Γιάννη Σμίχελη
1
Ααα ρε ζοριλίκια της σκέψης
Πρέπει να φορτώσω για να γράψω
Αν δεν συσσωρεύσω υπερένταση
Να 'χει μαζωχτεί και πατικωθεί
Από ανοχή, υπομονή κι αυτοϋπονόμευση
Έτσι ώστε τόσο πυρωμένη να 'ναι που να μην κρατιέται
Για να εκραγεί και ξερνά τη λάβα της σαν μαστιγώματα στον αέρα
Πύρινες υπερβολές και παρεκτροπές
Με ταχύτητα οργής.
Έτσι έγραψα και τη διάχυση
Την έστειλα στον Νέστορα κι έλαβα άκυρο
Γιατί όπως είναι παντειακός των πολιτικών επιστημών
Παίζει την καθημερινή διπλωματία στα δάχτυλα
Δεν είναι σαν και μένα που κοινωνιολογίζω
Πυροβολώντας στο ψαχνό ακόμη και τον ίδιο μου εαυτόν
Μου λέει ο εκδότης «αυτά είναι διαφορετικά»
Ψάχνει ντε και καλά να τα βρει στο αρχείο
Για να τα θυμηθεί δήθεν
Αφού τα έχει απορρίψει με την πρώτη ματιά
Τον έμαθα μετά από δυο βιβλία
Τον πρόλαβα για να μην βρεθούμε σε δύσκολη θέση
Είχα να τον δω έξι μήνες
Τρέχει και το δεύτερο βιβλίο, μην χαλάσουμε τις καρδιές μας
«Αν δεν σ' αρέσουν θα τα στείλω στην Τζένη».
Του αποκρίνομαι ευγενικά
Καλά να είναι το πεδίο βολής Κουκκιδάκι
Ρίχνω με όλα τα όπλα των στρατών της απελπισίας
Στον γάμο του παράταιρου και ξαλαφρώνω
Σαν τις πολεμικές μηχανές που αδειάζουν τα παρωχημένα πυρά
Στις νεκρές πολιτείες για επίδειξη δύναμης και εκφοβισμό
Των αμάχων.
Μαγκιά να σου πετύχει και δαύτη!
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η διάχυση
–Έτσι τιτλοφόρησα την εν λόγω ποιητική συλλογή–
Σαν ουρανοκατέβατο κομήτη
Που μου καρφώθηκε στο κεφάλι με τις συμπαντικές του ρίμες
Έχει παραστρατήσει από μόνη της
Γιατί κι αν την έγραφα δεν την κατάλαβα
Παρά μόνο τώρα που την ξαναδιαβάζω
Κι ενώ στραβώνω τα μούτρα μου
Όπως και ο Νέστωρ, διότι πράγματι στιχουργικά έχει πολλά λοξά
Και παράφωνα
Εντούτοις δεν μου βγαίνει από πάνω μου
Σαν να είναι ένα ρούχο που το φορούσα για χρόνια και δεν το ήξερα
Ή υποκρινόμουνα πως δεν υπάρχει.
Σε όλα αυτά τα μπερδέματα και τις υπεκφυγές
Είναι από μηχανής θεός ο Vedamurti, γιατί αυτός ο άνθρωπος
Πάντα έρχεται και παρεμβαίνει δίχως καν να το ξέρει
Με τον πιο κυριολεκτικά καθοριστικό τρόπο
Μαέστρος του ενεργειακού coaching ο τύπος
Κι εν αγνοία του, όσον αφορά εμένα
Διότι μετά το δίωρο της γιόγκα έφυγα σιωπηλός, εκστασιασμένος
Και για να μην χαλαστώ από την νιρβάνα δεν του είπα
Ούτε καν καληνύχτα
Ενώ ένιωθα πως με έψαχνε με το βλέμμα του
Τέλος πάντων.
