Την ιδέα γι' αυτό το άρθρο μου έδωσε –χωρίς να το θέλει– η φίλη μου συγγραφέας Χρυσούλα Διπλάρη όταν παρουσίασε το τελευταίο μου βιβλίο. Αναφέρθηκε –κολακευτικά για μένα– στα σιρβαντές των Προβηγκιανών τροβαδούρων· των ποιητών-μουσικών του Μεσαίωνα. Άλλο που δεν ήθελα λοιπόν! Ξεκίνησα τότε εξερεύνηση στη δισκοθήκη μου. Ψάρεψα ένα CD με τροβαδούρους –μεταξύ των οποίων και ο περίφημος Peire Cardenal– αλλά έπιασα και λαβράκι!
Ο Georges Brassens, γέννημα θρέμμα της Προβηγκίας, θεωρείται και προφανώς είναι ο διάδοχος –μετά από αιώνες– αυτής της παράδοσης. Τα μακροσκελή ποιήματα-τραγούδια του είναι η συνέχεια των πονεμένων αλλά σκωπτικών ή αισθηματικών σχολίων των προκατόχων του. Να κάνετε μόνο λίγη υπομονή!
Τον γνώρισα δισκογραφικά το 1972, κατά τη διάρκεια μιας πολύμηνης εκπαιδευτικής διαμονής μου στο Bordeaux της Ακουιτανίας. Ήμαστε τότε έξαλλοι και μακρυμάλληδες και ακούγαμε Jethro Tull, Rory Gallagher και Caravan (τους δύο τελευταίους μάλιστα τους είχα δει τότε σε συναυλία) ή Bitches Brew του Miles Davis και Third των Soft Machine οι πιο προχωρημένοι. Κάποιος φίλος επέμενε να τον ακούσω. Είχε δίκιο όπως θα δούμε.
Πήγα λοιπόν αεράτος σ' ένα δισκάδικο της πόλης όπου με υποδέχτηκε –το θυμάμαι ακόμα– με υπόκρουση από κάποιο άλμπουμ των Tangerine Dream, οι οποίοι να σημειώσω ότι δεν μου άρεσαν ποτέ. Ζήτησα φυσικά έναν δίσκο του Georges Brassens και ο τύπος με κοίταξε περίεργα. «Ποιος είναι αυτός:», με ρώτησε, Μου πέσαν τα φτερά κι έφυγα. Βρήκα μετά αλλού, αγνοώντας την πρώτη απαξίωση. Αρκετά αργότερα πήρα προίκα από την συμβία μου μερικά LPs και φυσικά η ψηφιακή τεχνολογία αύξησε τη συλλογή και την εκτίμησή μου.
Ο Georges Brassens (1921-1981) γεννήθηκε στην παραθαλάσσια πόλη της Προβηγκίας Sète. Μετακόμισε στο Παρίσι όπου έζησε μια λιτή ζωή όπως του άρμοζε. Για είκοσι δύο χρόνια ήταν φιλοξενούμενος σ' ένα σπίτι στο Παρίσι, με στοιχειώδεις ανέσεις. Όταν άρχισε να κερδίζει χρήματα βοήθησε στη βελτίωσή τους. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του επέλεξε ένα χωριό της Βρετάνης. Είχε κάπως αναρχικές τάσεις –όσες μπορεί να έχει κάποιος στον χώρο της δισκογραφίας και του θεάματος– αλλά ήταν πολύ σοβαρός κύριος. Φαινομενικά τουλάχιστον, γιατί αλλιώς είναι σε πολλά τραγούδια του τα οποία έχουν έντονη αντιεξουσιαστική διάθεση αλλά και πιο πιπεράτη. Άλλα όμως εξυμνούν την ανθρώπινη αλληλεγγύη ή φιλία· όπως τα Chanson pour l' Auvergnat (όπου ευχαριστεί όσες και όσους τον έχουν συνδράμει στις δύσκολες στιγμές) και Les copains d' abord (όπου εξιστορεί τη φιλία κάτι «παιδιών» που δεν ήταν άγγελοι), αντίστοιχα. Κάπνιζε δε την πίπα του συνέχεια –όταν δεν έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ή κοιμότανε, υποθέτω. Τα υπόλοιπα στις άφθονες πηγές. Σε ένα ποίημα-τραγούδι του, όπως θα δούμε, είχε ζητήσει να ταφεί στην παραλία της γενέθλιας πόλης. Του έκαναν τη μισή χάρη να τον θάψουν στο νεκροταφείο της.
