηνοθετική προσέγγιση των σύγχρονων σκηνοθετών, που ενίοτε προσπαθούν με τρόπο ακαταλαβίστικο και σουρεαλιστικό να αποδώσουν τα σύγχρονα κείμενα. Αυτό άλλοτε πετυχαίνει και άλλοτε όχι. Κατά τη γνώμη μου πάλι, η σύγχρονη δραματουργία απαιτεί περισσότερη προσοχή από τους δημιουργούς της, λιτή προσέγγιση στην σκηνογραφία, ώστε το αποτέλεσμα να είναι κατανοητό από το κοινό, το οποίο θα παίρνει τα μηνύματα που θέλει να περάσει και θα φεύγει από το θέατρο με μια αίσθηση ικανοποίησης και πληρότητας.
Ν.Π.: Η σύγχρονη δραματουργία είναι κατά τη γνώμη μου σε μια διαδικασία διεύρυνσης των ορίων της με τάση για συμπερίληψη όλο και περισσότερο νέων τεχνολογιών, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι πάντοτε ωφέλιμο.
Γ.Κ.: Οι τέχνες ακολουθούν την εποχή τους. Όλα συνδέονται, αλληλοεπηρεάζονται. Έτσι και το έργο αυτό αποτελεί μια σύγχρονη τραγωδία, με την καταγγελτικότητά του στοχεύει και προσδοκά την κοινωνική μας αυτοβελτίωση.
Ε.Κ.: Για την ελληνική; Πολλά κείμενα των τελευταίων σαράντα ετών ανέδειξαν σύγχρονους προβληματισμούς, την κρατική καταπίεση και την κοινωνική, τη βία, την παθητικότητα και πολλά ακόμη. Φυσικά και άλλα ζητήματα, όπως το υπερφυσικό, οι αυτοβιογραφίες, η αυτοβελτίωση, δεν λείπουν. Όλα εξαιρετικά και όλα όμορφα. Όμως αισθάνομαι ότι υπάρχει μια έλλειψη. Αποζητώ περισσότερα έργα με σύγχρονα προβλήματα ή, σωστότερα, με ζητήματα παλαιά που μας προβληματίζουν μέχρι σήμερα και μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ότι οι αντιλήψεις που διαιωνίζουν την οπισθοδρόμηση και, εντέλει, την καταστροφή μας, είναι ακόμα εδώ και δεν έφυγαν. Χαίρομαι όταν βλέπω το θέατρο να ασχολείται με τις γυναικοκτονίες, τους βιασμούς, την οικονομική δυσχέρεια, την ψυχολογία των νέων, τη βία των ανθρώπων προς άλλους ανθρώπους που δεν ντύνονται ή δεν αγαπάνε όπως και όποιον θέλουν οι πρώτοι να κάνουν, τις αυτοκτονίες και πολλά ακόμη, καθώς τα ζητήματα αυτά είναι εδώ, στο σπίτι μας, όχι κάπου αλλού. Εμείς συνεχίζουμε να βλέπουμε στο θέατρο κλασικούς και αρχαίους –και καλά κάνουμε– αλλά παρατηρώ πως επαναπαυόμαστε στο ότι το τάδε έργο αντέχει στον χρόνο και νιώθουμε μια κάποια ταύτιση, οπότε δεν πάμε ακριβώς παρακάτω. Μας βολεύει αυτό. Όμως, η ζωή αναδεικνύει κάθε μέρα πως αυτό δεν μας αρκεί. Η εποχή μας απαιτεί το ξεβόλεμα, την παραγκώνιση της ολιγαρκείας. Αποζητά θέατρο της επινόησης, του δρόμου, της συλλογικότητας, της ελευθερίας και της αλήθειας.
Είμαστε ακόμη στην εποχή της άρνησης, φοβάται ο κόσμος να γράψει και να μιλήσει ανοιχτά. Φοβάται να δει μια παράσταση που θα τον στεναχωρήσει και θα τον προβληματίσει, γιατί θα έρθει περισσότερο σε επαφή με την αλήθεια και θα καταλάβει πράγματα για τη ζωή που δεν θέλει να καταλάβει. Μπορεί η αλήθεια να γίνει ορισμένες φορές απότομη, βάρβαρη, αλλά είναι αναγκαία. Με την αλήθεια γινόμαστε πιο δυνατοί και προχωράμε.
Σ.Κ.: Πιστεύω ότι η σύγχρονη δραματουργία, τα τελευταία χρόνια, ασχολείται όλο και περισσότερο με θέματα που πραγματικά απασχολούν την κοινωνία. Αυτό βέβαια έχει τον κίνδυνο και τη δυσκολία του ότι εγείρει πολλές φορές αντιδράσεις. Κατά τη γνώμη μου όμως κάνουμε θέατρο για να μιλήσουμε για αυτά που καίνε την κοινωνία και να προβληματίσουμε το κοινό, γι' αυτό και δεν πρέπει να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε.
Σ.Χ.: Η σύγχρονη δραματουργία αποτελεί έναν ζωντανό και δυναμικό χώρο, που αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα και τις προκλήσεις της εποχής μας, διατηρώντας παράλληλα την ουσία της θεατρικής εμπειρίας ζωντανή και επίκαιρη.
Ν.Σ.: Οι σύγχρονοι δραματουργοί βρίσκονται σε σύγχυση, έχουν ξεστρατίσει. Οι περισσότεροι προπαγανδίζουν ανερυθρίαστα θέλοντας να επιβάλλουν τις επιταγές της μόδας! Δεν κάνουν τέχνη, γράφουν συνθήματα με σπρέι στους τοίχους.
Ν.Κ.: Στη σύγχρονη δραματουργία όλοι έχουν μια τάση προς τον ρεαλισμό και το κινηματογραφικό επάνω στην σκηνή, κάτι όμως που δεν μπορεί να λειτουργεί πάντα. Το θέατρο είναι θέατρο. Το θέατρο είναι η αμεσότητα. Οι καινούργιοι σκηνοθέτες ενίοτε αυτό το ξεχνάνε. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στην συγκεκριμένη παράσταση, την «Εικοστή ογδόη». Στις σύγχρονες δραματουργίες χάνεται πολλές φορές η ουσία, ο λόγος, καθώς προτεραιότητα των δημιουργών είναι ο εντυπωσιασμός. Έτσι βάζουν, βάζουν, βάζουν πράγματα, τα οποία, αντί να ενισχύσουν την ουσία, την μειώνουν. Αυτή είναι μία μάχη που πρέπει να δοθεί στους σκηνοθέτες, μια μάχη εσωτερική, να εκτοπίσουν το «εγώ» τους και να δώσουν τόπο στην ουσία.
Γ.Κ.: Μου αρέσει πολύ η τάση των σύγχρονων δραματουργών να καταπιάνονται με κοινωνικά ζητήματα. Αν μη τι άλλο, το θέατρο είναι ένας χώρος έκφρασης και μια αφορμή προβληματισμού για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.


Νάγια Γούγου-Μητροπούλου

Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου