Άνοιξη

Γεώργιου Κονίδη

Έργο Στέλλας Σιδηροπούλου

Η βασίλισσα του καλοκαιριού έσφιξε το σώμα της με τα δύο της χέρια και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έκλαψε γιατί μπόρεσε να αντικρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Και αυτό που αντίκρισε δεν ήταν το είδωλό της μα μια άλλη να την κοιτά χαμογελώντας.
Ο ουρανός παντελώς σκεπασμένος από γκρίζα σύννεφα, ωστόσο έμεινε απαθής από την αλήθεια που αποκαλύφτηκε εκείνη την μέρα.
Καμία σταγόνα βροχής, ούτε κεραυνός, ούτε έστω μια βροντή για συμπαράσταση.
Όλα παρέμειναν σταθερά και αναλλοίωτα.
Τα μονοπάτια που βαδίσαμε κάποιες στιγμές έχουν καλυφθεί όλα από πυκνούς θάμνους και θεόρατα δέντρα που μουγκρίζουν σαν περνάει με δύναμη ανάμεσά τους ο άνεμος.
Κανένα λουλούδι δεν φυτρώνει εκεί αφού ο ήλιος δεν μπορεί να περάσει τις πυκνές φυλλωσιές.


Τα χρόνια που πέρασαν σκόρπισαν τις αναμνήσεις του μικρού παιδιού.
Και έγινε ένας άνδρας με ξεχασμένο παρελθόν έτοιμος να κάνει τα ίδια και τα ίδια λάθη.
Για μια ακόμα φορά.
Χωρίς παρελθόν κανένας δεν μπόρεσε να ατενίζει το μέλλον.
Γιατί είναι δύο αχώριστα αδέλφια που λειτουργούν σε παράλληλους κόσμους.
Πώς θα φύγεις εσύ από την σκιά που σε καταδιώκει;
Πώς θα μπορέσεις να βρεις την τόλμη να μην γυρίσεις ποτέ πίσω να δεις τι άφησες;
Ποιες στιγμές προσπέρασες για να συναντήσεις αυτές που θα έρθουν;
Πόσα καράβια έχασες εντέλει, ξέρεις;

Με περήφανο βλέμμα περπάτησα γύρω από αυτό που εσείς λέτε ζωή μα ποτέ μέσα σε αυτό, αφού ήξερα καλά πως δεν υπάρχουν τα σημάδια που θα μπορούσαν να με νομιμοποιήσουν.
Και έχοντας πάντα ζωσμένο ένα μικρό σακίδιο ήμουν πάντα σε ετοιμότητα να φύγω μακριά σε αναζήτηση της πραγματικότητας.
Με αγαπημένο χρώμα το γαλάζιο.
Που ακόμα δεν το έχω δει στην απόχρωση που το θέλω, μα μπορώ να το φαντάζομαι.
Στα χέρια μου κρατώ ένα ρολόι που έχει σταματήσει στο σήμερα.
Και νιώθω ικανοποίηση για αυτό.
Και φωνάζει το όνομά μου.
Λέω να πάω κοντά του μα δεν θα το κάνω.
Παραμένω ένας χρισμένος βασιλιάς χωρίς βασίλειο, μα με σκορπισμένους υπηκόους που το μόνο που ζητάνε συνέχεια από εμένα είναι να βγω για λίγο στο μπαλκόνι για να θυμηθούν το πρόσωπό μου.
Να σταθώ όρθιος και να τους μιλήσω.
Μην ανακοινώνοντας επεκτατικούς πολέμους.
Μα την ειρήνη που μέχρι τώρα είναι γυάλινη.
Και δεν έχω κανέναν σκοπό να το κάνω μέχρι να μπορέσω να προφέρω τα λόγια που θέλουν να ακούσουν.
Δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα αρχίσει τα ψέματα.
Και κανένας δεν μπορεί πια να σταθεί δίπλα μου χωρίς να μπορεί να μου πει κάποια αλήθεια.
Έστω μία.
Όλοι οι υπόλοιποι έχετε ήδη συντριβεί ή θα συντριβείτε στο άμεσο μέλλον.
Δεν αδιαφορώ πια.
Στέγνωσα από τους ρόλους που έπρεπε για ατελείωτα χρόνια να παίζω δίπλα σας.
Και όλοι οδηγούσαν την κωμωδία σε φόντο μαύρο με τέλος πάντα το ίδιο.
Αν έγραφα εγώ αυτό το σενάριο δεν θα έμπαινα καν στη διαδικασία να γράψω το τέλος.
Μόνο θα έπαιρνα το όποιο τέλος και θα το έβγαζα φωτοτυπία δεκάδες φορές.
Πόσο ασφαλής έχω ζήσει τόσα χρόνια;
Ψάχνοντας συνεχώς για τσέπες χειμώνα καλοκαίρι για να βάζω τα χέρια μου, και σαν κάποιες στιγμές τα έβγαζα και μου τα αγγίζανε, καμία αίσθηση δεν κατευθυνόταν στην καρδιά μου που εξακολουθούσε να χτυπάει παγωμένη σε μονότονους ρυθμούς.
Που δεν άλλαξε ούτε με το πρώτο φιλί.
Αφού ήταν το πρώτο σε μια σειρά από εκατοντάδες αλλά ίδια και απαράλλαχτα με αυτό.
Τα μόνα που αλλάξανε ήταν τα ονόματα, οι ηλικίες, οι διευθύνσεις, τα τηλέφωνα μα όχι τα συναισθήματα.
Μπορεί η αλλαγή να δίνει τα ίδια δεδομένα;
Γίνεται μέσα από ασφαλή μονοπάτια να αποζητάς βλέμματα που δεν θα μπορούσαν να ζουν εκεί;
Γιατί να κάνω τόσα χρόνια να τα γράψω όλα αυτά;
Πού ήμουν;
Ποιος ήμουν;
Ξύπνησα ένα πρωί για να ανακαλύψω τι κρυβόταν βαθιά μέσα μου τόσο καιρό.
Πως ο σκληρός είναι ρομαντικός, πως τα μάτια μου δεν είναι ψυχρά μα ζεστά, πως η τρέλα μου κάλυπτε τον φόβο.
Ακροβατώντας συνεχώς σε μια λεπτή κλωστή ήταν δεδομένο ότι κάποτε θα έπεφτα.
Μα να, κάτω από την εύθραυστη ισορροπία μου δεν υπήρχε ποτέ δίχτυ για να σταματήσει την πτώση μου κι εγώ έπεσα όρθιος.
Και ο μόνος πόνος που νιώθω τώρα είναι στην καρδιά μου, που χτυπάει τόσο διαφορετικά και πολύ γρήγορα.
Αμαρτία είναι ν' αναλώνεσαι.
Να μην λες την αλήθεια ενώ την ξέρεις καλά.
Να λες σκληρά λόγια όταν θέλουν τη γνώμη σου και μπορείς να είσαι ήπιος αλλά ξέχασες πώς να το κάνεις.
Όταν σου λένε για αγάπη να γίνεσαι εχθρός αυτών που ακούς.
Ο πιο μεγάλος εχθρός της πιο μεγάλης αναζήτησης που δεν άρχισα ποτέ από φόβο.