Είναι προφανώς αδύνατο κι άσκοπο ν' ασχοληθούμε με τις κάπου δύο εκατοντάδες των δημιουργιών του. Στα φαινομενικά απλά αλλά πολυσύνθετα, κάποιες φορές, μουσικά τραγούδια του ασχολείται συνήθως σαρδόνια, αλλά και συναισθηματικά, με τα πάντα. Μας εκπλήσσει με απροσδόκητες αλλαγές συγχορδιών και κλιμάκων με την συνοδεία μόνο ενός κοντραμπάσου και –κάποτε– ακόμα μιας κιθάρας. Τα λόγια τους έχουν, φυσικά, άλλου είδους περίπλοκες ιδιομορφίες.
Κάνει αισθητή ή καλύτερα ξεκαθαρίζει την σχέση του με τους τροβαδούρους του παρελθόντος μελοποιώντας το ποίημα του Francois Villon Balade des dames du temps jadis στο οποίο εκθειάζονται μερικές κυρίες του παλιού καιρού. Ο Villon δεν ήταν Προβηγκιανός αλλά ο πιο σπουδαίος και γνωστός σήμερα εκπρόσωπος των ποιητών της εποχής και ο πιο αλητήριος.
Το 1981, χρονιά της αναχώρησής του από τον μάταιο τούτο κόσμο, έτυχε πάλι να σπουδάζω στο Montpellier της Προβηγκίας. Ο θάνατός του από καρκίνο μας είχε συγκλονίσει όλους. Ο τελευταίος των Μοϊκανών· συγγνώμη, των τροβαδούρων ήθελα να πω. Εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον είχε αναγνωριστεί ως τρανός ποιητής και τραγουδοποιός και του είχε απονεμηθεί το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για το ποιητικό έργο του. Σταχυολογώ λοιπόν λίγα από τα δημιουργήματά του για να πάρουμε μια ιδέα.
Το ποίημα-τραγούδι του Le Testament δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει πάλι τον Francois Villon γιατί ένα μεγάλο μέρος του έργου του περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή. Θα είναι λυπημένος σαν κλαίουσα ιτιά όταν ο θεός, που τον ακολουθεί παντού, του πει να πάει εκεί πάνω να δει αν τον βρει. Θέλει να φύγει από τον κόσμο αυτό κάνοντας σκασιαρχείο σαν σχολιαρόπαιδο. Αναρωτιέται αν τα δέντρα για το φέρετρό του είναι ακόμα όρθια. Δεν τα έχουν ήδη ξυλεύσει για αλλότριους σκοπούς, καταλαβαίνω. Η χήρα του θα κλάψει στην κηδεία χωρίς να χρειαστεί να της καθαρίσουνε κρεμμύδια. Την προτρέπει όμως να ξαναπαντρευτεί κάποιον με το σουλούπι του για να μην πάνε χαμένα τα ρούχα και τα παπούτσια του. Μόνο να μην πειράξει τις γάτες του, γιατί αλίμονό του. Έχει ενδιαφέρον ίσως, το γεγονός ότι ο Georges Brassens δεν είχε παντρευτεί πότε του! Τέλος, μας ενημερώνει ότι «θα φύγει από τη ζωή χωρίς πικρία γιατί δεν θα έχει πια πονόδοντο».
Την ίδια εποχή ένας άλλος σπουδαίος Γάλλος ποιητής, πεζογράφος και μουσικός, ο Boris Vian, μας ενημέρωνε ότι «η ζωή είναι σαν ένα δόντι» και για να θεραπευτείς –παρά τις φροντίδες τους– πρέπει να σου το αφαιρέσουν. Αυτός όμως αποτελεί από μόνος του ολόκληρη ιστορία, έστω κι αν του το αφαιρέσανε στα τριάντα εννέα του χρόνια.
Στην αναθεώρηση της διαθήκης του, δέκα χρόνια αργότερα, Supplique pour être enterré á la plage de Sète –το μακροσκελέστερο τραγούδι του απ' όσο γνωρίζω– παρακαλεί να ταφεί στην παραλία της γενέθλιας πόλης του με τη δικαιολογία ότι ο οικογενειακός του τάφος είναι γεμάτος σαν αβγό και δεν μπορεί να πει στους προγόνους του να δώσουν τόπο στους νέους.
