Γεώργιου Κονίδη
Μια παράξενη καρφίτσα στο πέτο του φορέματος.
Τι συμβολίζει άραγε;
Μια πέτρα μόλις κατρακύλησε από την πλαγιά και δροσίστηκε στη θάλασσα.
Ταραχή και τρόμος.
Θλίψη στις λιγοστές σταγόνες βροχής που δεν φτάνουν για να δροσίσουν το χώμα.
Θλίψη και στα μάτια του ουρανού.
Αμαρτίες.
Το πτώμα στη σήψη, μυρίζει γεμίζοντας με γεύση τα αχόρταγα ρουθούνια του δολοφόνου του.
Αρκετά έζησαν, αρκετά είδαν, αρκετά έκλαψαν.
Το δάκρυ ενώνεται με τη βροχή και τον αγέρα που το παίρνει μακριά πριν εξατμιστεί.
Ο έρωτας νυσταγμένος και γυμνός, λυπημένος και άβουλος, μόλις έχει γεννηθεί μέσα στην καρδιά της.
Αυτή όμως κοιμάται.
Δεν τον αισθάνεται
Και ας πεθαίνει έξω από την πόρτα της από το κρύο.
Η παγωνιά καρφώνει με ζήλια τα δόντια της στον λαιμό του και τον αποτελειώνει.
Όμως σαν πιει το αίμα του γίνεται εκείνη έρωτας και νικητής.
Δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνει ο νικητής δολοφονημένος.
Τώρα το κουφάρι του κείτεται νεκρό και λιωμένο.
Τουμπανιασμένο και μοναχικό.
Η νεκροψία δεν θα δείξει τίποτα, ανακοπή καρδιάς θα πει ο γιατρός, που βιάζεται να πάει σπίτι του.
Φυσάει.
Όμως τα κορμιά ίδρωσαν στο σκάψιμο του λάκκου για το θάψιμο του νεκρού.
Το τελευταίο σκηνικό της παράστασης, με κανένα κοινό να το παρακολουθήσει.
Και όμως υπήρχε, ζώντας ανάμεσά μας, μα δεν μπορέσαμε να τον δούμε στα μάτια και τον λησμονήσαμε.
Κανένας πια δεν θα γράψει κάτι για αυτόν αφού κάνεις δεν τον ήξερε.
Μια ημερομηνία θα σκαλιστεί και ένα όνομα λησμονημένο, σαν τα τόσα άλλα, δεν θα κάνει κανέναν να σταματήσει.
Όταν η νύχτα σκεπάσει το νεκροταφείο, μια απόκοσμη μουσική, που μόνο οι νεκροί μπορούν να ακούσουν, μαρτυρά την κάποτε ύπαρξή τους ο ένας στον άλλον και λυτρώνονται.
Και το πρωί θα έρθουν πάλι οι εργάτες για να σκάψουν καινούργιο λάκκο.
Όλα σταματούν και ξανά ξεκινάνε, ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που χάνονται στον χρόνο.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Φωτεινής Χαμιδιέλη