Προσπάθησε να μου διορθώσει τη στάση της αμετανόητης μέσης μου
κι εκεί που με τα χέρια του άγγιζε την σπονδυλική μου στήλη
Για να μαλακώσει το διαρκές πιάσιμο
και αμέσως μετά ανέβαιναν τα δάχτυλα στους ώμους μου για να
Ανοίξει την αιώνια κυρτωμένη πλάτη μου
Κατάφερε να διαλύσει την εσωτερική μου ακαμψία
Αυτήν την απίστευτα πεισματάρα αντίδραση
Στην αλήθεια που δεν μου αρέσει
–Μου χαλάει το αυτοφαντασιοκόπημά μου
Και σπάει τους παραπλανητικούς καθρέπτες
Για να μου υπενθυμίσει πως δεν ξεμπερδεύω εύκολα
Με το δαιδαλώδες είναι μου–
Τα ποιήματα αυτά είναι το στριπτίζ της σύγχυσής μου,
Οι αντιφάσεις μου εμφανίζονται στη σκηνή για να γδυθούν,
Ανερυθρίαστα να με φτύσουν κυριολεκτικά
Ρεζίλι των σκυλιών να γίνω
Να φάω την τοξικότητά μου
Από τα μπουρδουκλώματα του μυαλού μου
Ώστε αντιμέτωπος με τα παλούκια
Να εξελίξω την διαβόητη ικανότητα
Σλάλομ.
Όλα είναι για την απενοχοποίηση των υπεκφυγών
Και επιβιωτικών ενόχων μου.
Είμαι ξεφτίλας!
Εκεί που χτυπάει κόκκινο η συνείδηση και γίνεται
Αυτοκάθαρση ακριβώς επειδή περιλαμβάνει
Τα πιο σκοτεινά και απροσπέλαστα μέρη του ασυνείδητου.
Είμαι λοιπόν ένας δειλός τύπος με αιμοβόρικη καρδιά
Και θέλω να τινάξω την μπάνκα αυτών που με πλήγωσαν
Για να τους εκδικηθώ
Νιώθω τόσο πολύ εξοργισμένος κι έχω εξαγριωθεί τόσο
Ώστε αν δεν με είχε μάθει ο γέρος μου να φεύγω
Θα είχα φάει κόσμο. Θα τον είχα ξεψαχνίσει
Και θα τον μοίραζα σε μερίδες γύρο και πίτες
Προς απόλαυση των σαρκοβόρων καρχαριών
Της καταβόθρας μου.
Ένα σαρδόνιο γέλιο ξεπηδά από τα σφιγμένα δόντια μου
Και στέλνω τον αετό μου να χέσει
Πάνω από τα κρεβάτια τους απόκοσμες κραυγές
Του Άδη,
Ο Δάντης μου έχει ακονίσει τη φαντασία
Και σε ένα όργιο θριλερικών σκηνών με μπόλικο κέτσαπ
Τα χείλη μου δυο σκοτεινά λεπίδια
Γράφουν με τις κινήσεις του κατάμαυρου στόματός μου
Στο πηχτό σκοτάδι της κατασκότεινης παγωνιάς
Τους στίχους της λάβας.
Μου έχουν συμπεριφερθεί έτσι ώστε να με νιώθω
ως η ζωή του θανάτου
Η ψυχή μαύρη κι αράχνη τρεκλίζει στα βάθη του μοιραίου σκοταδιού
Του πιο άσπλαχνου θεού
Δεν με ξεχνάω γιατί με θυμάμαι διαρκώς
Σαν την μαύρη τρύπα που με κατάντησαν
Δεν μπορώ να γίνω απλά μια αλήθεια
Γιατί η αλήθεια του ψέμματός τους με σκοτώνει
Κάθε μέρα
Και η ιδέα μου για τον ίδιο τον εαυτό μου
Αυτό το μου που δηλώνει δικό μου
Δεν υπάρχει διότι το κατάστρεψαν
Και είμαι χωρίς προσανατολισμό.
Αν είναι η πορεία αυτή να έχει νόημα
Τότε μόνο όταν γίνω το όλο
Το σύμπαν των ολονών
Το όλο του κόσμου και όποιας προέκτασης του
Ίσως τότε καταφέρω και με βρω
Μέσα στο κάποιο, κάπου,
Κατιτίς απτό
Και να σταθώ μες στο φως,
Αλλά δεν είμαι σίγουρος προς το παρόν
Παρά για το μελανό μίσος μου
Δηλαδή την καταστροφή του κατεστραμμένου.