Εκεί άλλωστε πήρε το πρώτο μάθημα του έρωτα στην αγκαλιά μιας γοργόνας. Μόνο ένα πεύκο-ομπρέλα να φυτέψουν πάνω από τη μικρή φωλιά του για να προστατεύει από τον ήλιο τους φίλους που θα τον επισκέπτονται ευλαβικά. Εκθέτει τους υπόλοιπους λόγους σε δεκάδες στίχους και συμπονάει όλους τους μεγάλους θαμμένους στις πυραμίδες ή τις στάχτες τους στο Πάνθεον του Παρισιού, που δεν θα έχουν τις χάρες του. Η πιο ζηλευτή χάρη θα είναι «μία νεράιδα ντυμένη με λιγότερο από τίποτα» που θα πάει να ξαπλώσει στην σκιά του σταυρού του με τα συνεπακόλουθα. Τελικά «θα περάσει τον θάνατό του σε διακοπές»!
La princesse et le croque-notes είναι μία απολαυστική εξιστόρηση της παρά λίγο αποπλάνησης ενός μουσικάντη της κακιάς ώρας από μία προκλητική ανήλικη. Η μικρή είχε υιοθετηθεί από μία παρέα «λουλουδιών του πεζοδρομίου», αλητών και μικροαπατεώνων που την είχε βρει εγκαταλειμμένη. Στα δεκατρία της όμως, η καλοαναθρεμμένη πριγκίπισσά τους, την βγαίνει και την πέφτει στο τριαντάχρονο, με σωσίβιο την κιθάρα του, ναυάγιο. Ο τροβαδούρος την αποτρέπει αφού της εκθέτει τους λόγους και το σκάει στο κάρο παλιατζήδων. Μεταξύ άλλων δεν του αρέσει η επαφή με τα υγρά άχυρα του κελιού. Είκοσι χρόνια αργότερα περνώντας από τον τόπο όπου δεν έγινε η αποπλάνηση ανηλίκου –όπως θα χαρακτηριζότανε– αισθάνεται ότι το έχει μετανιώσει! Εδώ η δεύτερη κιθάρα κεντάει.
Εξίσου απολαυστικό είναι το La fessée. Εξιστορεί μια γκουρμέ αγρυπνία του δίπλα σ' ένα φέρετρο στην εκκλησία, υπό το φως των κεριών, για να παρηγορήσει την απελπισμένη και εκθαμβωτική νεαρή χήρα του νεκρού. Επιτέλους η καημένη μπορεί να καπνίσει ελεύθερα μπροστά στον αγαπημένο σύζυγό της και να πνίξει τον πόνο της για τον θάνατο του παιδικού φίλου του σε δύο magnum σαμπάνιας και τελικά στην αγκαλιά του· μετά το τρίτο χαστουκάκι στον ωραίο πισινό της. Διαδικασία η οποία μαθαίνουμε ότι την άναβε.
Το ίδιο κλαυσίγελο θέμα έχει και το σαρκαστικά νεκροφιλικό Le Fantome. Ένας νεαρός καταφέρνει να κουτουπώσει μία κυρία, «που παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του φαντάσματος», δύο χιλιάδες χρόνια μεγαλύτερή του παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της όσον αφορά τη διαφορά ηλικίας, αλλά και κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες. Έναν σκελετό δηλαδή ντυμένο μ' ένα άσπρο σεντόνι. Περνάει τη νύχτα με την, προφανώς, πιο έμπειρη από τις σύγχρονες στα θέματα αυτά κυρία και αποκαμωμένος παρά λίγο να χάσει την πρωινή λειτουργία! Ευτυχώς που τον ξύπνησε με φωνές ο πατέρας του.
Le gorille είναι ένα ακόμα σκωπτικό ποίημα-τραγούδι του για έναν εξοπλισμένο γενετικά γορίλα που θαυμάζουν την ανατομία του οι κυρίες. Κάποτε όμως ο παρθένος γορίλας βγαίνει από το όχι καλά κλεισμένο κλουβί του με άγριες διαθέσεις και όλα τα θηλυκά εξαφανίζονται· από φόβο πλέον κι όχι θαυμασμό. Απόμειναν μια γραία κι ένας άσχετος με το θέμα νεαρός δικαστής. Εκείνη, μια και δεν έχει ανταγωνισμό, ελπίζει. Ο γορίλας όμως είναι απρόβλεπτος και προτιμάει να πηδήξει τον δικαστή ο οποίος κλαίγοντας ζητάει έλεος, όπως αυτός που είχε καταδικάσει σε αποκεφαλισμό το πρωί.