Η αγάπη.
Στάζεις ολόκληρη δάκρυα από αυτούς που δεν γνώρισες.
Από αυτούς που ζήσανε μαζί σου και έφυγαν γιατί ποτέ δεν σε κατάλαβαν.
Βγαίνεις μέσα από τη θάλασσα μα το κορμί σου δεν έχει τη γεύση αλμύρας.
Περπατάς πάντα ολόγυμνη μα τα πονηρά βλέμματα δεν μπορούν να δουν την ομορφιά σου.
Κυκλοφορείς σε όλους και όλα μα σπάνια μπορείς να σταθείς δίπλα σε κάποιον.
Μα σαν το κάνεις κολλάς τα χείλη σου στο αφτί του ψιθυρίζοντας λόγια που πάντα έχουν ένα όνομα.
Και φεύγοντας θα νιώσει στιγμιαία λίγο από την αύρα σου που τον προσπέρασε πριν χαθείς.
Και σαν θέα, που είσαι, μπορείς να φτιάξεις τα πιο απίθανα σενάρια ενώνοντας κάποιους ανθρώπους που άλλος κάνεις δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει.
Να φτιάχνουν γράμματα, σκέψεις, λόγια με το όνομά σου χιλιάδες φορές.
Δεν κοιμάσαι ποτέ μα αυτό δεν σε πειράζει.
Μόνο που κάποιες φορές ξαπλώνεις δίπλα σε κορμιά που κάνουν έρωτα απορώντας για τα ψεύτικα λόγια που λέει ο ένας στον άλλον.
Και αυτούς που δεν έχεις μπορέσει ακόμα να τους αγγίξεις μα μέσα σου έχεις ριζωμένη την ελπίδα ότι κάποτε θα αλλάξει.
Εσύ δεν στηρίζεσαι πουθενά και αυτό είναι και το μεγαλείο σου.
Όποιος προσπάθησε να σε λογικέψει απέτυχε.
Πώς να λογικεύσεις μια πνοή ανέμου;
Πώς να μιλήσεις για τη μουσική που ακούς μέσα από το κοχύλι;
Πώς θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει ένα βράδυ;
Ένα στιγμιαίο χνώτο στο τζάμι πριν χαθεί, όταν είναι τόσο αλλιώτικο από όλα τα άλλα;
Όταν το πρωί σε βρίσκει ξαπλωμένο στο κρεβάτι, άγρυπνο να σκέφτεσαι πώς να κάνεις ευτυχισμένο κάποιον άλλον και να μην σε ικανοποιεί καμία από τις σκέψεις σου;


Κάθε πρόταση που γράφω νιώθω ότι με βγάζει λίγο λίγο από τον χάρτη.
Και αισθάνομαι έναν πρωτόγνωρο τρόμο ότι θα τελειώσω έτσι εύκολα.
Και σαν φύγω, θα χαθεί οποιαδήποτε υπεροχή που μου έχω διδάξει.
Και η δημιουργία μου, που είχα φτιάξει για να μην νιώθει όλα αυτά, για πρώτη φορά είναι περιττή.
Απέναντι στην αλήθεια του στέκεται μπροστά μου, τι θα μπορούσα πια να προβάλω;


Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights resreved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Στέλλας Σιδηροπούλου