Brave Margot είναι η αγαθή βοσκοπούλα Μαργκό που την έπαιρναν μάτι όλοι οι άνδρες του χωριού όταν βύζαινε το ορφανό γατάκι της κι αυτή νόμιζε ότι τους άρεσε το ζώο. Την ώρα του θηλασμού παρέλυαν τα πάντα. Ο δήμαρχος, ο ταχυδρόμος, οι χωροφύλακες κι οι άλλοι κάτοικοι ήταν απασχολημένοι με την οφθαλμοπορνεία τους. Βέβαια οι παραμελημένες ερωτικά γυναίκες εκδικήθηκαν και σκότωσαν το γατάκι. Η Μαργκό για παρηγοριά παντρεύτηκε κι αποκάλυπτε τις χάρες της μόνο στον σύζυγό της. Ωστόσο οι γηραιότεροι αναπολούν ακόμα την εποχή εκείνη και διηγούνται την ιστορία στα εγγόνια τους.
La ballade des gens qui sont nés quelque part διηγείται τη ζωή των ανθρώπων που γεννήθηκαν κάπου –τη δικιά μας δηλαδή. «Αληθεύει ότι είναι ευχάριστα αυτά τα χωριουδάκια, αυτές οι πόλεις με τα φρούρια, τις εκκλησίες και τις παραλίες τους. Έχουν μόνο ένα αδύναμο σημείο· κατοικούνται.» Αρχίζει μετά τον εξάψαλμο γι' αυτή τη ράτσα των σωβινιστών με τις κονκάρδες και τους σούρνει πολλά. Αυτοί τελικά «βγαίνουν από τις τρύπες τους για να πεθάνουν στον πόλεμο. Οι ευτυχισμένοι βλάκες που γεννήθηκαν κάπου».
Mourir pour des idées είναι ένα αντιπολεμικό ποίημα-τραγούδι του κατά των πολεμόχαρων ιδεών –τραγούδι διαμαρτυρίας σα να λέμε– όπου λέει περιληπτικά: «Να πεθάνουμε για τις ιδέες είναι εξαιρετική ιδέα. Εγώ κινδύνεψα να πεθάνω γιατί δεν την είχα, όταν το αγριεμένο πλήθος των ιδεολόγων μου την έπεσε ουρλιάζοντας "εις θάνατον". Αλλά επειδή δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους διστάζουμε ποια να επιλέξουμε και μετά την αλλάζουμε γιατί νομίζουμε ότι έχουμε κάνει λάθος. Ας πεθάνουμε για τις ιδέες, σύμφωνοι, αλλά με το μαλακό. Εσείς οι πυροδότες, οι καλοί απόστολοι να πεθάνετε πρώτοι, σας παραχωρούμε τη θέση μας. Έλεος όμως, αφήστε τους υπόλοιπους να ζήσουνε. Είναι η μοναδική τους σχεδόν πολυτέλεια εδώ κάτω.». Τι παραπάνω να πει ο άνθρωπος;
Stances á un cambrioleur, είναι ένα ποίημα-τραγούδι αφιερωμένο σ' έναν διαρρήκτη. Τον θαυμάζει για το γούστο του αφού δεν πήρε ένα απαίσιο πορτρέτο του και τον ευχαριστεί που του άφησε –από χειροτεχνική αλληλεγγύη– την κιθάρα του. Του έδωσε τελικά έμπνευση για ένα τραγούδι οπότε είναι πάτσι. Αν δεν είχε επιτυχία με τα τραγουδάκια του θα μπορούσαν να ήταν συνέταιροι. Τον συμβουλεύει να προσέχει τους κλεπταποδόχους οι οποίοι είναι χειρότεροι από τους κλέφτες. Τον παρακαλεί τέλος να μην το ξανακάνει και του χαλάσει την ωραία ανάμνηση.
Ήτανε όμως και προκλητικά βωμολόχος για την φωνογραφική –και όχι μόνο– ηθική της εποχής του. Στο Le pornographe ομολογεί ότι είναι «ο πορνογράφος του φωνογράφου, το μίασμα του τραγουδιού». Το περίφημο Fernande πάλι, είχε προκαλέσει σάλο όταν κυκλοφόρησε. Ένα γεροντοπαλίκαρο αναπολεί το παρελθόν για να του σηκωθεί. Το απίθανο ομοιοκαταληκτικό ρεφρέν «Quand je pense a Fernande, je bande, je bande» δηλαδή «Όταν σκέφτομαι την Fernande, μου σηκώνεται...», είχε γίνει κάτι σαν ύμνος. Τόσο σοβαρός κύριος ήτανε!
Ως σπουδαίος ποιητής είχε ασχοληθεί βέβαια και με άλλα θέματα· μερικά με παιδιάστικη διάθεση. Ένα παράδειγμα είναι αυτό για την κούκλα που κλείνει τα μάτια όταν την ξαπλώνουν και τον κάνει να αισθάνεται πιτσιρίκος, Je me suis fait tout petit.
Τελευταίο άφησα τον έρωτα. Κρυφογελάει ανάμεσα στους στίχους δεν ξέρω πόσων τραγουδιών του. Les amours d' antan αναπολούν τις χθεσινές αγάπες. Δεν κρύβει την προφανή έμπνευσή του από το ποίημα του Villon που προαναφέραμε. «Πρίγκιπα, έχουμε τις κυρίες του παλιού καιρού που μπορούμε.» Η προσφώνηση προς τον Πρίγκιπα ήταν συνηθισμένη στις μεσαιωνικές μπαλάντες. Σ' ένα από τα πιο ωραία τραγούδια του, επίσης, μελοποιεί το ποίημα του Antoine Pol Les passantes, αφιερωμένο στις περαστικές. «Στην σύντροφο του ταξιδιού, τα μάτια της μαγευτικό τοπίο», για τις οποίες έχουμε ξαναμιλήσει με αφορμή το βιβλίο της Σοφίας Σπύρου Παζλ γυναικών.
Ο Brassens έχει μελοποιήσει όμως κι άλλους Γάλλους ποιητές όπως ο Louis Aragon, στο όχι και τόσο αισιόδοξο Il n'y a pas d' amour heureux ή ο Paul Verlaine, στο πιο εύθυμο Colombine.
Για το τέλος άφησα δύο ποιήματα-τραγούδια για την Jeanne Planche η οποία τον στέγαζε, μαζί με τον σύζυγό της, για είκοσι δύο χρόνια· στην αρχή ως οικότροφο. Με την κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερή του οικοδέσποινα διατηρούσε και μακρόχρονη ερωτική σχέση.
Σ' αυτά δεν υπάρχει ίχνος κακίας ή ειρωνείας, μόνο βαθιά κι ευγενή ανθρώπινα συναισθήματα. La cane de Jeanne είναι για την πάπια της οικοδέσποινας που πέθανε κάτω από το γκι την πρωτοχρονιά αφήνοντάς τους για ανάμνηση ένα αβγό και τα φτερά της. Jeanne είναι η οικοδέσποινα φυσικά. Έχει το σπίτι της ανοιχτό σε όσους δεν έχουν φωτιά ή τόπο και μπαίνεις χωρίς να χτυπήσεις την πόρτα. Είναι φτωχή αλλά μας προσφέρει τα λίγα που έχει. Εμείς την ξεπληρώνουμε, όταν μπορούμε, με ανεκτίμητα δώρα, όπως μία σχεδόν συγχορδία κιθάρας και άλλα παρόμοια! Τι να τα κάνει όμως; Αφού όλα τα παιδιά της γης, της θάλασσας και του ουρανού είναι δικά της. Φαίνεται ότι την είχε σε εκτίμηση· με το δίκιο του.
Αν με ρωτήσετε –και να το κάνετε, γιατί όχι;– ο Georges Brassens παραμένει –εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του– ένας από τους σπουδαιότερους τροβαδούρους της –με την ευρεία έννοια– εποχής μας. Συνεχιστής, σα να λέμε, της μακραίωνης παράδοσης των προκατόχων του. Απαραίτητη προϋπόθεση για να τον απολαύσουμε βέβαια είναι η κατανόηση των στίχων του. Ευτυχώς σήμερα, με τις on line μεταφραστικές εξελίξεις, κάτι τέτοιο είναι σχετικά εύκολο –έστω και στο περίπου.
Πολλοί έχουν αναπαράγει τραγούδια του σε διάφορες γλώσσες. Μεταξύ αυτών κι ο Maxime Le Forestier ένας πιο σύγχρονος σπουδαίος Γάλλος τραγουδοποιός, ο Ιταλός Fabrizio de Andre, ο Ισπανός Paco Ibanez και ο δικός μας Χρήστος Θηβαίος.
Να σημειώσω, τέλος, ότι τόσο οι περιλήψεις των τραγουδιών όσο και οι αποδόσεις των επιλεγμένων αποσπασμάτων οφείλονται στον υπογράφοντα.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου